ΛΟΓΟΣ Α΄ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΒΑΣΜΙΟΝ ΥΨΩΣΙΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ.

Μεγάλην ευφροσύνην και αγαλλίασιν έχει η ψυχή μου, ευλογημένοι Χριστιανοί. Βλέπουσα την συνάθροισιν υμών· πως μετά πάσης προθυμίας συνήχθητε εις ακρόασιν του θείου λόγου· και ουχί μόνον χαίρω δια την συνδρομήν σας ταύτην, αλλά και νομίζω εμαυτόν μακάριον και καλότυχον, ότι έχω τοιούτους προθύμους ακροατάς, καθώς το λέγει ο σοφός Σειράχ εις το εικοστόν κεφάλαιον· «Μακάριος ο διηγούμενος εις ώτα ακουόντων». Επειδή λοιπόν ούτω προθύμως και χωρίς καμμίαν αμέλειαν συνήχθητε, πρώτον μεν ίνα προσκυνήσητε τον Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν, δεύτερον δε ίνα ακούσητε την διδασκαλίαν μου, δια τούτο πρέπει να ανοίξητε τα ώτα της ψυχής και του σώματος, δια να καρπωθήτε και τους λόγους μου. Αλλά επειδή δεν το επιτρέπει ο καιρός και η ώρα να πολυλογώμεν εις το προοίμιον του λόγου, ας εισέλθωμεν εις την υπόθεσιν της εορτής μας. Σήμερον ο Σταυρός υψούται, θεοσεβέστατοι Χριστιανοί, και οι δαίμονες ταπεινώνονται.
Σήμερον ο Σταυρός υψούται, και οι Ορθόδοξοι συντρέχουσι να τον προσκυνήσωσι. Σήμερον ο Σταυρός υψούται, και οι Χριστιανοί πανηγυρίζουσι. Σήμερον ο Σταυρός εφάνη, και η πλάνη κατηργήθη. Σήμερον ο Σταυρός εκ της γης ανέτειλε και τους ανθρώπους εφαίδρυνε. Σήμερον το γένος των Χριστιανών εδοξάσθη και οι Εβραίοι κατησχύνθησαν. Σήμερον ο Σταυρός υψούται και ο Χριστός δοξάζεται, επειδή ο Σταυρός δόξα Χριστού ονομάζεται· και άκουσον του Δαυϊδ λέγοντος· «Επί τους ουρανούς ο Θεός και επί πάσαν την γην η δόξα σου». Σήμερον ο Σταυρός εφάνη και ημείς προς θεογνωσίαν εχειραγωγήθημεν· διότι, αφ’ου εφάνη ο Σταυρός, εμάθομεν να πιστεύωμεν εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα· αφ’ ου ο Σταυρός εφάνη, κατηργήθη η πολύθεος πλάνη της ειδωλολατρίας· αφ’ ου ο Σταυρός εφάνη, κατηργήθη ο θάνατος, και οι δαίμονες φρίττουσι, τα ξόανα επατήθησαν, και ο Σταυρός τιμάται εις πάντα κόσμον· οι βωμοί των Ελλήνων ηφανίσθησαν, και ο Σταυρός ανεστυλώθη εις πάσας τας Εκκλησίας. Τούτον είδον οι δαίμονες εν Γολγοθά προσηλούμενον, και ετρόμαξαν· τούτον είδον οι Ορθόδοξοι φανέντα εκ της γης και ηυφράνθησαν. Τούτον οι Προφήται με διάφορα ονόματα καλούσιν· ο Δαβίδ Υποπόδιον τον ονομάζει, λέγων εν τω ενενηκοστώ ογδόω Ψαλμώ· «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών, και προσκυνείτε τω Υποποδίω των ποδών αυτού». Ο αυτός τόπον τον καλεί, λέγων εις τον εκατοστόν τριακοστόν πρώτον Ψαλμόν· «Εισελευσόμεθα εις τα σκηνώματα αυτού, προσκυνήσωμεν εις τον τόπον ου έστησαν οι πόδες αυτού». Όχι δε μόνον δια τούτων των ονομάτων εγκωμιάζει, αλλά καλεί και Ράβδον της Βασιλείας. Λέγεται και Ράβδος Κληρονομίας, καθώς το λέγει ο αυτός εις τον εβδομηκοστόν τρίτον Ψαλμόν. «Ελυτρώσω Ράβδον κληρονομίας σου». Λέγεται Ράβδος Δυνάμεως, ως το μαρτυρεί ο αυτός εις τον εκατοστόν ένατον Ψαλμόν. «Ράβδον δυνάμεως εξαποστελεί σοι Κύριος εκ Σιών». Λέγεται Βακτηρία, και άκουσον του αυτού Προφήτου λέγοντος εις τον εικοστόν δεύτερον Ψαλμόν· «Η Ράβδος σου και η Βακτηρία σου αύται με παρεκάλεσαν»·  λέγεται Ξύλον ζωής, και μαρτυρεί αυτό ο Σολομών εις το γ΄ κεφάλαιον των Παροιμιών, λέγων·»Ξύλον Ζωής επί πάσι τοις αντεχομένοις αυτής»· λέγεται και Ξύλον πεφυτευμένον· που; Παρά τας διεξόδους των υδάτων, τουτέστι των θεοπνεύστων Γραφών· λέγεται Σημείωσις και Σημείον, και άκουσον του Προφήτου Δαβίδ εις τον πεντηκοστόν ένατον Ψαλμόν· «Έδωκας τοις φοβουμένοις σε σημείωσιν, του φυγείν από προσώπου τόξου»· και πάλιν εις τον ογδοηκοστόν πέμπτον Ψαλμόν «Ποίησον μετ’ εμού σημείον εις αγαθόν»· και του Προφήτου Ιωήλ εν τω ενάτω κεφαλαίω· «Δος το σημείον επί τα μέτωπα των ανδρών των καταστεναζόντων». Αυτόν προεικόνιζεν Ισαάκ, όταν ανέβαινεν εις το όρος, βαστάζων τα ξύλα· Αυτόν προεικόνιζεν ο Ιακώβ, όταν εφίλησε το άκρον της ράβδου του Ιωσήφ· διότι προείδεν ότι εμέλλομεν και ημείς οι Χριστιανοί να προσκυνήσωμεν την Ράβδον του Χριστού, τουτέστι τον Σταυρόν· εις Αυτού τον τύπον έβαλεν ο αυτός τας χείρας του, εναλλάξ εις τας κεφαλάς των παίδων του Ιωσήφ, και την μεν δεξιάν του χείρα έβαλεν εις την κεφαλήν του Εφραίμ, όστις ήτο μικρότερος, και εστέκετο εις το αριστερόν του μέρος, την δε αριστεράν του χείρα έβαλεν εις την κεφαλήν του Μανασσή, όστις ήτο μεγαλύτερος, και εστέκετο εις το δεξιόν του μέρος. Σταυρού τύπον είχεν η Ράβδος εκείνη, με την οποίαν ο αυτός Ιακώβ διέβη τον Ιορδάνην, καθώς το λέγει και μόνος του εις το τριακοστόν δεύτερον κεφάλαιον της Γενέσεως· «Εν γαρ τη ράβδω μου ταύτην διέβην τον Ιορδάνην». Σταυρού δύναμιν είχε και η Ράβδος του Μωϋσέως όπου έκαμνε τας θαυματουργίας εν τη Αιγύπτω· του Σταυρού την ενέργειαν προεικόνιζεν η αυτή Ράβδος, ότε έσχισε την Ερυθράν θάλασσαν, και διέβησαν αβρόχως οι Ισραηλίται. Τον Σταυρόν προεσήμαινεν η αυτή Ράβδος, όταν εκτύπησε την πέτραν, και ανέβλυσεν δώδεκα βρύσεις. Σταυρού τύπον είχε και το Κοντάριον, όπερ είχε τον χάλκινον όφιν εμπεπηγμένον εν τη ερήμω, και ει τις τον έβλεπε δεν εθανατώνετο. Σταυρού τύπον εσχημάτιζε και αυτός ο Μωϋσής, ότε ήπλωσε τας χείρας αυτού εν τη ερήμω και ενίκησε τον Αμαλήκ. Σταυρού τύπον εσχημάτιζε και ο Προφήτης Ησαϊας όταν τον επριόνιζον οι αγνώμονες Ιουδαίοι. Ο Ελισσαίος αυτόν προεικόνιζεν, όταν εξήγαγε τον σίδηρον της αξίνης από το μέσον του ξύλου εις τον ποταμόν Ιορδάνην. Ο Ιερεμίας αυτόν προείδε Ξύλον, το οποίον έβαλαν οι Χριστοκτόνοι Εβραίοι εις τον άρτον του Χριστού· άρτος το Σώμα αυτού λέγεται, επειδή αυτός λαβών άρτον εις τας αγίας αυτού χείρας είπεν εις τους Μαθητάς του· «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστι το Σώμα μου». Αυτόν και ημείς ας προσκυνήσωμεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, μετά φόβου και χαράς. Μετά φόβου μεν δια την αναξιότητα ημών, ότι είμεθα αμαρτωλοί, μετά χαράς δε, ότι ο εν τούτω σταυρωθείς Χριστός έδωκεν εις ημάς δι’ αυτού την αιώνιον ζωήν· αυτόν ας τιμήσωμεν, ότι απ’ αυτόν ηξιώθημεν της πρώτης πατρίδος, του Παραδείσου λέγω· αυτόν ας υψώσωμεν, ότι δι’ αυτού συντρίβομεν τας κεφαλάς των αοράτων δρακόντων· αυτόν ας εγκωμιάσωμεν, ότι δι’ αυτού ο Αδάμ εσώθη, η Εύα ηλευθερώθη, ο Παράδεισος ηνοίχθη, ο ληστής θεολόγος εγένετο, ο κόσμος ανεκαινίσθη, τα πάντα ηγιάσθησαν. Τι να λέγω τα κατά μέρος; Δι’ αυτού και ημείς τον Χριστόν επιστεύσαμεν ως Θεόν, δι’ αυτού και να σωθώμεν ελπίζομεν. Αλλά ταύτα μεν αρκούσι δια την ώραν, ευλογημένοι Χριστιανοί, πρέπον δε είναι να διηγηθώμεν και εν συντόμω, πόθεν παρέλαβεν η Εκκλησία του Χριστού να εορτάζη σήμερον την ανάμνησιν της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, δια να καταλάβετε την αλήθειαν· διότι είναι πολλοί, οίτινες γράφουσιν ασύμφωνα λόγια περί της ευρέσεως του Σταυρού, τους οποίους δεν πρέπει να πιστεύωμεν μηδέ τας συγγραφάς των να αναγινώσκωμεν επί της Εκκλησίας, μάλλον δε να τας αποδιώκωμεν. Λλά δια να μη γίνη ανελλιπής ο λόγος μας, πρέπον είναι να αρχίσωμεν άνωθεν και απ’ αρχής την διήγησιν.                                  Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός αληθής, θέλων να σώση το γένος των ανθρώπων υπό του διαβόλου τυραννούμενον, ήλθε να ενσαρκωθή εκ της Αγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, και εγεννήθη εξ αυτής εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας, εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως, του υιού τού Αντιπάτρου, ο οποίος Ηρώδης, ων αλλόφυλος και όχι από γένος εβραϊκόν, επήγε και προσεκύνησε τον βασιλέα της Ρώμης Αύγουστον, και παρέλαβε την εξουσίαν της Ιουδαίας· διότι πρέπον ήτο να πληρωθή η προφητεία του Πατριάρχου Ιακώβ, όπου έλεγεν· «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα, ουδέ ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως ου έλθη ω απόκειται». Επειδή λοιπόν ήλθεν ο Χριστός, η προσδοκία των εθνών, δια τούτο δικαίως έλειψαν εις τον καιρόν της γεννήσεώς του οι βασιλείς των Ιουδαίων, και εβασίλευσεν ο Ηρώδης, αλλόφυλος ων. Επειδή δε ήτο και αυτός εθνικός και μη ευπρόσδεκτος και επομένως απαράδεκτος εις τους Εβραίους, εφόνευσε μεν πολλούς εξ αυτών, κατέκαυσε δε και τας αναγραφάς των Γενεών και των Φυλών, από τον καιρόν του Έσδρα, δια να μη γνωρίζωσιν οι Ιουδαίοι από ποίαν φυλήν και γενεάν κατάγονται. Ουχί δε μόνον τούτο εποίησεν, αλλά και την ιερατικήν στολήν την έβαλεν εις το θησαυροφυλάκιόν του, ίνα, όστις θελήση να γίνη Αρχιερεύς, δίδη εις αυτόμ πρώτον αργύρια, και ούτω δανείζηται αυτήν εξ αυτού. Εις δε τον τεσσαρακοστόν δεύτερον χρόνον του Καίσαρος Αυγούστου εξήλθε δόγμα παρ’ αυτού, να απογραφώσι πάντες οι άνθρωποι, όσοι ήσαν υπό την εξουσίαν του, δια να του δίδουν φόρον. Ταύτην δε την απογραφήν ενεπιστεύθη ο Καίσαρ εις εξουσίαν τινός ανθρώπου της Συγκλήτου, Κυρηνίου λεγομένου, τον οποίον έκαμε και ηγεμόνα της Συρίας. Είχε δε τότε ο Ηρώδης εις την ηγεμονίαν της Ιουδαίας χρόνους τριάκοντα τρεις· τότε και οι μάγοι ήλθον εις τα Ιεροσόλυμα ζητούντες τον τεχθέντα Βασιλέα. Ακούσας δε ο Ηρώδης, απέστειλεν αυτούς να εύρωσι το Βρέφος, και επειδή δεν επέστρεψαν εις τον Ηρώδην, εθυμώθη και απέκτεινε τους παίδας. Ο δε Ιωσήφ, κατά το θείον πρόσταγμα, παραλαβών την Παρθένον και το Βρέφος, έφυγεν εις την Αίγυπτον, και ήτο εκεί έως ου απέθανεν ο Ηρώδης, βασιλεύσας χρόνους τριάκοντα επτά. Μετά δε τον θάνατον του Ηρώδου εμοίρασαν την βασιλείαν οι τέσσαρες υιοί του, εις τέσσαρα μέρη· δια τούτο και ωνομάζοντο Τετράρχαι, ότι έκαστος εξ αυτών ώριζε το τέταρτον της αρχής και εξουσίας του Ηρώδου. Και πρώτος μεν ήτο ο Αρχέλαος, δεύτερος δε άλλος Ηρώδης, όστις απεκεφάλισεν Ιωάννην τον Πρόδρομον, τρίτος ο Φίλιππος, και τέταρτος ο Λυσανίας. Τότε ο Ιωσήφ επέστρεψεν από την Αίγυπτον μετά της Παρθένου και του Χριστού, όντος τετραετούς· και επειδή εβασίλευεν ο Αρχέλαος επί της Ιουδαίας, φοβηθείς επήγε και κατώκησεν εις την Ναζαρέτ. Εις δε τον όγδοον χρόνον της τετραρχίας του Αρχελάου, εδίδαξεν ο Χριστός εις το Ιερόν, ετών υπάρχων δώδεκα κατά την σωματικήν ηλικίαν· μετ’ ου πολύ δε και ο Ιωσήφ απέθανεν. Ο δε Αρχέλαος, βασιλεύσας τα πάντα έτη εννέα, απέθανεν άτεκνος· και ο Καίσαρ Αύγουστος τεσσαράκοντα έξ έτη κρατήσας της βασιλείας, ετελεύτησε, διαδεχθέντος αυτόν του υιού αυτού Τιβερίου. Ο δε Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήτο τότε κατά το ανθρώπινον ετών δέκα πέντε. Τιβέριος δε ο Καίσαρ, λαβών την βασιλείαν του πατρός αυτού, επειδή είχε φίλον τον Πιλάτον, τον έκαμεν ηγεμόνα της Ιουδαίας· ο δε Πιλάτος ήτο από μίαν νήσον, η οποία ονομάζεται Ποντία, και είναι εις το Τυρρηνικόν πέλαγος. Εις δε τον δέκατον πέμπτον χρόνον της βασιλείας του Καίσαρος Τιβερίου, κατά την ιστορίαν του Ευαγγελιστού Λουκά, ήλθεν ο Πρόδρομος Ιωάννης, κατ’ αποκάλυψιν Θεού, κηρύσσων Βάπτισμα μετανοίας εις τον λαόν εις όλην την Ιουδαίαν· εβαπτίσθη δε ο Κύριος υπ’ αυτού, ετών υπάρχων τριάκοντα, και από τότε ήρχισε να ποιή και να διδάσκη όσα γράφει το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον. Εις δε τας ημέρας εκείνας, ο Ηρώδης ο Β΄, ο υιός του Ηρώδου του βρεφοκτόνου, εξεδίωξε την γυναίκα του την νόμιμον, η οποία ήτο θυγάτηρ του Αρέτα του βασιλέως, περί του οποίου γράφει ο Απόστολος Παύλος εις την προς Κορινθίους δευτέραν επιστολήν, εν κεφαλαίω ια΄, 32, έλαβε δε εις γυναίκα την Ηρωδιάδα, την γυναίκα του αδελφού αυτού Φιλίππου, τούτου έτι ζώντος· δια τούτο τον ήλεγχε και ο Πρόδρομος, ως παράνομον και μοιχόν. Εις δε τον δέκατον όγδοον χρόνον της βασιλείας του Καίσαρος Τιβερίου εσταυρώθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπό των Χριστοκτόνων Ιουδαίων, κατά την φύσιν της σαρκός. Ότε δε ανέστη εκ των νεκρών, τότε οι Ιουδαίοι, από τον φθόνον των, έδωκαν χρήματα εις τους φύλακας στρατιώτας, να διαβάλουν την Ανάστασιν του Χριστού, και να είπουν ότι τον έκλεψαν οι Απόστολοι. Μρτά δε την Ανάληψιν του Κυρίου, βλέποντες πάλιν ότι γίνονται άπειρα θαύματα υπό των Αγίων Αποστόλων, συνεβουλεύθησαν να κρύψουν τον Τάφον του Χριστού και τον Τίμιον Σταυρόν, ίνα μη, μεταβαίνοντες εκεί οι Χριστιανοί, προσκυνώσι. Τότε συναθροισθέντες όλοι οι φθονεροί Ιουδαίοι παρέχωσαν τον Τάφον του Χριστού και τον τόπον του Κρανίου, εις τον οποίον κατέκειτο ο Τίμιος Σταυρός. Και αυτοί μεν το έκαμαν από φθόνον, νομίζοντες ότι θα παύση μετά ταύτα και το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Ο δε Θεός επέτρεψε τούτο δια λόγον μυστικώτερον, διότι, ως καρδιογνώστης και παντογνώστης, προεγνώριζεν ότι μέλλει η Ιερουσαλήμ να κατακαή και να ερημωθή υπό των εθνών, και δια να μη κατακαύσουν και τον Τίμιον Σταυρόν, ηυδόκησε και ηθέλησε να τον παραχώσωσιν οι αγνώμονες Ιουδαίοι, ίνα μη ευρεθείς εις τον καιρόν της αιχμαλωσίας κατακαή και ζημιωθώσιν οι Χριστιανοί το τοιούτον ζωοπάροχον δώρημα. Και ταύτα μεν ούτως εγένοντο. Ο δε Πιλάτος έγραψεν εις τον Καίσαρα Τιβέριον όλα όσα έγιναν εις τον καιρόν της Σταυρώσεως του Χριστού και ότι θαύματα μεγάλα γίνονται από τους Μαθητάς Του. Ο δε Τιβέριος, ως ήκουσεν, επίστευσεν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και εσκέφθη να τον ανακηρύξη Θεόν δια βασιλικού προστάγματος, πλην οι άρχοντές του οι Ρωναίοι ηναντιώθησαν εις τούτο, λέγοντες ότι δεν πρέπει μόνον εξ ακοής παρευθύς να πιστεύσωμεν τον Χριστόν ως Θεόν, εάν δεν ίδωμεν και κανένα από τους Μαθητάς Του να θαυματουργήση. Και οι μεν άρχοντες της Βουλής τούτο είπον, εκείνος δε, μέσα του βεβαίως, εκράτει την πίστιν τού Χριστού, ώστε, ει τις ήρχετο εις αυτόν και ενεκάλει Χριστιανόν, τον απεδίωκεν. Ως δε έμαθεν, ότι ο Ηρώδης συνεφώνησεν εις τον φόνον του Χριστού, ότι δια την παράνομον μοιχείαν του πολλά κακά εγένοντο εις την Ιερουσαλήμ, και ότι δια τον έλεγχον της παρανομίας ταύτης εφόνευσε και τον Πρόδρομον Ιωάννην, ηγανάκτησε πολύ και έστειλε στρατιώτας δια να τον φέρωσι δεδεμένον εις την Ρώμην μετά της μοιχαλίδος Ηρωδιάδος. Όταν δε τους έφεραν, τον μεν Ηρώδην εξώρισεν εις την Ισπανίαν και εκεί ετελεύτησε, την δε Σαλώμην, την θυγατέρα της Ηρωδιάδος, ήτις ωρχήσατο εις το συμπόσιον, την κατέπιεν η γη, έτι ζώσης της μητρός αυτής. Απέθανε δε ο Τιβέριος, βασιλεύσας έτη είκοσι δύο και εβασίλευσεν αντ’ αυτού εις την Ρώμην ο Γάϊος έτη τέσσαρα. Ούτος ήτο άνθρωπος σκληρός και υπερήφανος και ετιμώρησε και τον Πιλάτον· οι δε Ιουδαίοι έτι περισσότερον απεστάτουν και ητάκτουν, ώστε οι Ρωμαίοι πολλούς απ’ αυτούς εφόνευσαν. Ο Γάϊος ούτος εχειροτόνησεν εις όλας τας τετραρχίας ηγεμόνα τινά, Αγρίππαν και Ηρώδην λεγόμενον, ο οποίος ήτο υιός του Αριστοβούλου· αυτός εφόνευσε και τον υιόν του Ζεβεδαίου Ιάκωβον τον Απόστολον, επεχείρησε δε να θανατώση και τον Απόστολον Πέτρον, αλλά Άγγελος Κυρίου τον ηλευθέρωσεν από τα δεσμά, καθώς το διηγούνται αι Πράξεις των Αποστόλων. Έλαβε δε και ο ίδιος κακόν θάνατον, διότι το σώμα του ανέβρυσε σκώληκας, οίτινες τον κατέφαγον ζώντα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο και ο δίκαιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο οποίος εγκατέστη Επίσκοπος υπό του Κυρίου εις τα Ιεροσόλυμα. Οι δε Ιουδαίοι έκτοτε δεν ησύχασαν, αλλά έχοντες φθόνον προς τον Χριστόν και προς τους Μαθητάς Αυτού, ολονέν σκάνδαλα και αταξίας έκαμναν εις την Ιερουσαλήμ. Εις δε τας ημέρας εκείνας παρέλαβε την ηγεμονίαν της Ιουδαίας, αντί Ηρώδου και Αγρίππα άνθρωπος τις έτερος, λεγόμενος και αυτός Αγρίππας· ούτος είχε γυναίκα, ονόματι Βερενίκην, περίων και αι Πράξεις των Αποστόλων γράφουσιν εις το εικοστόν πέμπτον κεφάλαιον. Απέθανε δε και ο Γάϊος και εβασίλευσεν αντ’ αυτού ο Κλαύδιος έτη δέκα τέσσαρα. Επί τούτου εγένετο λιμός μέγας (πείνα) εις όλην την οικουμένην, κατά την προφητείαν του Αγγαίου, οι δε Ιουδαίοι δεν έπαυον τας αταξίας των, ως εκ τούτου δε ηναγκάσθη ο Κλαύδιος να αποστείλη εις τους τοπάρχας της Ιουδαίας διαταγήν, όπως φονεύουν άνευ λύπης τους Ιουδαίους. Δια τούτο και πολλαί συνοικίαι των Εβραίων ηρημώθησαν εις την Ιερουσαλήμ. Όσοι δε Εβραίοι κατώκουν εις την Ρώμην, κακώς έχοντες απεδιώχθησαν απ’ εκεί. Ταύτα δε όλα τα έπαθον δια την Χριστοκτονίαν, την οποίαν εποίησαν. Απέθανε δε και ο Κλαύδιος, και εβασίλευσεν αντ’ αυτού ο Νέρων έτη δέκα τέσσαρα. Αυτός ήτο κατά πολύ πονηρότερος και ασεβέστερος των προκατόχων του και πρώτος ήγειρε διωγμόν κατά των Χριστιανών· ούτος εθανάτωσε και τους πρωτοκορυφαίους Αποστόλους Πέτρον και Παύλον, και άλλους πολλούς Ρωμαίους. Τότε και ο ηγεμών της Ιουδαίας, Φήστος λεγόμενος, ετελεύτησε. Μετά δε τον θάνατον του Φήστου, οι Ιουδαίοι ευρόντες ευκαιρίαν κατάλληλον δι’ αναρχίαν, επροξένησαν μεγάλας ταραχάς εις την Ιερουσαλήμ, εφόνευσαν και τον Αδελφόθεον Ιάκωβον και κατεδίωξαν τους άλλους Αποστόλους, και κατ’ ολίγον απεστάτησαν παντελώς από της Ρώμης. Ταύτα ως έμαθεν ο Νέρων απέστειλε διάταγμα προς τον στρατηγόν της Ανατολής, Ουεσπασιανόν λεγόμενον, όπως εκστρατεύση κατά των Ιουδαίων και τους εξολοθρεύση παντελώς. Οι δε Ιουδαίοι, ως έμαθον την οργήν του βασιλέως, όσοι ηδύναντο κατέφυγον εις την Ιερουσαλήμ, διότι ήτο τότε περιτετειχισμένη και ωχυρωμένη με πύργους μεγάλους. Ο Ουεσπασιανός πορευθείς εις την Ιουδαίαν ηφάνισε πρώτον και κατέκαυσεν όλας τας πόλεις της Γαλιλαίας, είτα εβάδισε κατά της Ιερουσαλήμ· επειδή όμως αύτη ήτο καλώς ωχυρωμένη, δεν ηδυνήθη να την καταλάβη, μάλλον δε οι Ιουδαίοι, εξορμήσαντες ημέραν τινά, εφόνευσαν πολλούς Ρωμαίους. Τούτου ένεκεν ήλλαξε πορείαν ο Ουεσπασιανός και κατηυθύνθη εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης, δια να αναπαύση τον στρατόν του. Κατ’ εκείνας τας ημέρας απέθανε και ο Νέρων, εβασίλευσε δε ο Γάλβας μήνας επτά· εφονεύθη όμως και εκείνος και εβασίλευσεν ο Όθων μήνας τρεις. Επειδή δε τα πράγματα ήσαν εις μεγάλην ακαταστασίαν και απεστάτησαν και οι βάρβαροι, δια τούτο οι στρατιώται της Ανατολής, όσοι ήσαν μετά του Ουεσπασιανού, παρακινηθέντες εχειροτόνησαν βασιλέα τον Ουεσπασιανόν, με το θέλημα των αρχόντων και εξουσιαστών της Ανατολής. Απελθών δε ο Ουεσπασιανός εις την Ρώμην ανηγόρευσε Καίσαρας τους δύο υιούς του, Τίτον και Δομετιανόν, και τον μεν Τίτον αφήκε να πολεμή εις τα Ιεροσόλυμα, τον δε Δομετιανόν απέστειλε κατά των βαρβάρων. Ότε δε προσήγγιζεν ο Ουεσπασιανός εις την Ρώμην, οι Ρωμαίοι φονεύσαντες τον Όθωνα υπεδέξαντο αυτόν μετά μεγάλης τιμής και δόξης. Καθεσθείς ούτος επί του θρόνου, κατέσφαξε πάντας τους εναντίους· όθεν ηρέμησαν τα πράγματα και έπαυσαν αι ακαταστασίαι. Επολιόρκει δε ο Τίτος τα Ιεροσόλυμα χρόνους δύο, κατά το διάστημα των οποίων οι Εβραίοι εκινδύνευσαν τόσον από την πείναν, ώστε ηναγκάσθησαν να τρώγουν και αυτά τα τέκνα των. Καταβαλών τέλος αυτούς ο Τίτος, εκυρίευσε τα Ιεροσόλυμα και θέσας πυρ κατέκαυσεν άπασαν την πόλιν ομού μετά του ιερού, ώστε δεν απέμεινε λίθος επί λίθου· και επληρώθη ο λόγος του Κυρίου ειπόντος, ότι «Ου μηαφεθή ώδε λίθος επί λίθον, ος ου καταλυθήσεται» (Ματθ. κδ: 2). Μετά την άλωσιν της Ιερουσαλήμ, επανελθόντες οι Χριστιανοί εις την Σιών, προέβλον Επίσκοπον τον Συμεών, τον υιόν του Κλεώπα, ο οποίος ήτο και εξάδελφος του Κυρίου κατά το ανθρώπινον, διότι ο Κλεώπας ήτο αδελφός του Ιωσήφ του μνήστορος. Γίνονται δε από του σωτηρίου Πάθους του Χριστού μέχρι της αλώσεως των Ιεροσολύμων έτη τεσσαράκοντα. Ο δε Ουεσπασιανός βασιλεύσας έτη δέκα απέθανε, και εβασίλευσεν ο Δομετιανός. Ούτος προέβη εις αμείλικτον εξόντωσιν των Εβραίων, διατάξας, όπου ανεύρισκον Ιουδαίον, να τον φονεύωσιν· ομοίως και κατά των Χριστιανών διωγμόν μέγαν εκίνησε· βραδύτερον όμως μεταμεληθείς κατέπαυσε τον κατά των Χριστιανών διωγμόν· απέθανε δε και ούτος βασιλεύσας έτη δώδεκα. Μετά τούτον εβασίλευσεν ο Νέρβας χρόνον ένα, και απέθανε, εβασίλευσε δε αντ’ αυτού ο Τραϊανός έτη είκοσιν. Ούτος ήγειρε τον μέγιστον εκείνον κατά των Χριστιανών διωγμόν, όστις πολλούς Χριστιανούς ανέδειξε Μάρτυρας. Αλλά οι άρχοντές του, βλέποντες τας πολλάς τιμωρίας των Χριστιανών, ελυπήθησαν και τον κατέπεισαν να παύση τον διωγμόν, όπερ και εγένετο. Εις τον καιρόν του αυτοκράτορος τούτου Τραϊανού εμαρτύρησεν ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος εις την Ρώμην και άλλοι πολλοί. Μετά τον θάνατον του Τραϊανού εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο Ανδριανός, ο λεγόμενος Αίλιος. Ούτος προσεβλήθη εκ βαρείας ασθενείας· όθεν περιερχόμενος από πόλεως εις πόλιν και ζητών ιατρείαν, μετέβη και εις την Ιερουσαλήμ· επειδή δε την είδε κατεστραμμένην, προσέταξε να την ανακτίσουν, εκτός του Ναού. Ως δε ήκουσαν οι Ιουδαίοι, ότι κτίζεται η Ιερουσαλήμ, συνήχθησαν πλήθος μέγα, και κατώκησαν εκεί· ο διάβολος όμως, όστις τους επολέμει απ’ αρχής, δεν τους αφήκε και πάλιν να ειρηνεύσουν· όθεν απεστάτησαν εκ νέου από τους Ρωμαίους, και έκαμαν ιδικόν των βασιλέα, άνθρωπόν τινα Βαρχολιβάν λεγόμενον. Ταύτα ως έμαθεν ο Αδριανός εξαπέστειλε κατ’ αυτών στρατεύματα αρκετά, και απέκλεισαν την Ιερουσαλήμ, έως ου από πείναν και δίψαν απέθανε πας ο λαός. Αυτή ήτο η τελειωτική ερήμωσις της Ιουδαίας· διότι ως εξωλοθρεύθησαν οι Ιουδαίοι και η πόλις ηρημώθη παντελώς, διέταξεν ο Καίσαρ τους Έλληνας να κατοικήσωσιν αυτοί, έγραψε δε και νόμον απαγορευτικόν, ότι πλέον Ιουδαίος να μη κατοική εις την Ιερουσαλήμ. Οι δε οικήτορες της Ιερουσαλήμ, επειδή ήσαν αλλόφυλοι, έστησαν και είδωλον του βασιλέως Ανδριανού. Τότε επληρώθη ο λόγος του Κυρίου, ειπόντος εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον· «Όταν ουν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως, το ρηθέν δια Δανιήλ του Προφήτου, εστώς εν τόπω αγίω… τότε οι εν τη Ιουδαία φευγέτωσαν εις τα όρη» (Ματθ. κδ: 15). Βδέλυγμα της ερημώσεως το είδωλον του Καίσαρος Ανδριανού ονομάζει ο Κύριος, όπερ έστησαν τότε οι Έλληνες εν τω ιερώ, ερημωθείσης της Ιερουσαλήμ. Από της πρώτης καταστροφής των Ιεροσολύμων, ήτις εγένετο υπό του Τίτου, του υιού του Ουεσπασιανού, έως ταύτης της δευτέρας ερημώσεως, παρήλθον χρόνοι πεντήκοντα. Τότε συναχθέντες οι Χριστιανοί εις την Ιερουσαλήμ εχειροτόνησαν Επίσκοπον Μάρκον τινά, άνδρα κατά πάντα αγιώτατον. Μαθόντες δε και εκ παραδόσεως τον τόπον του Γολγοθά, όστις ήτο κεχωσμένος υπό των Εβραίων, ως προείπομεν, μετέβαινον εκεί εις προσκύνησιν. Αλλ’ οι ειδωλολάτραι, φθονούντες τους Χριστιανούς, υποκινούμενοι δε και υπό του διαβόλου, έκτισαν εκεί ναόν της ακαθάρτου Αφροδίτης· όθεν οι Χριστιανοί, αποστρεφόμενοι τον τόπον, μετά παρέλευσιν καιρού ελησμόνησαν παντελώς που ήτο ο τόπος όπου εσταυρώθη ο Χριστός. Αποθανόντος δε του Ανδριανού, εβασίλευσεν ο Αντώνιος, ο επιλεγόμενος Ευσεβής, χρόνους είκοσιν ένα. Μετά δε τον θάνατον τούτου, εβασίλευσεν ο Μάρκος Αυρήλιος Ουάρων, και Αντώνιος ο υιός αυτού, ομού μετά του Λουκίου του αδελφού αυτού χρόνους δέκα εννέα. Ως δε απέθανεν ο Ουάρων, διεδέξατο την ηγεμονίαν ο Κόμμοδος χρόνους δώδεκα. Μετά τούτον εβασίλευσεν ο Περτίναξ μήνας εξ. Μετά τούτον εβασίλευσεν ο Σεβήρος χρόνους δέκα οκτώ. Τελευτήσαντος δε και τούτου, εβασίλευσεν ο Αντώνιος ο Καράκαλος χρόνους επτά. Τούτον διαδέχθη ο Μακρίνος, όστις εβασίλευσε χρόνον ένα. Μετά τούτον εβασίλευσεν άλλος Αντώνιος, ο επιλεγόμενος Ηλιογάβαλος, χρόνους τέσσαρας. Μετά δε τούτον εβασίλευσεν Αλέξανδρος Σεβήρος, ο υιός της Μαμμαίας, έτη δέκα τρία. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο ειρήνη πολλή εις τους Χριστιανούς, διότι η μήτηρ του βασιλέως, Μαμμαία ονόματι, ήτο ευσεβής και Ορθόδοξος. Μετά δε τον θάνατον του Αλεξάνδρου, εβασίλευσεν ο Μαξιμίνος χρόνους τρεις. Ούτος, καθό ειδωλολάτρης, πολλά επείραξε τους Χριστιανούς, και διέταξεν, όπουευρίσκεται Χριστιανός να τον φονεύωσι. Τελευτήσαντος δε και τούτου, παραλαμβάνει την αρχήν των Ρωμαίων ο Πουπιανός και ο Βαλβίνος, μήνας τρεις. Τούτους διαδέχεται ο Γορδιανός, χρόνους εξ. Μετά τον Γορδιανόν εβασίλευσεν Φίλιππος ο αυτοκράτωρ χρόνους επτά. Ούτος ήτο ευσεβής Χριστιανός, αλλά ο υπηρέτης του διαβόλου  Δέκιος, φονεύσας αυτόν, εκράτησε την βασιλείαν χρόνους δύο. Ούτος ήτο φανατικός ειδωλολάτρης, και ετιμώρει τους Χριστιανούς, ούτως ώστε πολλοί εγένοντο Μάρτυρες εις τον καιρόν του. Μετά δε τούτον εβασίλευσε ο Τριβωνιανός Γάλλος, χρόνους τρεις. Τούτον διεδέξαντο Ουαλεριανός και Γαλλιηνός χρόνους δεκαπέντε. Ούτος εκίνησε μέγαν διωγμόν κατά των Χριστιανών. Μετά τούτον εβασίλευσεν ο Κλαύδιος, έτη δύο. Τούτου διάδοχος εγένετο Αυρηλιανός, χρόνους εξ. Μετά τούτον εβασίλευσε Τάκιτος και Φλωριανός μήνας εννέα. Μετά τούτον εβασίλευσεν Πρόβος έτη εξ. Τούτου δε τελευτήσαντος, την βασιλείαν διεδέξατο ο Κάρος, μετά των υιών αυτού Καρίνου και Νουμεριανού έτη δύο. Μετά τούτους εβασίλευσεν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός ο Ερκούλιος (Ηρακλής), το ζεύγος του διαβόλου, χρόνους είκοσιν, έχοντες ως συμβοηθούς τούς ονομαζομένους τότε καίσαρας τον Μαξιμιανόν Γαλέριον και τον Κωνστάντιον τον Χλωρόν. Ούτοι, πλην του Κωνσταντίου του Χλωρού, όστις εβασίλευσεν εις τα δυτικώτατα μέρη, εκίνησαν μέγαν διωγμόν κατά των Χριστιανών, είναι δε αναρίθμητοι οι κατά τας ημέρας αυτών γενόμενοι Μάρτυρες. Μετά ταύτα παραιτηθέντων και αποσυρθέντων κατά το έτος τε΄ (305) του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού Ερκουλίου παρέλαβε την βασιλείαν της Ανατολής μόνος ο μέχρι τότε καίσαρ Μαξιμιανός ο λεγόμενος Γαλέριος, εις δε την Ρώμην ανεκηρύχθη βασιλεύς ο Σεβήρος, τον οποίον όμως εξέβαλεν εντός ολίγου ο Μαξέντιος, ο υιός τού Ερκουλίου Μαξιμιανού, και εβασίλευσεν αυτός χρόνους εξ. Ο μεν λοιπόν Μαξιμιανός διέτριβεν εις τα μέρη της Ανατολής, ο δε Μαξέντιος εις την Ρώμην, ήσαν δε και οι δύο ούτοι άγρια θηρία κατά των Χριστιανών. Συνεβασίλευσε δε τότε ομού με τους προαναφερθέντας εις τα δυτικώτατα μέρη της αυτοκρατορίας, ως ανωτέρω είπομεν, δηλαδή εις την Βρεττανίαν, ήτοι την Αγγλίαν, την Γαλλίαν, την Ισπανίαν και την Πορτογαλίαν, ο Κωνστάντιος, ο επιλεγόμενος Χλωρός, ο πατήρ του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος ήτο άνθρωπος πραότατος και γαληνότατος και ηγάπα τους Χριστιανούς. Ο δε Κωνσταντίνος, ο υιός αυτού, έτι νέος ων, ανετρέφετο ως όμηρος εις την αυλήν του βασιλέως της Ανατολής Διοκλητιανού και κατόπιν του Μαξιμιανού του Γαλερίου εκπαιδευόμενος εις την ελληνικήν σοφίαν. Βλέπων δε τα μαρτύρια των Χριστιανών, ελυπείτο σφόδρα, διότι παιδιόθεν εμίσει το κακόν, ο δε Μαξιμιανός ουχί μόνον τους Χριστιανούς εβασάνιζε και εθανάτωνε, δια να λαμβάνη τον βίον των, αλλά ήτο και γυναικομανής κατά πολλά, ώστε και οι άρχοντές του μεγάλους αγώνας είχον, που να κρύψωσι τας γυναίκας και τας θυγατέρας αυτών από το πρόσωπόν του το μιαρόν. Βλέπων δε ούτος τον Κωνσταντίνον, ότι ηύξανεν εις την σωματικήν ηλικίαν, τον εφθόνησε, και εσκέφθη να τον φονεύση δολίως, διότι του είπον οι μάντεις, ότι όταν αυτός λάβη την βασιλείαν, μέλλει να καταργήση και την ειδωλολατρίαν. Ο Πανάγαθος όμως Θεός, προμηθούμενος δια τους Χριστιανούς, εφανέρωσεν εις αυτόν την βουλήν του ασεβεστάτου Μαξιμιανού, και δια τούτο ο Μέγας Κωνσταντίνος φυγών μετέβη εις την Πορτογαλίαν, προς συνάντησιν του πατρός του, και τον εύρεν ασθενή. Ευχαριστήσας δε τον Θεόν ο Κωνστάντιος, διότι τον απήλαυσεν υγιή, παρέδωκεν εις αυτόν την βασιλείαν, και μετ’ ου πολλάς ημέρας απέθανεν. Ανηγορεύθη δε βασιλεύς ο Μέγας Κωνσταντίνος κατά την 25ην Ιουλίου του έτους τστ΄ (306) από Χριστού Γεννήσεως. Ο δε Μαξέντιος, ο βασιλεύς της Ρώμης, κατά πολλά εδίωκε τους Χριστιανούς, και πολλούς εξώριζεν αδίκως, διαρπάζων τον πλούτον των· και όχι μόνον ταύτα εποίει, αλλά και γυναίκας αρχόντων εμίαινε, και άλλα πολλά ανόσια και παράνομα έργα έκαμεν, άτινα περιττόν είναι να διηγήται τις. Όθεν οι Ρωμαίοι, ακούοντες περί του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ότι είναι άνθρωπος πράος και δικαιότατος, έστειλαν δέησιν προς αυτόν και γράμματα, παρακαλούντες αυτόν όπως υπάγη και τους ελευθερώση από τον ανοσιώτατον Μαξέντιον. Ταύτα ως είδεν ο Μέγας Κωνσταντίνος, και λυπηθείς τα δάκρυά των, εφρόντιζε μεν πώς να τους ελευθερώση, εφοβείτο όμως τας δαιμονικάς φαντασίας του ασεβεστάτου Μαξεντίου. Ευρισκόμενος όθεν εις σκέψιν μεγάλην και φροντίδα περί του πρακτέου, είδε μίαν ημέραν εν πλήρει μεσημβρία, εκεί όπου είχε στρατοπεδεύσει μετά του στρατεύματός του, ένα Σταυρόν εις τον ουρανόν κατεσκευασμένον εκ φωτός και έχοντος πέριξ αυτού γράμματα εξ αστέρων και γράφοντα ταύτα· ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕ, ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ. Έμφοβος δε γενόμενος ο βασιλεύς, ηρώτα τους στρατιώτας, εάν είδον και αυτοί το σημείον τούτο, εκείνοι δε είπον, ότι πράγματι πάντες οφθαλμοφανώς το είδομεν. Τότε ο βασιλεύς, γενόμενος εύθυμος και χαράς απείρου πλησθείς, εθάρρει να νικήση τον Μαξέντιον. Κατά δε την νύκτα εκείνην εφάνη εις αυτόν και ο Κύριος εν οράματι, και είπεν εις αυτόν· «Κωνσταντίνε, ποίησον το σημείον όπερ εφάνη εις τον Ουρανόν, και τότε θέλεις νικήσει πάντας τους εχθρούς σου δι’ αυτού». Ότε δε εγένετο ημέρα, διέταξεν ο Κωνσταντίνος να κάμουν ένα Σταυρόν χρυσούν και να τον προσαρμόσουν επί κοντού δια να τον βαστάζωσιν έμπροσθεν του βασιλέως· και ο μεν Μέγας Κωνσταντίνος, ελπίζων εις την δύναμιν του ζωοποιού Σταυρού, μάλλον δε του εν αυτώ σταυρωθέντος Χριστού, εβάδιζε θαρραλέως κατά του μιαρού Μαξεντίου. Εκείνος δε ο ασεβής, θαρρών εις την συνεργίαν των ακαθάρτων δαιμόνων, εξήλθε της Ρώμης αποφασισμένος να συνάψη πόλεμον μετά του Κωνσταντίνου, κατεσκεύασε δε και μίαν γέφυραν μεγάλην εις τον ποταμόν Τίβεριν δια να διέλθη το στράτευμά του. Τι όμως ωκονόμησεν ο Θεός; Κατ’ αυτήν ταύτην την πρώτην ημέραν, η οποία ήτο η 28η Οκτωβρίου του έτους 312, κατά την οποίαν έκαμαν τον πόλεμον, ενικήθη ο μιαρός Μαξέντιος· και ενώ έφευγε δια να έμβη εις την Ρώμην, διερράγη η γέφυρα, και κατέπεσεν εις τον ποταμόν με όλους τους εκλεκτούς αυτού και επνίγη. Τότε οι Ρωμαίοι, στεφανώσαντες την πόλιν, ήνοιξαν τας πύλας, και υπεδέχθησαν μετά χαράς μεγάλης τον Μέγαν Κωνσταντίνον, επανηγύρισαν δε επί επτά ημέρας, τρώγοντες και πίνοντες δια την χαράν του Βασιλέως· ήτο δε ο έβδομος χρόνος της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο δε Γαλέριος Μαξιμιανός, ακούσας τα εν Ρώμη συμβάντα, εγένετο έμφοβος, αναμένων ότι εις ολίγας ημέρας θα υποστή και αυτός τα όμοια. Ο δε Μέγας Κωνσταντίνος, έχων ως όπλον ακαταμάχητον τον Τίμιον Σταυρόν, ώρμησε και κατ’ εκείνου· είχε δε τότε συμπολεμούντα και υπερμαχούντα αυτού εις τους πολέμους τούτους τον Λικίνιον, ο οποίος προσεποιείτο ότι λυπείται τους Χριστιανούς. Ότε λοιπόν συνηντήθησαν τα δύο στρατεύματα, του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του ασεβούς Μαξιμιανού, παρευθύς μόνον ως εφάνη το σημείον του Τιμίου Σταυρού, και είδον οι στρατιώται του Μαξιμιανού, ώρμησαν εις φυγήν, ώσπερ υπό πυρός διωκόμενοι. Οι δε στρατιώται του Μεγάλου Κωνσταντίνου, καταδιώξαντες αυτούς, εφόνευσαν πλήθος μέγα εξ αυτών, όσοι δε συνελήφθησαν αιχμάλωτοι προσεκύνησαν τον Μέγαν Κωνσταντίνον. Τότε ο μιαρός Μαξιμιανός, ρίψας το στέμμα της βασιλείας, όπερ αναξίως εφόρει, δια να μη γνωρισθή, έφευγεν από χώρας εις χώραν. Συνάξας δε τους μάγους και μάντεις των δαιμόνων, όσους πρότερον ετίμα, τους εφόνευσεν όλους ως πλάνους, διότι τον εξηπάτησαν προφητεύοντες λόγους ψευδείς και τον παρεκίνησαν εις πόλεμον κατά του ευσεβούς Κωνσταντίνου. Τέλος, οργή Θεού καταλαλαβούσα αυτόν, τον απεστέρησε της παρούσης ζωής και τον παρέπεμψεν εις την αιώνιον κόλασιν. Ότε λοιπόν εξωλοθρεύθησαν οι τύραννοι και ο Μέγας Κωνσταντίνος κατέστη κοσμοκράτωρ, πλήρης ειρήνη και ευταξία εβασίλευεν εις τον κόσμον, και μάλιστα οι Χριστιανοί είχον μεγάλην άνεσιν, και καθ΄ εκάστην επληθύνοντο. Ο δε Μέγας Κωνσταντίνος, επειδή τον εβοήθησεν εις τον πόλεμον ο Λικίνιος, έδωκεν εις αυτόν γυναίκα την αδελφήν του Κωνσταντίαν, του προσέφερε δε και τμήμα της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δια να βασιλεύη επ’ αυτού. Εκείνος όμως, ακάθαρτος ων, ηθέλησε να κάμη τα όμοια του Μαξεντίου και του Μαξιμιανού, μάλιστα δε ηγωνίζετο να υπερβάλη αυτούς εις την κακίαν· ήτο δε και εχθρός μέγας και διώκτης των Χριστιανών. Ως δε επληροφορήθη ταύτα ο Μέγας Κωνσταντίνος, έγραψεν εις αυτόν να παύση τας κακοπραγίας του· εκείνος όμως έτι περισσότερον εξηγριώνετο και εγένετο θηριώδης κατά των Χριστιανών, εκίνησε μάλιστα και πόλεμον φανερόν κατά του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο δε Μέγας Κωνσταντίνος δια της δυνάμεως του Τιμίου Σταυρού ενίκησε και τον ασεβή Λικίνιον και τον συνέλαβεν αιχμάλωτον, πλην εκ της μεγάλης του αγαθότητος δεν τον εφόνευσεν, αλλά τον εξώρισεν εις την μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκης. Ούτος όμως ούτε εκεί έπαυεν από τας εχθροπραξίας του, μάλιστα δε και στρατεύματα συνήθροιζε δολίως προς πόλεμον κατά του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όστις ως επληροφορήθη τούτο διέταξε και τον απεκεφάλισαν· έκτοτε ειρήνη μεγάλη και ησυχία επαγιώθη εις τον κόσμον και ιδιαιτέρως εις τους Χριστιανούς, οίτινες αγρίως εδιώχθησαν. Κατά την εποχήν εκείνην Επίσκοπος Ιεροσολύμων ήτο ο θείος Μακάριος. Ως έγινεν ο Μέγας Κωνσταντίνος μονοκράτωρ, έστρεψε την μέριμνάν του πάσαν περί τα θεία· και πρώτον μεν εξέδωκε διάταγμα παρέχων πλήρη ελευθερίαν εις τους Χριστιανούς, να κυριεύωσιν οι Χριστιανοί τους ναούς των ειδώλων και να τους κάμνωσιν Εκκλησίας Αγίων· όσοι δε προσκυνούσι τα είδωλα, να τιμωρώνται τελικώς· δεύτερον νόμον έγραψεν, ότι μόνον οι Χριστιανοί να στρατεύωνται και να γίνωνται ηγεμόνες και εξουσιασταί πόλεων· τρίτον νόμον έγραψεν, ότι οι Χριστιανοί να μη δουλεύωσι παντελώς την Μεγάλην Εβδομάδα και την εβδομάδα του Πάσχα. Τούτων ούτω γενομένων, πολλοί των Ελλήνων προσήρχοντο εις την ευσέβειαν και εγίνοντο Χριστιανοί, όθεν ηύξανεν η πίστις των Χριστιανών. Βλέπων ο μισόκαλος διάβολος, ότι οι μεν υπηρέται του βασιλείς εξωλοθρεύθησαν, η δε πίστις των Χριστιανών αυξάνει, δεν ηδύνατο πλέον να υπομείνη, δια τούτο εζήτει τρόπον να συγχύση πάλιν τους Χριστιανούς, και να λυπήση τον Μέγαν Κωνσταντίνον. Όθεν ευρών δοχείον πονηρόν, τον ασεβέστατον Άρειον, ο οποίος ήτο Πρωτοπρεσβύτερος της Αλεξανδρείας, εδίδαξεν αυτόν να κηρύττη αίρεσιν και να λέγη, ότι ο Χριστός είναι κτίσμα του Θεού, και ότι ήτο ποτέ καιρός κατά τον οποίον δεν υπήρχεν ο Υιός και Λόγος του Θεού, έτι δε ότι άλλης φύσεως είναι ο Πατήρ, και άλλης ο Υιός, και άλλα τοιαύτα. Ηκολούθησαν δε εις το σαπρόν τούτο δόγμα, υποκικούμενοι και αυτοί υπό του σατανά, πολλοί και μεγάλοι άνθρωποι και σοφοί, εξόχως δε ο Νικομηδείας Μητροπολίτης Ευσέβιος, και άλλος Ευσέβιος, ο λεγόμενος του Παμφίλου, και ο Θέογνις Μητροπολίτης Νικαίας. Βλέπων δε ο Μέγας Κωνσταντίνος την σύγχυσιν των Εκκλησιών, ώρισε να γίνη Σύνοδος Οικουμενική εν Νικαία, δια να εξετασθώσιν οι λόγοι του Αρείου. Συνήχθησαν όθεν Αρχιερείς και Πατέρες τιη΄ (318), οίτινες ερευνήσαντες τα δόγματα του Αρείου, εύρον ότι ταύτα ήσαν έξω της Ορθοδοξίας. Τότε τον μεν Άρειον και τους ακολούθους του ανεθεμάτισαν, έγραψαν δε και το άγιον Σύμβολον, τουτέστι το ΠΙΣΤΕΥΩ ΕΙΣ ΕΝΑ ΘΕΟΝ, μέχρι του «και εις το Πνεύμα το Άγιον». Ήτο δε τότε το δέκατον ένατον έτος της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετά το πέρας των εργασιών της Αγίας ταύτης Συνόδου, ικανώς τιμήσας ο βασιλεύς πάντας τους Αρχιερείς τους προσελθόντας εις την Σύνοδον, προέπεμψεν αυτούς εις τα ίδια, εις δε τον Επίσκοπον Ιεροσολύμων Μακάριον παρήγγειλε να ερευνήση επισταμένως δια να εύρη τον Τάφον του Χριστού και τον Τίμιον Σταυρόν, διότι, ως το προείπον, από την πολυκαιρίαν οι Χριστιανοί δεν εγνώριζαν παντελώς που ήτο ο Τάφος του Χριστού, του έδωσε δε και χρήματα αρκετά δια τα έξοδα της ερεύνης ταύτης. Κατά δε τας ημέρας εκείνας είδεν η βασίλισσα Ελένη, η μήτηρ του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όραμα εκ Θεού, προστάσσον αυτήν να υπάγη αυτοπροσώπως εις τους Αγίους Τόπους δια να εύρη τον Τίμιον Σταυρόν. Εζήτησεν όθεν την συγκατάθεσιν του υιού της ως και τα απαιτούμενα έξοδα δια να υπάγη, και λαβούσα ταύτα μετέβη μετά μεγάλης εξουσίας. Ως δε έμαθεν ο Επίσκοπος της Ιερουσαλήμ Μακάριος ότι έρχεται η βασίλισσα, εξελθών με όλους τους Αρχιερείς την προϋπήντησεν. Εισελθούσα η Αγία Ελένη εις την πόλιν, ήρχισε ευθύς να ερευνά περί του Αγίου Τάφου και του Ζωοποιού Σταυρού, ουδείς όμως ευρίσκετο να είπη, ότι γνωρίζει που είναι ο τόπος του Κρανίου ή που είναι ο Τίμιος Σταυρός παρακεχωσμένος. Τότε έκαμαν οι Αρχιερείς και ο λαός δέησιν προς τον Θεόν, και απεκαλύφθη εις τον Επίσκοπον Μακάριον, ότι εκεί όπου ήτο πάλαι ο ναός της Αφροδίτης, εκεί είναι ο λεγόμενος εβραϊστί Γολγοθάς, ελληνιστί δε Κρανίου τόπος, όπου εσταυρώθη ο Χριστός, εκεί δε είναι κεχωσμένος και ο Τίμιος Σταυρός. Τότε συναθροίσασα η βασίλισσα πλήθος πολύ τεχνιτών και εργατών διέταξε να κρημνίσουν εκ θεμελίων τον ακάθαρτον ναόν εκείνον και να ρίψουν το χώμα μακράν. Σκάψαντες όθεν εύρον τον Τάφον του Χριστού, πλησίον δε του Τάφου εύρον τρεις Σταυρούς. Ως δε ανέσκαψαν παρέκει εύρον και τους ήλους δια των οποίων εκαρφώθη ο Χριστός εις τον Σταυρόν. Ως είδε ταύτα η βασίλισσα, εχάρη μεν διότι δεν παρείδεν ο Θεός τας προσπαθείας της, ελυπείτο όμως και ηπόρει επειδή δεν εγνώριζε ποίος είναι ο Δεσποτικός Σταυρός, και ποίοι είναι οι των ληστών. Επαρηγόρησεν όμως αυτήν ο Επίσκοπος Μακάριος ειπών, ότι δια θαυματουργίας τινός θα οικονομήση ο Πανάγαθος Θεός να πιστωθώσι την αλήθειαν. Τι λοιπόν εποίησαν; Τας ημέρας εκείνας ήτο μία γυνή αρχόντισσα, ήτις ησθένει βαρέως και δια την οποίαν όλοι οι ιατροί απεφάνθησαν, ότι δεν επρόκειτο να ζήση· έβαλον όθεν επάνω αυτής ένα προς ένα τους δύο σταυρούς των ληστών, και δεν εφάνη κανέν θαύμα· όταν δε ήγγιζε μακρόθεν ο Δεσποτικός Σταυρός, παρευθύς, ω του θαύματος! ώσπερ εξ ύπνου εσηκώθη εκείνη η αρχόντισσα υγιής, και περιεπάτει δοξάζουσα τον Θεόν· τούτο ως είδεν η βασίλισσα και ο Επίσκοπος, έδωκαν δόξαν εις τον Θεόν. Ο δε λαός της Ιερουσαλήμ και όσοι ήσαν από τα περίχωρα Χριστιανοί, ακούσαντες ότι ευρέθη ο Σταυρός του Χριστού, έδραμον άνδρες τε και γυναίκες, γέροντες και παιδία, ως την άμμον της θαλάσσης, παρακαλούντες την Αγίαν Ελένην, την βασίλισσαν, να τους δώση τον Τίμιον Σταυρόν δια να τον ασπασθώσιν. Η δε βασίλισσα, βλέπουσα το πλήθος του λαού και φοβουμένη μήπως τον αρπάσωσιν εκ πίστεως προς διανομήν, τους είπεν ότι δεν είναι δυνατόν ούτε να τον εγγίσωσι ούτε να τον ασπασθώσιν. Ο λαός τότε είπεν· «Εάν δεν είναι δυνατόν να τον ασπασθώμεν, καν να τον ίδωμεν από μακρόθεν παρακαλούμεν την βασιλείαν σου». Τότε δια την δέησιν και πίστιν του λαού έκαμαν θρόνον υψηλόν, επί του οποίου ανελθών ο Επίσκοπος Μακάριος και λαβών τον Τίμιον Σταυρόν, ύψωσε τετραμερώς, καθώς βλέπετε ότι εποίησε και ο Ιερεύς σήμερον. Ο δε λαός βλέπων τον Σταυρόν έκραξε μεγαλοφώνως μετά δακρύων το «Κύριε, ελέησον», έκτοτε δε επεκράτησεν η εορτή του Τιμίου Σταυρού. Δια την σημερινήν όθεν ανάμνησιν της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, εις οίαν ημέραν τύχη, έχομεν οι Χριστιανοί νηστείαν, επειδή ο Σταυρός είναι ανάμνησις του Πάθους του Χριστού. Όθεν αναγινώσκομεν εις την λειτουργίαν το Ευαγγέλιον των Παθών του Κυρίου· διότι ώσπερ άνθρωπός τις κάμνων ανακομιδήν των λειψάνων του υιού ή του πατρός του ή της μητρός του ή του αδελφού του, εκείνην την ημέραν λυπείται και θλίβεται ενθυμούμενος τον συγγενή του, ούτω και ημείς οι Χριστιανοί, βλέποντες τον Σταυρόν και αναλογιζόμενοι ότι ο Χριστός εσταυρώθη εν αυτώ δι’ ημάς τους αμαρτωλούς, και ότι ως άνθρωπος έπαθε, ταπεινούμεθα και δεικνύομεν συντριβήν καρδίας, νηστεύοντες· ας έλθωμεν όμως και πάλιν εις την ακολουθίαν της διηγήσεως. Ως απήλαυσαν τότε οι Χριστιανοί το ποθούμενον και είδον τον Τίμιον Σταυρόν εδόξασαν τον Θεόν, έλαβε δε αυτόν η βασίλισσα, και διέταξε να τον πριονίσωσιν από άνωθεν έως κάτω κατά το πάχος, διανέμοντες ούτως αυτόν εις δύο Σταυρούς· τούτου δε γενομένου τον μεν ένα Σταυρόν ετοποθέτησεν εις αργυράν θήκην και τον παρέδωκεν εις τον Επίσκοπον της Ιερουσαλήμ Μακάριον, δια να ευρίσκεται εις γενεάς γενεών, τον δε άλλον με τους Τιμίους Ήλους επήγεν εις τον υιόν αυτής, τον Μέγαν Κωνσταντίνον, εις την Κωνσταντινούπολιν. Παρήγγειλε δε να κτίσωσι και Εκκλησίας διαφόρους εις το ζωηφόρον Μνήμα του Χριστού εις τον Γολγοθάν, εις την Βηθλεέμ, ένθα εγεννήθη ο Χριστός, εις το Όρος των Ελαιών, όπου ανελήφθη, και άλλα δε πολλά καλά εποίησεν εκεί. Ο δε Μέγας Κωνσταντίνος, υποδεξάμενος αυτήν και προσκυνήσας μετά πόθου τον Τίμιον Σταυρόν, τούτονμεν παρέδωκεν εις τον Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως ίνα φυλάττηται εις το Σκευοφυλάκιον, από δε τους Τιμίους Ήλους, μέρος μεν εχάλκευσεν εις την περικεφαλαίαν του, μέρος δε εις τον χαλινόν του ίππου του, ίνα πληρωθή ο λόγος του Προφήτου Ζαχαρίου λέγοντος εις το ιδ΄ (14ον) κεφάλαιον· «Εν τη ημέρα εκείνη έσται το επί τον χαλινόν του ίππου του βασιλέως άγιον τω Κυρίω Παντοκράτορι». Συνάγονται δε από μεν της Χριστού γεννήσεως έως της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού χρόνοι τριακόσιοι εικοσιέξ, από δε της βασιλείας του ευσεβούς Κωνσταντίνου χρόνοι είκοσιν. Επειδή όμως ετελειώσαμεν την περί της Ευρέσεως και Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού διήγησιν, πρέπον είναι να παραθέσωμεν και τα επίλοιπα. Ποία δε είναι; να ίδωμεν πως ν’ αρέσωμεν εις τον Χριστόν, όστις εσταυρώθη δι’ ημάς τους αμαρτωλούς, και πώς να πικράνωμεν τους δαίμονας. Θα αρέσωμεν δε εις τον Χριστόν, όταν ποιώμεν τας εντολάς του, δηλαδή όταν τρέφωμεν τους πεινώντας, όταν ποτίζωμεν τους διψώντας, όταν ενδύωμεν γυμνούς, όταν δεχθώμεν ξένους, όταν επιμεληθώμεν ασθενείς, όταν επισκεφθώμεν ασθενείς, όταν επισκεφθώμεν τους εν φυλακαίς, όταν αγαπήσωμεν τους εχθρούς μας, όταν γίνωμεν πτωχοί δια το όνομα του Χριστού, όταν πενθήσωμεν δια τας αμαρτίας μας, όταν γίνωμεν πραείς και ήμεροι, όταν πεινάσωμεν και διψήσωμεν δια το όνομα του Χριστού, όταν ελεήσωμεν τους πτωχούς, όταν καθαρίσωμεν τας καρδίας μας από λογισμούς πονηρούς, όταν είμεθα ειρηνοποιοί και φεύγωμεν τα σκάνδαλα, όταν διωχθώμεν υπέρ της δικαιοσύνης, όταν ονειδισθώμεν και υβρισθώμεν ένεκα του ονόματος του Χριστού, και γενικώς όταν ποιώμεν πάσας τας εντολάς του Χριστού· τότε αρέσκομεν εις Αυτόν, τότε ευαρεστούμεν Αυτόν, τότε φαινόμεθα ότι τον αγαπώμεν, καθώς το λέγει εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, εις το δέκατον τέταρτον κεφάλαιον· «Εάν αγαπάτέ με, τας εντολάς μου τηρήσατε». Τότε δε ευφραίνομεν τους Αγγέλους, όταν εξομολογηθώμεν εις πνευματικόν πατέρα τας αμαρτίας μας, όταν παύσωμεν από τας πρώτας μας αμαρτίας, όταν καταδαμάσωμεν τα πάθη του σώματος, όταν καταφρονήσωμεν την ευπάθειαν της σαρκός, όταν μισήσωμεν τα διαβολικά θελήματα, και γενικώς ειπείν όταν μετανοήσωμεν δια τας αμαρτίας ημών, και παύσωμεν τας κλοπάς, τας πορνείας, τας μοιχείας, τας αδικίας, τας πλεονεξίας, τας αρσενοκοιτίας, τας καταλαλιάς, τας κατακρίσεις, και άλλα αμαρτήματα. Τότε ευφραίνομεν και χαροποιούμεν τους Αγίους Αγγέλους, καθώς λέγει ο Χριστός εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, εν κεφαλαίω δεκάτω πέμπτω· «Χαρά γίνεται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι». Πότε δε πάλιν πικραίνομεν τους δαίμονας; Φανερόν είναι, όταν κάμωμεν τα δύο άπερ προείπον, ήτοι αν αρέσωμεν εις τον Χριστόν, και αν ευφραίνωμεν τους Αγίους Αγγέλους, τότε αυτοί οι ακάθαρτοι δαίμονες θλίβονται και πικραίνονται βλέποντες ημάς, ότι καταπατούμεν την δύναμίν των. Μη αγαπώμεν την πρόσκαιρον ζωήν, μη μισώμεν την αιώνιον· μη φροντίζωμεν πώς να αναπαύσωμεν την σάρκα μας την φθειρομένην, αλλά σπουδάσωμεν, ίνα τύχωμεν της αιωνίου του Χριστού Βασιλείας. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, εν αυτώ τω αληθινώ Θεώ ημών· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: