ΦΩΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΙΚΗΝ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ --- ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ

Είναι γνωστόν ότι ο ηρωϊκός στρατηγός Μακρυγιάννης εκατηγορήθη ως συνωμότης κατά της ζωής του Όθωνος και κατεδικάσθη εις θάνατον υπό του Στρατοδικείου. Η ενοχή του έχει αμφισβητηθή, χωρίς όμως να δύνανται οι αμφισβητούντες να αποδείξουν την αθωότητά του. Εγείρεται λοιπόν πάλιν το ερώτημα· ήτο ένοχος ο ηρωϊκός αγωνιστής του ΄21 ή υπήρξε θύμα σκευωρίας του οθωνικού περιβάλλοντος; Οι ενδιαφερόμενοι να ερευνήσουν το πρόβλημα, δεν έχουν ως στοιχεία ειμή μόνον τα Πρακτικά της Δίκης του Μακρυγιάννη και ωρισμένας εφημερίδας της εποχής, αι οποίαι κατέκριναν την καταδίκην, ως στηριχθείσαν επί μιας μόνης μαρτυρίας, χωρίς όμως και να προσάγουν στοιχεία της αθωότητός του, οπότε το ερώτημα εξακολουθεί να αιωρήται και η υπόθεσις όλη να αποκτά μυστηριώδεις διαστάσεις συγγενείς προς την υπόθεσιν Ντρέϋφους. Ας μου επιτραπή να εκθέσω εν συντομία μερικάς ειδήσεις που αφορούν εις την υπό εξέτασιν υπόθεσιν.
Ο δικηγόρος Νικόλαος Στεφανίδης –διάσημος γενόμενος δια την βωμολοχίαν του – κατήγγειλεν ότι ο στρατηγός Μακρυγιάννης του είπεν έξω του Ναού της Καπνικαρέας ένα πρωϊνόν της 22ας Μαρτίου του 1852: «Θα σε πω ένα μυστικό, αλλά προηγουμένως θα σε ορκίσω». Εγώ δε του είπον ότι είμαι πρόθυμος να ορκισθώ και να μου ειπής. Με ώρκισε λοιπόν κατά τον ακόλουθον τρόπον, ως ενθυμούμαι : «Ορκίζομαι επί του ιερού Ευαγγελίου και εις τους 12 Αποστόλους να μην ειπώ εις κανένα τι θα ακούσω». Αφού δε με ώρκισεν ούτω πως, με είπε: «κλείσε τα τρία δάκτυλα… και λάβε το μυστικό». Τότε με είπεν ότι «ο Βασιλεύς σκοτώνεται του Λαζάρου». Ακούσας την τοιαύτην στυγεράν πράξιν, έμεινα απόπληκτος, ώστε ο ίδιος αυτός με πιάνει από το χέρι και μου λέγει: «εκιότεψες κερατά;», εγώ δε του απήντησα: «Όχι Στρατηγέ, αλλά από χαράν μου είναι τούτο». Ότε δε με είπε ταύτα, η ώρα ήτο 11 π.μ., ως εκοίταξα το ωρολόγιόν μου. Ήτο δε εξαγριωμένος εις τον υπέρτατον βαθμόν, τα μάτια του γουρλωμένα και μοι εφαίνετο ως λυσσώδης».                                              
Ο Στεφανίδης εν συνεχεία αφηγείται εις τον ανακριτήν, ότι μετέβη εις το σπίτι του καθηγητού Φιλίππου Ιωάννου –ο οποίος φαίνεται ότι ήτο ιδιαίτερος γραμματεύς του Όθωνος—και του απεκάλυψε την στιχομυθίαν. Με την σειράν του ο τελευταίος το ανεκοίνωσε εις το παλάτι. Ο Στεφανίδης, θέλων να μάθη περισσότερα, μετέβη στο σπίτι του Μακρυγιάννη κατά τις 4 το απόγευμα της ιδίας ημέρας και ερώτησε τον στρατηγόν ως προς τον ρόλον που θα είχεν αυτός στην υπόθεσιν, ώστε να λάβη τα μέτρα του. «Τότε αυτός εξαγριωθείς και αφρίζων σχεδόν με λέγει: «Δεν έχεις να ενεργήσης τίποτε, ούτε να πάθης τίποτε, παρά ημείς σε εκλέξαμεν όχι δια τα μυαλά σου, παρά αφού γίνη αυτό το θαύμα, και ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα θα τσακισθούν εμπροστά εις την εκκλησίαν ή καθ΄ οδόν, τότε εσύ να έλθης εις το σπίτι μου, να λάβης το μυστικόν και να ενεργήσης ό, τι σου είπωμεν και δεν έχει να πάθη κανείς τίποτε».                                                                                                                
– Τότε δε εγώ εγέλασα και του είπον: «Αδελφέ, αυτά τα πράγματα μοι φαίνονται όλως ακατανόητα του να κάθεσαι να μου λέγης με θαύματα θα τσακισθή ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα». Τότε πάλιν μου λέγει: «εκιότεψες κερατά». Εγώ δε του είπον: «δεν είμαι άνθρωπος δια να κιοτέψω…». Τότε αυτός με είπε πάλιν ότι «δεν σε εκλέξαμε δια τα μυαλά σου, αλλ΄ αφού γίνη αυτό το πράγμα, να οργανίσης δια καμμιά τριανταριά ημέρας» και προσέθεσε: «δια ποίας αιτίας εσηκώσαμεν την Επανάστασιν;» Εγώ δε του απήντησα: «δια την πατρίδα» · αυτός δε εγερθείς εις τα γόνατα με αγριότητα: «για την πίστιν βρε, για την πίστιν και πήγαινε να κάμης 42 μετάνοιες πρωϊ και βράδυ δια να μας ευοδώση ο Θεός». Τέλος πάντων, συνεχίζει ο Στεφανίδης την κατάθεσίν του, αφού τον είδον ότι δεν μου εξηγείτο λεπτομερώς παρά όλο αορίστως και αφηρημένως, τον ηρώτησα: «αφού μου είπες στρατηγέ, ότι απόψε του Λαζάρου θα γίνη το θαύμα κατά του Βασιλέως, έχω δέκα οπλοφόρους εις το σπίτι μου, που να τους φέρω απόψε;». αυτός τότε πάλιν με θυμόν με είπεν: «εγώ δεν σου είπον απόψε του Λαζάρου, αλλά του Ευαγγελισμού και ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα σκοτώνονται με τα΄ άλογά τους σύσσωμα εμπρός εις την εκκλησίαν ή εις τον δρόμον».                                                  
Συνεχίζων την κατάθεσίν του ο Στεφανίδης, δηλώνει ότι ύστερα από τον διάλογον αυτόν, εσυλλογίζετο «ή ότι υπάρχει κανένα σχέδιον καταχθόνιον κατά της πατρίδος ή τα έχει χαμένα τα μυαλά ο Μακτυγιάννης, καθόσον εστοχαζόμην με μετανοίας και με θαύματα δεν δύναταί τις να σκοτωθή».                                           
Αφού ο διάλογος εσυνεχίσθη με διαφόρους ασχέτους ερωταποκρίσεις, ο Στεφανίδης, αναφέρει ότι προ της αναχωρήσεώς του του είπεν ο Μακρυγιάννης: «…πήγαινε να βάλης 42 μετάνοιες πρωϊ και βράδυ έως ότου να γίνη το θαύμα, και αφού γίνη το θαύμα, να έλθης εις την οικίαν μου με όσους ανθρώπους δυνηθής» και τοιουτοτρόπως ανεχώρησα. Έκανα δε τας εξής σκέψεις καθ΄ οδόν, ότι μάλλον θα υπάρχη τι σχέδιον ή τρέλλα, αλλά εκ συνειδότος και με φόβον Θεού δεν δύναμαι ν΄ αποφανθώ ούτε περί του ενός ούτε περί του άλλου…».                                 
Με βάσιν λοιπόν την καταγγελίαν αυτήν διεξήχθησαν προανακρίσεις, ηκολούθησε το πόρισμα του ανακριτού και εν συνεχεία διετάχθησαν ανακρίσεις διαφόρων προσώπων, άλλων δυσμενώς και άλλων ευμενώς διακειμένων προς τον Μακρυγιάννην και η υπόθεσις εισήχθη προς εκδίκασιν εις το Στρατοδικείον. Οι μάρτυρες επανέλαβαν τας καταθέσεις των και το Στρατοδικείον με ψήφους 6 έναντι μιάς κατεδίκασε τον ηρωϊκόν στρατηγόν Μακρυγιάννην εις θάνατον την 19 Μαρτίου του 1853 ως ένοχον εσχάτης προδοσίας.++++ Την ιδίαν ημέραν, κατά πρότασιν του στρατηγού Σπυρομίλιου, ως υπουργού των Στρατιωτικών, παρέχεται βασιλική χάρις και μετατρέπεται η απόφασις εις εικοσαετή ειρκτήν, την δε 25 Ιανουαρίου του 1854 η ποινή μειούται εις δεκαετή δεσμά και εν συνεχεία χαρίζεται και το υπόλοιπον της ποινής.                                                                            
Πηγή πληροφοριών, δια την περιπέτειαν αυτήν του Μακρυγιάννη, είναι τα Πρακτικά της δίκης εις βιβλίον του καθηγητού κ. Ε. Πρωτοψάλτη «Η δίκη του Στρατηγού Μακρυγιάννη», από τας εκδόσεις «Αυλός» το 1962, ως και διάφορα δημοσιεύματα της εποχής εκείνης. Εδώ πρέπει να σημειωθή, ότι ο αποκαταστήσας και εκδόσας τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη Γιάννης Βλαχογιάννης, εις την Εισαγωγήν του γράφει, ότι τα Πρακτικά της Δίκης του Μακρυγιάννη κατεστράφησαν κατόπιν διαταγής του υπουργείου των Στρατιωτικών. Η είδησις αυτή παρέσυρε και τον υποφαινόμενον, γράφοντα το βιβλίον «Ο Στρατηγός Μακτυγιάννης, Πατέρας και Δάσκαλος του Γένους», ώστε να μη ερευνήση περαιτέρω δια την διακρίβωσιν της αληθείας και μόλις μετά την έκδοσιν του εν λόγω βιβλίου επληροφορήθη δια την ύπαρξιν των Πρακτικών. Λοιπόν ο κ. Πρωτοψάλτης, ως διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους υπήρξε τυχηρότερος από τον μακαρίτην Βλαχογιάννην και εις την μακράν Εισαγωγήν του προσπαθεί να διαλύση το μυστήριον: «Ήτο ένοχος ο Μακρυγιάννης; Οι δικασταί του απήντησαν ναι και οι δικασταί εκείνοι δεν ήσαν τυχαίοι. Μερικοί μάλιστα εξ αυτών, όπως ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ήσαν άλλοτε φίλοι του και συναγωνισταί του. Ζώντες μαζί με τον Μακρυγιάννην εις την ιδίαν πόλιν, εις την ιδίαν κοινωνίαν, εγνώριζον καλώς τας αντιλήψεις και πιθανώς τας προθέσεις του Μακρυγιάννη. Αλλ΄ ούτε συνωμοσία υπήρξεν, αφού ουδείς άλλος πλην του Μακρυγιάννη κατεδικάσθη, ούτε ενέργεια αντιδυναστική ή αντικυβερνητική. Και οι ίδιοι οι δικασταί του ανεγνώρισαν ότι ο καταδικασθείς υπ΄ αυτών Μακρυγιάννης δεν ήτο άξιος τοιαύτης ποινής, διο και παρεκάλεσαν τον Βασιλέα να μετατρέψη την θανατικήν ποινήν εις φυλάκισιν… Τώρα, ο αναγνώστης των λεπτομερών καταθέσεων των επισήμων και ανεπισήμων μαρτύρων και των ανακριτικών πορισμάτων της συνταρακτικής εκείνης υποθέσεως, θα δυνηθή να σχηματίση σαφή γνώμην και ν΄ απαντήση κατά την ιδίαν του κρίσιν εις το ερώτημα: Ήτο ένοχος ο Μακρυγιάννης;…».                                 
Αλλά αφού ο κ. Πρωτοψάλτης δεν ημπόρεσε μετά βεβαιότητος να απαντήση εις το ερώτημα, πως θα ημπορέσουν οι αναγνώσται; Όσον και αν η απόφασις του Στρατοδικείου εστηρίχθη επί της συντριπτικής μαρτυρίας του Στεφανίδου, εν τούτοις είναι μία μόνον μαρτυρία, δι΄ ον λόγον και οι δικασταί εισηγήθησαν την χορήγησιν χάριτος. Τάχα όσα κατήγγειλεν ο Στεφανίδης ήσαν αληθινά; Δύναται ένας συνωμότης που μελετά τον θάνατον του βασιλέως, να αποκαλύπτη τας προθέσεις του εις οιονδήποτε φίλον του; Αλλά πάλιν είναι πιθανόν, ένας φίλος του Μακρυγιάννη και συναγωνιστής του εις την επανάστασιν του 1843, όσον κι αν είχε κάποιαν εναντίον του δυσαρέσκειαν,  να επέτρεπεν εις εαυτόν να πλάση ολόκληρον μύθον προκειμένου να επιτύχη την θανάτωσίν του; 
Ο Μακρυγιάννης διεμαρτύρετο ότι είναι αθώος. Εις τας καταθέσεις του επαναλαμβάνει: «Κατά του Βασιλέως και της Βασιλίσσης ούτε είπον, ούτε εσυλλογίσθην κακόν και τώρα μάλιστα, ενώ ομιλώ περί τούτου, ανατριχιάζω…». Επίσης με τον ίδιον τρόπον διαμαρτύρεται και εναντίον μιας εφημερίδος, η οποία είχε συνταχθή με τους κατηγόρους του: «… Το να σκοτώσω εγώ βασιλείς και τώρα οπού το γράφω και το σημειώνω αυτό κλαίω και τρέμω… Πότε ακούσατε, κύριε συντάκτα, ότι εγώ είμαι θηρίον εις την κοινωνίαν; Πότε έβλαψα την Πατρίδα;…».                                  
Εξ άλλου υπάρχει και ένα άλλο στοιχείον υπέρ της αθωότητος του Μακρυγιάννη· η σύνεσίς του, η οποία καταφαίνεται εις πολλά σημεία των Απομνημονευμάτων του, καταδικάζοντος τους φόνους, αλλά και εις την συζήτησιν, που είχε με τον Όθωνα τρεις ημέρας μετά την επικράτησιν της Επαναστάσεως της 3ης  Σεπτεμβρίου του 1843, δηλώνει σαφώς, ότι ο φόνος του Βασιλέως θα ήτο καταστροφή του Έθνους. Είναι ενδεχόμενον να ήθελε την εκθρόνισιν του Όθωνος δια ποικίλους λόγους, αλλ΄ όχι όμως και την δολοφονίαν του υπό των Ελλήνων. Κατόπιν όλων αυτών η υπόθεσις θα παρέμενε σκοτεινή και έκαστος κατά την κρίσιν του θα διετύπωνεν αναποδείκτους εκδοχάς, αν δεν εξεδίδοντο υπό του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης τα «Οράματα και θάματα» του Μακρυγιάννη. Το βιβλίον αυτό νομίζω ότι έγινεν ευρέως γνωστόν, ώστε να μη χρειάζεται ιδιαιτέρα μνεία, ειμή μόνον η παρατήρησις, ότι κατά βάθος δεν πρόκειται περί μεταγενεστέρου έργου του Μακρυγιάννη, αλλά περί μεταγραφής, κατά το μείζον μέρος, από το σώμα των Απομνημονευμάτων του. Δηλαδή ο στρατηγός, φοβηθείς μη ανακαλύψουν οι αντιφρονούντες όσα «αποκαλυπτικού» χαρακτήρος γράφει, απέκοψε τα φύλλα και τα έκρυψεν εις ιδιαίτερον χώρον από εκεί που εἰχε τα Απομνημονεύματα, τα οποία ως γνωστόν επεράτωσε το 1850. Κατά τας αρχάς δε του 1851 «εξέθαψε» από την γην τα αποκοπέντα φύλλα—σπαράγματα—και επειδή είχαν υποστή φθοράν ήρχισε την μεταγραφήν, η οποία και ετελείωσε κατά το τέλος Μαρτίου του 1852.                                                                          
Ο Μακρυγιάννης ήτο άνθρωπος πίστεως και από την μικράν του ηλικίαν παρουσίαζεν ιδιαιτέραν θρησκευτικότητα και πίστιν εις τον Θεόν, προς τον οποίον και προσηύχετο συνεχώς, εκτελών τα θρησκευτικά του καθήκοντα και τας ευαγγελικάς εντολάς. Χάρις εις την βαθείαν αυτήν πίστιν του και την αγαθήν συνείδησίν του, επετύγχανεν εις τας μάχας τοιαύτα αποτελέσματα, ώστε να θεωρούνται ως θαύματα. Εξ αφορμής δε της ασαλεύτου πίστεώς του ότι ο Θεός βοηθεί το Έθνος και αυτόν, προκειμένου να ελευθερωθή και να προκόψη ως Ορθόδοξον, δίκαιον και ηθικόν Κράτος, είχε την συνήθειαν να αποδίδη εις διάφορα όνειρα θείαν προέλευσιν ως μέσα αποκαλυπτικά των βουλών του Θεού. πλην των ενυπνίων του, είχε και κάποια «οράματα», άλλα των οποίων οφείλονται εις την αγωνίαν του «δια την πατρίδα του και την θρησκείαν», όπως έλεγε συνήθως, άλλα εις πολύ πιθανάς παραισθήσεις εκ των δύο τραυμάτων του εις την κεφαλήν του, τα οποία, ως ομολογεί επανειλημμένως, του έφερον ιλίγγους και τον καθίστων εκτός εαυτού, και άλλα εμφανίζονται με «μεταφυσικόν» ένδυμα, αμφιλεγομένης προελεύσεως.                                                                                                  
Τα «Οράματα και θάματα» αποτελούν σύνολον όλων των ανωτέρω ειδών μετά μακρών προσευχών, κρίσεων επί της μη καλής πορείας του Έθνους και τινων «θαυμάτων». Περί το τέλος του βιβλίου αυτού υπάρχουν πολυτιμότατα στοιχεία, που διαφωτίζουν το όλον πρόβλημα της δίκης του Μακρυγιάννη και αποδεικνύουν τόσον την αθωότητα του ταλαιπωρηθέντος στρατηγού, όσον και την ειλικρίνειαν του καταγγείλαντος Στεφανίδου, γεγονός που, εκ πρώτης όψεως, συνιστά σαφή αντίφασιν. Τον Μακρυγιάννην πάντοτε απασχολούσαν τα εθνικά προβλήματα, η εκάστοτε πολιτική κατάστασις, η αδιαφορία δια την θρησκείαν και αντετίθετο εις την κυβέρνησιν του Κράτους υπό διαφόρων πολιτικών, τους οποίους ελέγχει και κατακρίνει επωνύμως. Παρά την σχετικήν βελτίωσιν που επέφερε το Σύνταγμα του 1843, ο Μακρυγιάννης θεωρούσε τον Όθωνα, μαζί με άλλους πολιτικούς, ως αίτιον της κακοδαιμονίας της πατρίδος του και ενώ ήτο αντίθετος προς αιματηράς λύσεις, όμως ηύχετο την απαλλαγήν της Ελλάδος από τον Όθωνα. Τα «Οράματα και θάματα», παρ΄ ότι δεν διατηρούν χρονολογικήν σειράν, όμως φαίνεται ότι κατά τας αρχάς του 1852 οι λογισμοί του περί Όθωνος έγιναν εντονώτεροι και πλέον επίμονος η επιθυμία του να δοθή τέλος εις την βασιλείαν του, ώστε να ονειρεύεται συχνά την καταστροφήν της δυναστείας ή να υποβάλλεται εις παραισθήσεις με κέντρον τον Όθωνα. Στην σελίδα του βιβλίου αυτού 201 σημειώνει: «… Πριν αυτό, βγαίνει ο βασιλέας μας Όθων καβαλάρης, και άλλοι μαζί του και γένεται σωρός με τα΄ άλογό του τον πλάκωσε από κάτω τ΄ άλογον κι έμεινε ξερός και αυτός και αυτό, και από πάνω του ήταν ένας μ΄ ένα χαρτί ως Ευαγγέλιον· τα γράμματα έλεγαν: «Αχάριστε και παραβάτη του όρκου σου…». Εδώ γίνεται ένας εκτεταμένος έλεγχος και εν συνεχεία λέγει: «τότε αυτείνοι θέλαν χωρίς άλλο να γκρεμίσουν το Σύνταγμα δια τα΄ άλθρο της θρησκείας (τηράτε τις φημερίδες, τι λένε) · (πρόκειται δια το άρθρον 40 του Συντάγματος που επέβαλλεν εις τον Όθωνα να γίνη Ορθόδοξος ο διάδοχος) και του Βαγγελισμού το είχαν χωρίς άλλο με μεγάλη προσπάθεια, και πόσοι αθώοι θα χανόταν, ο ίδιος Θεός το γνωρίζει, και έκαμε την δίκιαν του κρίσιν. Τότε, αφού έπεσε από τ΄ άλογον κάτω… τότε ένα πλήθος ανθρώπων τον σήκωσαν και παρουσιάστη το παλάτι και τον πήγαν μέσα· έπιασαν άλλοι να σηκώσουνε τ΄ άλογον, και το σήκωναν και έπεφτε κάτω και τεντώθη· άσπρο άλογον ήτον… Τότε γύμνωσαν τον βασιλέα μας και την βασίλισσά μας εμπροστά εις τον αφέντη μας (κατά Μακρυγιάννην Πατέρα-Θεόν) και εις την βασιλείαν του… το ίδιον και τους οπαδούς του και άλλους πολλούς ξένους· και τους έριξαν εις το πύρι…».    
+++++++

Εις την σελ. 204 γράφει: «…Τότε πέρασαν και τον Όθωνα βασιλέα με παράταξην και τον πήγαν εις τον τάφον…». Εις την σελ. 205 επαναλαμβάνει: «… Παρουσιάζει και τον βασιλέα Όθωνα πεσμένο από τ΄ άλογον του λέγει ο αφέντης μας: Παραβάτη του όρκου σου και της υπόσκεσής σου… Την ημέρα αυτείνη οπού ελπίζετε να κατακερματίσετε το ευαγγέλιόν μου και τα πάντα, ετσακίστης εσύ και συντρίφτης. Σύρε τώρα…» Εις την σελ. 208 σημειώνει: «Τρίτη ξημερώνοντας, τα μεσάνυχτα, παρουσιάζεται ο Άδης ο αναχόρταγος… πρώτος παρουσιάζεται ο βασιλέας μας Όθων με τ΄ άλογόν του…». Ο Μακρυγιάννης, πριν ιδεί τον Όθωνα να βασανίζεται, προβαίνει εις ένα σκληρόν έλεγχον δια τας αδικίας του, τον οποίον συνεχίζει και εις τας σελ. 211, 212 και 213 δια να καταλήξη: «… Πλήθος γιορτές του βασιλέα και με μεγάλες πομπές και ζητωκραυγές, του Θεού και της βασιλείας του ολίγες και κατακουτσουρεμένες· οι παπάδες, οι δεσποτάδες και ο λαός, ζήτω, ζήτω, ζήτω οι βασιλείς, Κύριε, φύλα αυτούς. Διατί να σε φυλάξει;…». Εις την σελ. 214 ο ευσεβής στρατηγός γράφει: «Δευτέρα ξημερώνοντας… βλέπω εις το σκότος εις την κάμαρά μου και παρουσιάζονται ένα πλήθος σώματα… και κατέβαιναν από ΄να γκρεμνόν… ρωτάγω, ποιος είναι αυτός; Ο Όθων βασιλέας… και η βασίλισσα… και εκεί ήτον ο Άδης ο αναχόρταγος…».                                                          
Εις το σημείον αυτό τελειώνουν και τα «Οράματα». Τα στοιχεία είναι εκπληκτικώς διαφωτιστικά και το όλον πρόβλημα λύεται. Ο Μακρυγιάννης, ύστερα από τα ενύπνια-παραισθήσεις-φαντασιώσεις που σημειώσαμε, εγέμισε από χαράν εκ της βεβαιότητος, ότι ο Θεός είχεν αποφασίσει τον θάνατον του Όθωνος (και της Αμαλίας) δια της πτώσεώς του από το λευκόν άλογό του κατά την ημέραν του «Βαγγελισμού», όταν οι βασιλείς θα μετέβαιναν έφιπποι εις την Μητρόπολιν δια την καθιερωμένην Δοξολογίαν επί τη εορτή και τη επετείω της απελευθερώσεως. Και μέσα εις την ψυχικήν του ευφορίαν εσκέφθη τον συναγωνιστήν του εις την επανάστασιν του 1843 δικηγόρον Στεφανίδην, δια να «οργανίση δια τριάντα ημέρας» τι; Ασφαλώς μιάν μεταβατικήν κυβέρνησιν μετά το θανάσιμον ατύχημα του Όθωνος. Ο αναγνώστης ήδη θα παρετήρησε την αρμονίαν μεταξύ της καταγγελίας του Στεφανίδου και των «Οραμάτων», που επαναλαμβάνεται, ότι ο Όθων «σκοτώνεται με το άλογόν του», πράγμα που ο μοναδικός αυτός κατήγορος επαναλαμβάνει εις δύο καταθέσεις του, ενώ εις την κατάθεσίν του εν τω Στρατοδικείω το μεταβάλλει εις «σκοτώνομεν», δια να δώση προφανώς έμφασιν εις τας εικαζομένας προθέσεις του στρατηγού. Το ότι ο Μακρυγιάννης συμπεριέλαβε και την βασίλισσαν κατά την πτώσιν του Όθωνος από το άλογόν του, ενώ εις τα «οράματά» του δεν την «είδε», αυτό δύναται να εξηγηθή ως συμπέρασμα της επεξεργασίας που έκανε μέσα εις την φαντασίαν του. Βλέποντας τον βασιλέα να «τσακίζεται» κάτω του ίππου του, ήρχισε να σκέπτεται πότε και που θα συνέβαινε αυτό. Οπότε, αφού εις το «όραμά» του είδε, ότι ο θάνατος θα επήρχετο την ημέραν του Ευαγγελισμού, εφαντάσθη ότι θα ελάμβανε χώραν κατά την μετάβασίν του μετά της Αμαλίας εις τον ιερόν Ναόν (τότε Μητροπολιτικόν) της Αγίας Ειρήνης, Αιόλου, είτε καθ΄ οδόν είτε έξω του Ναού, όπως ακριβώς είπε εις τον Στεφανίδην. Άλλωστε, το ότι ανέμενε τον θάνατον του Όθωνος δια θαυματουργικού τρόπου, ο ευλαβής Μακρυγιάννης, αποδεικνύεται από τας συστάσεις του εις τον Στεφανίδην, «να κάμνη νύχτα-ημέρα από 42 μετάνοιες για να ευοδώση ο Θεός το θαύμα», φράσις που πολλάκις επανελήφθη από τον ίδιον τον κατήγορον, ο οποίος μάλιστα εις στιγμήν ειλικρινείας, ωμολόγησεν ότι αμφέβαλλε αν ο στρατηγός είχε τοιαύτην πρόθεσιν και εδέχετο την εκδοχήν τρέλλας. Επίσης το γεγονός, ότι ο Μακρυγιάννης διαβεβαίωνε επανειλημμένως, ότι «δεν θα πάθη κανείς τίποτε», σημαίνει ότι δεν θα υπήρχε καθόλου ευθύνη ή ενοχή, αφού ουδείς θα συμμετείχε εις τον θάνατον του Όθωνος και της Αμαλίας. Ταύτα, φρονώ, ότι είναι ικανά δια να μη αφήσουν περιθώρια αμφιβολίας ως προς τον τρόπον της γενέσεως και εξελίξεως της δραματικής αυτής υποθέσεως εις βάρος του ηρωϊκού αγωνιστού του ΄21, και αποτελεί ευτυχές φεγονός, το ότι η δικαστική πλάνη δεν ήχθη εις τας εσχάτας συνεπείας της, παραδίδουσα τον αθώον και συνετόν πατριώτην Μακρυγιάννην και μίαν δόξαν της Ελληνικής Επαναστάσεως εις θάνατον, προς αιώνιον όνειδος της στρατιωτικής Δικαιοσύνης, αλλά και των κατηγόρων του. Παρ΄ ότι το θέμα μας περατούται εδώ, θα ήθελα με την ευκαιρίαν αυτήν να σημειώσω την επιπολαιότητα τινών, αποφαινομένων αυθαιρέτως ότι ο Μακρυγιάννης ήταν τρελλός, στηριζόμενοι εις τα «Οράματα και θάματα», ίσως διότι τους ενοχλεί η καταπληκτική θεοσέβεια του ήρωος, αι προσευχαί του, ο κλαυθμός υπέρ της πατρίδος του, η αγωνία του δια την Ορθοδοξίαν, αι γονυκλισίαι του και αι συνομιλίαι του με τον Θεόν. Ότι τα «Οράματα και τα θάματα» περιέχουν «αποκαλυπτικά» στοιχεία και κάποιες εκστατικότητες και παραισθήσεις εκ των τραυμάτων του εις την κεφαλήν του, όπως ήδη εσημειώσαμε, δεν σημαίνει ότι ήτο φρενοβλαβής ο στρατηγός, αλλ΄ ότι είχε στιγμάς που εγένετο εκτός εαυτού από τας συνεχείς αλγηδόνας της κεφαλής, αι οποίαι δημιουργούσαν φαντασιώσεις εκ των ευσεβών πόθων του, εκτός των μεταφυσικών περιπτώσεων, που αποτελούν αντικείμενον ερεύνης υπό των «πνευματικών». Άλλωστε όλον το υλικόν του εν λόγω βιβλίου ανήκει εις την περίοδον της ζωής του και εις όλας τας φάσεις της εθνικής και πολιτικής δραστηριότητός του, τας οποίας εκθέτει εις τα Απομνημονεύματά του, των οποίων, τα «Οράματα και θάματα» αποτελούν, κατά το μέγιστον μέρος, οργανικόν υλικόν. Έπειτα πως η Δικαιοσύνη θα προέβαινε εις τας νομίμους διαδικασίας και πως θα κατεδίκαζε εις την εσχάτην των ποινών ένα άκφρονα, αντί να διατάξη τον εγκλεισμόν του εις φρενοκομείον; Πως ο «Αιών» έγραφεν ότι: «Διερχόμενος δε τότε (μετά την καταδίκην του) όπισθεν της Ακροπόλεως και ιδών την θέσιν εις ην άλλοτε επληγώθη πολεμών υπέρ της πατρίδος κατά των τυράννων αυτής, ήρχισε μετά καρδίας γενναίας εν τραγούδιον ηρωϊκόν μέχρι της φυλακής του, κινήσας εις την περιπαθεστέραν συναίσθησιν τους συνοδεύοντας αυτόν. Εις την φυλακήν τον περιέμενεν η σύζυγος και τα τέκνα του δια να ασπασθώσιν την δεξιάν του. Ο Μακρυγιάννης απέπεμψεν αυτά, λέγων ότι πρέπει να ευχαριστώνται μάλιστα διότι κατεδικάσθη αδίκως και διότι αποθνήσκει, αφήνων μίαν κοινωνίαν, από την οποίαν προ πολλού απελπίσθη».                                                                                                           
Αλλά και αι εφημερίδες της εποχής του πως, διαμαρτυρηθείσαι δια την καταδίκην του Μακρυγιάννη, δεν επεκαλέσθησαν το σημαντικόν τούτο επιχείρημα δια να εμποδίσουν την θανατικήν του εκτέλεσιν, αλλά έγραφαν: «…εσκέφθητε, ω στρατοδίκαι, ότι καταδικάζοντες τον Μακρυγιάννην, ατιμάζετε εις τον έξω κόσμον την Ελλάδα, αποδεικνύοντες αυτήν φωλεάν ληστών, δολοφόνων και προδοτών, ως έχουσι την καλωσύνην να ονομάζωσιν αυτήν οι φίλοι της; Αλλ΄ εγκαταλείποντες τους στρατοδίκας, ερωτώμεν σε, ω Κυβέρνησις: «… δεν σοι ήρκεσεν η προφανής παραμέλησις και αντίδρασις κατά των πολυτιμοτέρων του έθνους συμφερόντων, δεν σοι ήρκεσεν η βανδαλικωτέρα καταπάτησις και προσβολή της τιμής των πολιτών… αλλ΄ εχρειάσθης να εκθέσης τελευταίον αυτό… να εκθέσης και αυτήν την εθνικήν ημών τιμήν, την πρωτίστην ταύτην και πολύτιμον αρετήν του Ελληνικού έθνους, την οποίαν ακμαίαν διετήρησε και κατ΄ αυτήν την στυγεράν δουλείαν; Ω! μετά βαθείας αγανακτήσεως αποκρούομεν εν ονόματι του έθνους το αίσχος με το οποίον επεχείρησαν τελευταίον να το περιβάλωσι, και το οποίον θέλει καλύπτει το μέτωπον εκείνων μόνον, οίτινες ενήργησαν την πράξιν ταύτην, πνίξαντες εν εαυτοίς παν αίσθημα Ελληνικόν, πάσαν Ελληνικήν αρετήν».                                                                                                
Λέξις δεν ηκούσθη περί τρέλλας του ήρωος, ώστε να σταματήση κάθε διαδικασία εναντίον του και να αρθή κάθε στήριγμα της καταδίκης του. Εις τας καταθέσεις διαφόρων και αυτής της συζύγου του γίνεται λόγος, ότι ο Μακρυγιάννης εφαίνετο καμμία φορά να «τα έχη χαμένα», αλλά πρόκειται περί των στιγμών που αι οδύναι του τον καθίστων εκτός εαυτού, πράγμα το οποίον και ο ίδιος ομολογεί: «…Πότε ηκούσατε σεις αυτό, και άλλοι άνθρωποι οπού έχουν σενείδησιν και με ονομάζουν παράφρονα; Είμαι, δεν το αρνούμαι εις τους φρονούντας ούτω, και να σας είπω διατί είμαι παράφρων… Έχω δύο πληγάς εις την κεφαλήν, άλλην εις τον λαιμόν, άλλην εις την χείρα, ήτις ως εκ τούτου δεν έχει κόκκαλα, άλλην εις τον πόδα και άλλην εις την γαστέρα, και είμαι ζωσμένος με τα σίδερα και φυλάττω τα έντερα εντός αυτής… αυτάς τας πληγάς τας έλαβον δια την πατρίδα και όταν αλλάζη ο καιρός, οι δριμύτατοι πόνοι με καθιστώσι παράφρονα…». Φυσικά αυτό δεν είναι παραφροσύνη, αλλά ομολογία, εις σχετικόν δημοσίευμα, λογικευομένου ανθρώπου, αι αφόρητοι σωματικαί αλγηδόνες του οποίου υπερβαίνουν παν όριον αντοχής και οδηγούν εις στιγμιαίαν απώλειαν της νηφαλιότητός του. Ο Βλαχογιάννης, που ενήργησεν έρευναν εις την οικίαν του Μακρυγιάννη, κατόπιν προσκλήσεώς του υπό του υιού του υποστρατήγου Κίτσου, εύρε μεταξύ άλλων εγγράφων του και το κατωτέρω, το οποίον έγραψε τρεις ημέρας προ της μεταγωγής του από τον κατ΄ οίκον περιορισμόν εις τας απαισίας φυλακάς του Μενδρεσέ, το οποίον δίδει το μέτρον της οικειότητος και παρρησίας του προς τον Θεόν, ώστε να ομιλή «ως λαλεί τις προς τον εαυτού φίλον». Και όπως σημειώνει ο Βλαχογιάννης, «εις τον άνθρωπον τούτον δεν ήρκει… η ενδόμυχος και αένναος προς το θείον προσευχή, αλλ΄ επεθύμησε και επί του χάρτου ν΄ αποκρυσταλλώση τα πνίγοντα αυτόν αισθήματα… Εκ του μακρού τούτου μονολόγου, του γέμοντος πάθους φλέγοντος, και πνέοντος αίσθημά τι απελπισίας υπέροχον, ενιαχού δ΄ εκφεύγοντος εις μονότονον έκρηξιν ασυναρτήτων φράσεων, αποσπώμεν ενταύθα τμήμα τι, ίνα καταδείξωμεν το μέγεθος και το πλήθος των βασάνων όσα υπέστη ο ταλαίπωρος Μακρυγιάννης υπό της αδυσωπήτου εξουσίας», αλλά και να αποδειχθή, συμπληρώνομεν ημείς, ότι ο ήρως και μέσα εις τα τόσα βάσανα διετήρει και την πίστιν του προς τον Θεόν και την ισορροπίαν των φρένων του.             
«…Και τώρα γράφω με δάκρυα… και δεν μας ακούς και δεν μας βλέπεις… φυλακωμένοι έξι μήνες όλοι μας και με φρουρά, και να κοιτάζω αυτούς. Και να σκούζω νύχτα και ημέρα από τις πληγές μου, και να βλέπω τη δυστυχισμένη μου φαμιλιά και τα παιδιά μου πνιμένα εις τα κλάματα και ξυπόλυτα. Και έξι μήνες φυλακωμένος σε δυό αδρασκελιές κάμαρη… και γιατρόν να μη βλέπωμεν, ούτε ν΄ αφίνουν κανέναν να πλησιάση να μας ιδή, ως και αυτούς του δούλους μου τους φοβίζουν να μας αφήσουν να φύγουν, και ως φυλακωμένους υστερώ την ταλαίπωρή μου φαμιλιά και τους πλερώνω και με το στανιό μένουν… αρρώστησε η φαμιλιά μου (η σύζυγός του) και κάτω την κατέβασαν… Κάνω την έκτεσίν μου εις τον τύπον, ούτε μίλησε καμμιά φημερίδα δια εμάς… Τέλος πάντων όλοι θέλουν να χαθούμε· μας κάνουν ανάκρισες ολουνών, κατ΄ οίκον έρευνα, σπίτια, κατώγεια, ταβάνια, κασσέλες, εικόνες δικές σου… Ήρθαν ύστερα ανακριτές και ξετάζουν την φαμιλιά μου διατί νάχω μεγάλο κομπολόγι και ποιος καλόγερος μου τόδωσε… Και σε έξι μήνες μας θυμήθηκαν, και της δεκατρείς τουτουνού του μήνα, Αυγούστου 13, ήρθε ο μοίραρχος με τη στολή του, όπου μας φύλαγε, και μου λέγει να πάγω εις την φυλακή του Μεντρεσέ, όπου φυλακώνουν τους κακούργους και εγώ εις κίντυνον από τους πόνους, και νηστικός τόσες ημέρες, και οι μεγάλοι κλαμοί και φωνές όλης μου της φαμιλιάς που μου κάμαν, ύστερα σε ολίγο ήρθε ο γιατρός, και βλέποντας μας ελυπήθη και έφυγε…». Το κείμενον λοιπόν αυτό, κατά την πλέον δραματικήν φάσιν της περιπετείας του ευλαβεστάτου στρατηγού, μήπως παρέχει υποψίας παραφροσύνης; Αλλά και ύστερα από το διετές μαρτύριόν του και την γεύσιν του θανάτου, αφού τελικώς απεδόθη ελεύθερος πλέον εις την κοινωνίαν, ο εναντίον του πόλεμος των νεύρων δεν έπαυσε και παρά ταύτα η διανοητικότης του μαρτυρικού στρατηγού δεν φαίνεται να υπέστη καμμίαν αλλοίωσιν, όπως καταφαίνεται εις το ακόλουθον κείμενόν του: «…Αφού με λευτέρωσαν και πήγα στο χαλασμένο μου σπίτι και εις την ταλαίπωρή μου οικογένεια… μ΄ ανάδωσαν οι πληγές, την μία Λαμπρή επέρσι και την Λαμπρή οπού πέρασε πάγει δυο χρόνια τώρα… πήγα εις την σπηλιά οπούναι εις το περιβόλι μου να ξανασάνω… και με το στανιό και ακουμπώντα με το ξύλο έσωσα εκεί, μου ρίχνουν πέτρες και με χτυπούν και μαγαρισιές ανθρώπινες απάνω μου, «Φάγε από αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσης, οπούθελες να κάμης σύνταμα». Και μ΄ ανοίγουν τόσες νέες πληγές από τα χτυπήματα κι από τα αγκυλώματα, και με πάγει ως την σήμερον το όμπυον, και αίμα από μπροστά και από πίσω· εσάπισα, εσκουλήκιασα… Αυτά έστειλα εις την δημαρχία κι ακρόαση δεν μούδωσε. Και ξακολούθαγε αυτό ως την παραμονή του Σωτήρος. Κι ανήμερα με χτύπησαν πολύ, έμεινα νεκρός, δεν στανόμουν ζωντανός είμαι ή πεθαμένος… Νύχτωσα εκεί, και με χέρια και ποδάρια πήγα κ΄ έπεσα εις το κρεββάτι μου να μην με ιδή η δυστυχισμένη μου οικογένεια…». Δυστυχέστατε Μακρυγιάννη! Εάν λοιπόν, παρά τας θετούσας εις άκραν δοκιμασίαν την ψυχικήν ισορροπίαν του απιστεύτους καταδρομάς, ο Μακρυγιάννης ήνθεξε με ανδρείαν και απεδείχθη αλύμαντον το λογικόν του, όπως προκύπτει από το κείμενον, πως είναι δυνατόν να δεχθώμεν ότι προ των δοκιμασιών του αυτών είχε καταντήσει «ερείπιο σωματικό και ψυχικό»; Εις την σελ. 271 του βιβλίου «Οράματα και θάματα» αναγινώσκομεν εις τας Σημειώσεις, ότι «…άρχισαν διώξεις, απόπειρες δολοφονίας, φυλακίσεις, που τον έκαναν ερείπιο σωματικό και ψυχικό, δηλαδή δημιούργησαν προϋποθέσεις για τις εκδηλώσεις που αναφέρονται στο παρόν χειρόγραφό του»! Με άλλους λόγους, ο συντάκτης των Σημειώσεων θεωρεί τα όσα περιλαμβάνονται εις το εν λόγω βιβλίον ως αποτέλεσμα των διώξεων… φυλακίσεων και λοιπών ταλαιπωριών του στρατηγού, μη αντιληφθείς προφανώς, ότι το βιβλίον αυτό τελειώνει μόλις αρχίζουν αι πρώται υποψίαι περί συνωμοσίας! Εν πάση περιπτώσει είναι λυπηρόν να εξάγωνται συμπεράσματα με τόσην ευκολίαν δι΄ ένα πρόσωπον τόσον αξιόλογον όσον ο στρατηγός Μακρυγιάννης, όστις αποτελεί την ευγενεστέραν φυσιογνωμίαν του ΄21 και την πλέον συνεπή προσωπικότητα έναντι των ελληνορθοδόξων παραδόσεών μας. Πώς να δεχθή κανείς ότι ο Μακρυγιάννης ήτο τρελλός από τότε που ήρχισε την συγγραφήν των Απομνημονευμάτων του ή ύστερα από τας ταλαιπωρίας που υπέστη, όταν είναι γνωστόν το κείμενον που εδημοσίευσε ύστερα από την έξωσιν του Όθωνος, που ο λαός περιήγε ανά τας οδούς των Αθηνών τον ήρωα και κατέστη αντικείμενον εκδηλώσεων λατρείας, φερόμενον εις τας χείρας των αγωνιστών; «Είμαι πολύ υπόχρεως και ευγνώμων, γράφει, γενικώς εις όλους τους κατοίκους των Αθηνών δια τον μέγαν κόπον τον οποίον εκάματε δι΄ εμέ τον ανάξιον και μικρόν σας πατριώτην Μακρυγιάννη και ήλθατε όλοι εις το πτωχικόν σπίτι και μ΄ επήγατε εις όλα τα μέρη της Αθήνας και τα ξαναϊδα, όπου δεν είχα καμμιάν ελπίδα να τα ξαναϊδώ… Αγαπητά τέκνα της πατρίδος, ο πατριώτης σας Μακρυγιάννης σας είπε και σας λέγει ποία ημπορούν να μας σώσουν· η αγάπη μεταξύ μας, η ησυχία και καλή τάξις. Αυτά, τέκνα του Θεού, τα οποία με υποσχέθητε ότι θα τηρήσετε, τα είδα εμπράκτως από τα αγαθά σας αισθήματα… Σας ευχαριστώ κι ργώ ο ελάχιστος πατριώτης σας Μακρυγιάννης και σας μένω υπόχρεως και παρακαλώ τον Θεόν νύκτα και ημέραν με δάκρυα να σας προφυλάξη από παν κακόν και να σας ευλογήση. Έχετε την ευλογίαν του Θεού, διότι αλήθεια είναι ο Θεός και την αλήθειαν υποστηρίζετε».                                                                                                             
Το κείμενον αυτό, το οποίον ο πολυπαθής στρατηγός εδημοσίευσεν εις τας 29 Οκτωβρίου του 1862, παρουσιάζει ψηλαφητήν διανοητικήν διαύγειαν και ακμαίαν ψυχικήν κατάστασιν. Πως ο λαός θα περιέφερε ανά τας οδούς των Αθηνών επί των ώμων, ως άλλον Διαγόραν, τον γηράσαντα ήρωα, αν ήτο τρελλός, όπως προσπαθούν να τον παρουσιάσουν τελευταίως από την τηλεόρασιν, επειδή η πρόσβασίς του εις την περιοχήν των υπέρ φύσιν και αι συνεχείς προσευχαί του προσκρούουν εις την υλιστικήν των κοσμοθεωρίαν; Αλλά και το γεγονός, ότι η πολιτεία τον προήγαγε εις αντιστράτηγον και η εθνοσυνέλευσις τον εξέλεξε Πληρεξούσιον Αττικής εις ηλικίαν 68 ετών, ταύτα δεν σημαίνουν ότι παρά το γήρας του και τους συνεχείς πόνους του διετήρει την υγείαν του νου του; Ο Βλαχογιάννης μας δίδει τας ειδήσεις: «Τη 17 Οκτωβρίου 1862 δια διατάγματος της Προσωρινής Κυβερνήσεως ο Μακρυγιάννης ανέκτησε τον βαθμόν του υποστρατήγου, την δε 20 Απριλίου του 1864 προεβιβάσθη εις αντιστράτηγον. Κατά την συγκληθείσαν Συνέλευσιν ο Μακρυγιάννης εξελέγη πληρεξούσιος Αττικής, σπανίως όμως μετείχε των συνεδριάσεων…». Ο Βλαχογιάννης εις την εισαγωγήν του, εις τα Απομνημονεύματα του μεγάλου Μακρυγιάννη, προβαίνει εις μίαν διαφωτιστικήν περιγραφήν του, εκ πληροφοριών προφανώς του υιού του Κίτσου: «Σκυθρωπός, ουδέποτε γελών ή μειδιών, μόνην παρηγορίαν εύρισκεν εν τη μετά των μικροτέρων αυτού τέκνων αναστροφή. Η όψις αυτού εκ του γήρατος και των παθημάτων είχε προσλάβη έκφρασίν τινα εγκαρτερούντος ερημίτου ή μάρτυρος. Αλλ΄ όμως υψηλός και λεπτός ως ήτο, ευλύγιστος και ευθύς πάντοτε παρά την ηλικίαν, μη κάμψασαν το σώμα αυτού μέχρι θανάτου, απλούστατα ενδυόμενος, κομψώς φέρων την λευκήν φλοκάταν, αχώριστον απ΄ αυτού, και την αγκυλωτήν ράβδον, είχε το ήθος εκείνο το απερίγραπτον, τον αέρα της λεβεντιάς της ουδέποτε γηρασκούσης, αλλά θαλλούσης πάντοτε. Το αποστεωθέν αυτού πρόσωπον, οι οφθαλμοί οι βαθέως κοίλοι αλλά πάντοτε αστράπτοντες, ελαφρώς καστανοί το χρώμα, η γενειάς η κατάλευκος και η κόμη η οπίσω μέχρι των ώμων καταπίπτουσα, το φαλακρόν μέτωπον μετά της βαθείας πληγής, η ρις η υπόγρυπος και ο πώγων ο ισχυρός, πάντα συνηνούντο εις σύνολόν τι ανδρικόν άμα και γλυκύ, βλοσυρόν και πλήρες αγαθότητος, ευπροσήγορον και αγέρωχον, αρματωλικόν και ιερατικόν συγχρόνως».                                                                                     
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης εκοιμήθη εν Κυρίω την 27 Απριλίου του 1864 από υπερβολικήν εξάντλησιν του σώματος. Η κηδεία του υπήρξεν επιβλητική, ακολουθήσαντος όλου του λαού των Αθηνών. Τον επικήδειον απήγγειλεν ο ιατρός Αν. Γούδας, τον δε επιτάφιον εξεφώνησεν ο γνωστός δημοσιογράφος Οδ. Ιάλεμος, ενώ εμπνευσμένον ποίημα απήγγειλεν ο Αχ. Παράσχος, ο οποίος τον εχαρακτήρισεν ως «κεραυνόν της τυραννίας» και ως «δρυν εκπληκτικώς ηχούσαν».  Κλείων τας περί του Μακρυγιάννη σκέψεις μου, παραθέτω απόσπασμα από τον επιτάφιον του Ιαλέμου, εφιστών την προσοχήν του αναγνώστου επί της φράσεως: «…είχε λάβει την κατά κεφαλής οδυνηράν εκείνην πληγήν, ήτις συνέτεινεν εις την έξαψιν της ζωηράς αυτού φαντασίας…», γεγονός που ερμηνεύει τα ποικίλα «οράματά» του και τας φαντασιώσεις του, όντα εντελώς διάφορα της διασαλεύσεως των φρενών, όπως αφρόνως φρονούν ωρισμένοι φίλοι του!                                                                                                                                 
«…Μετά πολλάς της επαναστάσεως περιπετείας, καθ΄ ας ανεφάνη ο πατριωτισμός και η σύνεσίς του, τω επεφυλάχθη να δρέψη νέας δάφνας εις τον τόπον εκείνον, όστις παρά το δεσμωτήριόν του ακριβώς κείμενος έμελλε με τας ζωηράς αναμνήσεις των στρατιωτικών του κατορθωμάτων να τω επαυξάνη τας οδύνας και να επιτείνη τους ηθικούς και τους σωματικούς του πόνους. Εκεί απέναντι, παρά το απαίσιον τούτο νοσοκομείον, του οποίου και εις τας τελευταίας του στιγμάς ενθυμήθη τα βασανιστήρια, είχε λάβει την κατά κεφαλής οδυνηράν εκείνην πληγήν, ήτις συνέτεινεν εις την έξαψιν της ζωηράς αυτού φαντασίας και της οποίας αι ανανεούμεναι αλγηδόνες δεν δύνανται να συγκριθώσι παρά με το άγριον μίσος του Όθωνος και της συζύγου του προς τον πρωταγωνιστήν της 3ης Σεπτεμβρίου… Οπωσδήποτε, σεβαστέ γέρων, ευλόγει τους νέους της πατρίδος σου στρατιώτας, εις των οποίων τας καρδίας αιωνία και ζωηρά θα παραμείνη η μνήμη σου, όπως αιωνία και ζωηρά εντετυπωμένη θα παραμείνη εις τους επερχομένους η ευγνωμοσύνη προς τους αγώνας σου, το ευλαβές προς τα μαρτυρικά σου βασανιστήρια σέβας…».

Δεν υπάρχουν σχόλια: