Τη ΙΔ΄ (14η) του αυτού μηνός, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ του Αγιορείτου και σοφωτάτου της Εκκλησίας διδασκάλου.

Η αρετή είναι όντως μέγα και ουράνιον πράγμα, ως έχον πηγήν και αρχήν τον Θεόν, και ως τιμώσα και δοξάζουσα τους φίλους και εργάτας αυτής. Δι’ αυτής ετιμήθησαν οι Άγιοι Προφήται, εμεγαλύνθησαν οι θεηγόροι Απόστολοι, ηνδραγάθησαν οι καλλίνικοι Μάρτυρες, ελαμπρύνθησαν οι θεοειδείς Ιεράρχαι και ωκειώθησαν τω Θεώ οι απ’ αιώνος θεοφόροι Πατέρες. Δια της αρετής ειργάσαντο «ξένα και παράδοξα» εν τω κόσμω οι αγαπήσαντες ολοψύχως τον Θεόν Άγιοι και ανεδείχθησαν πολύφωτοι φωστήρες, «λόγον ζωής επέχοντες» και φαίνοντες «από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών», προς φωτισμόν «των εν σκότει και σκιά θανάτου» κατά την θείαν ρήσιν και προς σωτηρίαν ψυχών αιώνιον. Η αρετή αναδεικνύει τον άνθρωπον μακάριον, Άγγελον επίγειον, πλήρη θείου φωτός, σιωπώντα και λαλούντα και ορώμενον, έμψυχον στηλογραφίαν παντός καλού και λυσιτελούς, κληρονόμον Θεού, συγκληρονόμον Χριστού. Της αρετής φίλος γνήσιος και αληθής εργάτης και μυσταγωγός και υποφήτης «έργω και λόγω» υπήρξε και ο θεοφόρος Νικόδημος, ο μέγας της Εκκλησίας και πολύσοφος διδάσκαλος, το θαύμα των εν Άθω μοναστών, ο φαεινός εωσφόρος της ουρανίου σοφίας και της εν Χριστώ ζωής, ο εν εσχάτοις λάμψας καιροίς και καταφωτίζων της οικουμένης τα πέρατα δια των θεοσόφων αυτού συγγραμμάτων· η εύηχος σάλπιξ του Αγίου Πνεύματος· η μελίρρυτος και σοφωτάτη γλώσσα, η εν «δυνάμει λόγου» διατρανούσα και αναπτύσσουσα τα ρήματα της αιωνίου ζωής και τα των Πατέρων συνεπτυγμένα νοήματα· της ασκητικής ζωής ο πρακτικώτατος υφηγητής· των πνευματικών αναβάσεων ο θεοειδής μυστογράφος και των εν αυταίς ελλάμψεων ο θείος εκφάντωρ· της Ορθοδόξου Εκκλησίας «ο στύλος και το εδραίωμα» και το εξαίρετον καύχημα, και πάσης αιρετικής και κακοφώνου διδαχής ο ισχυρότατος καθαιρέτης·
ο πολυειδώς και πολυτρόπως δοξάσας τον Θεόν, και επαξίως παρά Θεού δοξασθείς. «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω», λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Ούτος ο πολύς εν σοφία και μέγας εν αρετή, ο περιφανής της Εκκλησίας φωστήρ και διδάσκαλος, το στόμα των πάλαι Οσίων διδασκάλων θείος Νικόδημος, εγεννήθη εν τη νήσω των Κυκλάδων Νάξω, κατά το σωτήριον έτος 1749, εκ γονέων ευσεβών και εναρέτων, Αντωνίου και Αναστασίας, το επίθετον Καλλιβούρση. Δια του αγίου Βαπτίσματος ωνόμασαν αυτόν Νικόλαον, και πρώτοι ούτοι εγαλούχησαν τον υιόν των δια των ζωηφόρων της πίστεως ναμάτων, εκ βρεφικής ηλικίας. Τρανή απόδειξις της θερμής των γονέων του Οσίου ευσεβείας, και μάλιστα της μητρός αυτού, είναι το γεγονός, ότι βραδύτερον αύτη εγένετο Μοναχή, άρασα τον ελαφρόν του Κυρίου ζυγόν, μετονομασθείσα Αγάθη. Εξ απαλών ονύχων εφαίνετο ο Όσιος οποίος έμελλε να αποβή μετά ταύτα· διότι ήτο λίαν προσεκτικός και φρόνιμος, καίτοι εν παιδική ηλικία, αποφεύγων τας ματαίας συναναστροφάς, και παν δυνάμενον να επιφέρη βλάβην εις τον έσω άνθρωπον. Επιμέλεια ηθών, αγχίνοια έξοχος, τρόπων ευκοσμία, ζήλος περί τα καλά και ωφέλιμα, αγάπη προς την θύραθεν και την κατά Θεόν παιδείαν, ήσαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του νεαρού Νικολάου. Αλλά πλέον πάντων διεκρίνετο δια την μεγάλην οξύτητα του νοός, την ακριβή διορατικότητα, την λαμπράν ευφυϊαν και την απέραντον μνήμην, δι’ ων κατέπληττεν όχι μόνον τους συνομήλικας, αλλά και πάντας τους ορώντας τοσαύτα εξαίρετα προσόντα και αγλαά προτερήματα εν τοιαύτη νεαρά έτι ηλικία. Τα πρώτα γράμματα εδιδάχθη εν τη Νάξω, εν τη ιδιαιτέρα αυτού πατρίδι Χώρα, παρά του ιερέως της ενορίας του, παρά του οποίου και εδιδάσκετο συγχρόνως την προς τον Χριστόν αγάπην και προς την αγίαν αυτού Εκκλησίαν, και παν ωφέλιμον και λυσιτελές, και τον οποίον ιερέα μετ’ ευλαβείας και προθυμίας εξυπηρέτει, διακονών κατά την τέλεσιν της θείας Λειτουργίας και τας λοιπάς ιεροπραξίας. Καταρτισθείς ούτω καταλλήλως ο μακάριος παρά του ευλαβούς ιερέως της ενορίας, εφοίτησεν ύστερον εις την εν Νάξω σχολήν, εν τη οποία εδιδάχθη τα θύραθεν και τα ιερά γράμματα παρά του εναρέτου και σοφού διδασκάλου του γένους Αρχιμανδρίτου Χρυσάνθου, αδελφού του θαυμαστού και περιβοήτου «εν λόγω και έργω και ανατροφή» ισαποστόλου και ιερομάρτυρος Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Είναι δε γνωστόν, ότι εις την Νάξον, τη μερίμνη των λογίων Αρχιερέων Θεωνά, Αθανασίου, Ιωάσαφ και άλλων, είχεν ιδρυθή σχολή, η οποία από του 1770 και εντεύθεν ανεκαινίσθη. Από δε του 1781 εγκατεστάθη εν τη Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, ένθα ελειτούργει μέχρι του 1821. Εις την σχολήν ταύτην εχρημάτισε διευθυντής ο ρηθείς Αρχιμανδρίτης Χρύσανθος ο Αιτωλός, και εδίδαξεν εν συνεχεία μέχρι του θανάτου αυτού, επισυμβάντος εν έτει αψπε΄ (1785). Τοιούτου διδασκάλου τυχών ο νεαρός Νικόλαος εξεπαιδεύθη θαυμασίως ως έδει και εξεκαύθη η φιλόθεος αυτού καρδία προς πλείονα παιδείαν και εκμάθησιν ανωτέρων γνώσεων. Άγων δε το 16ον  έτος της ηλικίας, ωδηγήθη υπό του πατρός αυτού εις Σμύρνην, εις την λαμπράν Ελληνικήν σχολήν της πόλεως ταύτης, την ονομασθείσαν αργότερον και γενομένην περιάκουστον ως Ευαγγελικήν Σχολήν, και εισήχθη ως οικότροφος εν τω μαθητικώ αυτής κοινοβίω. Ενταύθα έσχε σπουδαιότερον διδάσκαλον, τον επιφανή κατά την εποχήν εκείνην δια την παιδείαν και ονομαστόν δια την αρετήν Ιερόθεον Βουλισμάν τον Ιθακήσιον, και παρέμεινεν εν τη σχολή επί 5 έτη. Προκόπτων ο μακάριος εις τα μαθήματα κατέπληττε τους πάντας δια τας θαυμασίας αυτού επιδόσεις, την πλουσιωτάτην μνήμην, την φωτεινήν κρίσιν, αλλά και δια την άκραν επιμέλειαν των ηθών και την χρηστότητα των τρόπων. Δι’ αυτόν θα ηδύνατο να λεχθή ό,τι ο Θεολόγος Άγιος Γρηγόριος είπε δια τον Μέγαν Βασίλειον. «Ποίον είδος ουκ επήλθε παιδεύσεως; Μάλλον δε ποίον ου μεθ’ υπερβολής ως μόνον; Ούτω μεν άπαντα διελθών, ως ουδείς εν· ούτω δε εις άκρον έκαστον, ως των άλλων ουδείς». Μαθητεύων εν τη σχολή ταύτη ο νεαρός Νικόλαος εγίνετο διδάσκαλος των συμμαθητών αυτού, αναλύων, αποσαφηνίζων και εκμανθάνων εις αυτούς όσα δεν κατώρθωναν κατά τας ώρας της διδασκαλίας να αντιληφθώσι και εννοήσωσι σαφώς. Δια την προθυμίαν του αυτήν, αλλά και δια την όλην καλωσύνην του και τα λοιπά περικοσμούντα αυτόν χαρίσματα, ετύγχανε κατ’ εξοχήν αγαπητός εκ μέρους των συμμαθητών του, ώστε να προθυμοποιούνται και επιδιώκουν ούτοι να τον αντικαθιστούν εις τας διαφόρους υπηρεσίας του οικοτροφείου, παρά τας διαμαρτυρίας και αντιρρήσεις του. Αυτός ούτος ο διδάσκαλος Ιερόθεος, εκτιμών την λαμπράν θεολογικήν και λοιπήν βαθείαν μόρφωσιν και αρετήν του Νικολάου, έγραφε βραδύτερον προς αυτόν, αναχωρήσαντα πλέον εκ της σχολής. «Ελθέ, υιέ μου, καν τώρα εις το γήρας μου, να σε αφήσω μετά θάνατον εις το σχολείον διδάσκαλον, ότι δεν έχω πλέον άλλον ωσάν σε όμοιον εις την προκοπήν». Εν τη σχολή ταύτη εδιδάχθη και εξέμαθε, πλην των εγκυκλίων μαθημάτων, των θεολογικών γραμμάτων και των αρχαίων Ελληνικών, την Λατινικήν, την Ιταλικήν και την Γαλλικήν γλώσσαν. Η δε επίδοσίς του και η γνώσις της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης είναι τω όντι σπανία, ήτις θαυμασίως διαλάμπει εις πάντα τα έργα αυτού. Εγένετο βαθύς κάτοχος αυτής, δυνάμενος να γράφη και να εκφράζηται εις οιανδήποτε μορφήν των ιστορικών φάσεων και παραλλαγών της γλώσσης ημών. Μετά της ιδίας ευχερείας, δια της οποίας εξήγει εις την απλοελληνικήν τα ιερά κείμενα προς κατανόησιν αυτών υπό του λαού, συνέτασσε και τα αρχαιοπρεπέστατα επιγράμματα εις την Ομηρικήν διάλεκτον. Κατά το 1770 εξ αιτίας των υπό των Τούρκων κατά των Χριστιανών εν Σμύρνη διωγμών και σφαγών, εξαγριωθέντων δια την πυρπόλησιν του στόλου αυτών υπό των Ρώσων παρά τον Τσεσμέν, ανεχώρησεν εκείθεν και επανήλθεν εις την πατρίδα αυτού Νάξον, ένθα ο τότε Μητροπολίτης Παροναξίας Άνθιμος Βαρδής προσέλαβεν αυτόν ως γραμματέα και ακόλουθόν του, έχων σκοπόν να προπαρασκευάση αυτόν αρμοδιώτερον «επί τα τελεώτερα της χάριτος» και εισαγάγη κατόπιν εις το ιερατικόν στάδιον, «εις διακονίαν Κυρίου». Επί 5 έτη έμεινε πλησίον του Ανθίμου εν Νάξω, όπου και τω εδόθη ευκαιρία να γνωρισθή μετά των οσιωτάτων και εναρέτων Αγιορειτών Ιερομονάχων Γρηγορίου και Νήφωνος και του Μοναχού Αρσενίου, ανδρών τη αληθεία τους πλείστους υπερεχόντων τη αρετή και σεμνότητι. Ούτοι αφηγήθησαν αυτώ τα της μαναχικής ζωής και αγγελικής πολιτείας των ασκητών εν Αγίω Όρει, και εμύησαν τα της νοεράς προσευχής, γνωρίσαντες τούτον κατάλληλον και επιδεκτικόν των μυστηρίων της μακαρίας ταύτης εργασίας. Εκ της συναναστροφής και συνομιλίας μετά των Οσίων τούτων ανδρών ηχμαλωτίσθη η καρδία του μακαρίου προς ένθεον ζήλον και ανεφλέγη προς πόθον της αγγελικής ζωής των μοναστών του Άθωνος. Επειδή δε πολλά είχεν ακούσει περί της αρετής και σοφίας του Μητροπολίτου Κορίνθου Αγίου Μακαρίου του Νοταρά, ήλθε και συνήντησεν αυτόν εις Ύδραν, διατρίβοντα εκεί, δια να ενισχυθή και φωτισθή παρ’ αυτού έτι περισσότερον εις την κατά Χριστόν ασκητικήν ζωήν, προς την οποίαν είχεν ήδη κατευθύνει όλην την ροπήν της ψυχής του. Εκ της αγίας αυτής συναντήσεως ανεπτύχθη στενός και ισόβιος εν Πνεύματι Αγίω σύνδεσμος και βαθεία αγάπη και εκτίμησις μεταξύ των δύο τούτων αγίων και θεοφόρων ανδρών. Εκεί εγνώρισεν επίσης τον περιβόητον δια την αρετήν αυτού Μοναχόν Σίλβεστρον τον Καισαρέα, έξω της νήσου εν κελλίω ερημικώ ασκούμενον, «τον υψίνουν και πλατύνουν, το μέλι της ησυχίας και θεωρίας τρεφόμενον», παρά του οποίου επί πλέον εξεκαύθη και ανεπτερώθη εις την αγγελικήν των Μοναχών πολιτείαν και διαγωγήν. Καιομένην έχων ήδη την καρδίαν προς την εν πνεύματι μακαρίαν ζωήν και τα τελειότερα του Πνεύματος χαρίσματα, λαβών συστατικά παρά του ρηθέντος Γέροντος Σιλβέστρου γράμματα, ανεχώρησεν εκ της Νάξου κατά το 1775 δια το Άγιον Όρος αρνησάμενος κόσμον και εαυτόν, κατά την του Κυρίου φωνήν, επιθυμών να άρη τον γλυκύν και χρηστόν του Σωτήρος Σταυρόν. Κατά την αναχώρησίν του εκ Νάξου συνέβη το εξής περιστατικόν, δεικνύον τον διάπυρον ζήλον του Νικολάου προς την μοναχικήν ζωήν. Κατελθών εις τον αιγιαλόν εύρεν ιστιοφόρον ετοιμαζόμενον προς αναχώρησιν δι’ Άγιον Όρος, και μεγάλως εδόξασε τον Θεόν επί τη εκπληρώσει του πόθου του. Παρεκάλεσε τότε τον πλοίαρχον να παραλάβη και αυτόν, όστις τω υπεσχέθη ότι την στιγμήν της αναχωρήσεως θα τον ειδοποιήση. Αλλά τις οίδε διατί, ανεχώρησε χωρίς να ειδοποιηθή ο Όσιος, όστις ιδών παρ’ ελπίδα το πλοίον αναχωρούν, ήρχισε να φωνάζη και να θρηνή διατί τον εγκατέλειψαν, και συγχρόνως έρριψεν εαυτόν εις την θάλασσαν, σκοπόν έχων να φθάση κολυμβών το αναχωρούν πλοίον. Ιδόντες τούτο οι ναύται επέστρεψαν και τον παρέλαβον και αποπλεύσαντες εκείθεν έφθασαν αισίως εις Άγιον Όρος. Aποβιβασθείς εν Αγίω Όρει ο Νικόλαος εχάρη χαράν μεγάλην σφόδρα, και ελθών κατά τας οδηγίας του ρηθέντος γέροντος Σιλβέστρου εις την Ιεράν και ευαγή Μονήν του Αγίου Διονυσίου, τιμωμένην επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, εύρεν εκεί πλείστους οσίους άνδρας, κεκοσμημένους πάση αρετή και σεμνότητι και ασκητικοίς χαρίσμασι, μεταξύ των οποίων τους Γέροντας Μακάριον μετά του πατρός αυτού, Αβράμιον και άλλους εν ευλαβεία και οσιότητι ασκουμένους τον πνευματικόν αγώνα, θαυμάσας δε την αρετήν αυτών, εκοινοβίασεν εν τη Ιερά και σεβασμία ταύτη Μονή. Ενταύθα πνέων θείου ζήλου προς την κατά Χριστόν οσίαν ζωήν, και αποβαλών πλήρως παν κοσμικόν φρόνημα και νόημα, εκάρη Μοναχός, λαβών το μικρόν σχήμα, και μετωνομάσθη από Νικολάου, όπου ωνομάζετο πρότερον Νικόδημος. Γνωρίσαντες οι αδελφοί της Μονής τα εξαίρετα χαρίσματα και την βαθείαν παιδείαν και γνώσιν του, έτι δε εκτιμήσαντες την θερμήν αυτού ευλάβειαν και την λοιπήν σπουδήν και προθυμίαν προς τους κανόνας και τας τάξεις της οσίας και σεμνής κοινοβιακής ζωής και το υποδειγματικόν αυτού ήθος, διώρισαν αυτόν αναγνώστην και γραμματέα της Μονής. Εν τη Ιερά ταύτη Μονή ο Όσιος Νικόδημος υπήρξε τύπος εν πάσιν απαράμιλλος, τόσον εν τη ανατεθείσα αυτώ διακονία, όσον και εν ταις πνευματικαίς πράξεσι, δια των οποίων ημέραν εξ ημέρας προήγετο «τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενος», υποτάσσων την σάρκα τω πνεύματι και λαμπρύνων τον νουν δια της μελέτης του κρείττονος, και προετοιμάζων εαυτόν δια τους τελειοτάτους αγώνας της θεοποιού ησυχίας και της άκρας κατά Χριστόν φιλοσοφίας, εν οις ανεδείχθη δοκιμώτατος και μέγας εν έργω και λόγω επί τοσούτον, ώστε πάντες έχαιρον και εθαύμαζον. Κατά το 1777 επεσκέψατο το Άγιον Όρος ο Κορίνθου Άγιος Μακάριος, ο γνωρίσας τον ιερόν Νικόδημον εν Ύδρα, και αφού προσεκύνησε τας Ιεράς Μονάς, ήλθεν εις Καρυάς και κατέλυσεν εις το κελλίον «Άγιος Αντώνιος» του συμπολίτου αυτού Δαβίδ. Ενταύθα εκάλεσε τον μακάριον Νικόδημον και προέτρεψεν αυτόν να επιθεωρήση προς έκδοσιν τα ογκωδέστατα πνευματικά βιβλία «Φιλοκαλίαν» και «Ευεργετινόν», και το περί «Θείας και ιεράς Μεταλήψεως» πονημάτιον αυτού, δώσας τας αφορμάς εις τον Όσιον άνδρα να επιδοθή εις τους υψηλούς πνευματικούς αγώνας, οίτινες ανέδειξαν αυτόν φωστήρα της Εκκλησίας αειλαμπέστατον και οικουμενικόν της ευσεβείας διδάσκαλον. Και ήρχισεν από της «Φιλοκαλίας», την οποίαν αφού διεξήλθε, τακτοποιήσας όπου ήτο ανάγκη τας εν αυτή περιεχομένας πνευματικάς και υψηλάς διδασκαλίας, συνέταξε γλαφυρώς εκάστου Οσίου συγγραφέως εν συνόψει τον βίον και της όλης βίβλου το λαμπρόν προοίμιον. Ακολούθως διώρθωσε τον «Ευεργετινόν», συντάξας και αυτού το θαυμάσιον προοίμιον, και εν τέλει διώρθωσε και επλάτυνε το «Περί συνεχούς Μεταλήψεως», άτινα παραλαβών ο Άγιος Μακάριος απήλθε προς εκτύπωσιν εις Σμύρνην. Μετά την αναχώρησιν του Αγίου Μακαρίου, ο θείος Νικόδημος παρέμεινεν εις Καρυάς, φιλοξενούμενος εις το εκεί κελλίον της Μεγίστης Λαύρας, τιμώμενον επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου και κοινώς επονομαζόμενον των «Σκουρταίων», μετά των οποίων και συνεδέθη δι’ αρρήκτου εν Χριστώ φιλίας και αγάπης, ένθα επί εν έτος αντέγραψε την «Αλφαβηταλφάβητον», βιβλίον συγγραφέν υπό του Οσίου Μελετίου του Γαλησιώτου και Ομολογητού, και περιέχον πνευματικά διδάγματα στιχηδόν, και είτα επανήλθεν εις την Μονήν αυτού. Αγωνιζόμενος ο θείος Πατήρ εν τη Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου τον καλόν της κατά Χριστόν ζωής και ασκήσεως αγώνα, και αναβάσεις καθ΄ εκάστην ημέραν εν τη καρδία αυτού ποιούμενος, ήκουσε την φήμην των αρετών του Κοινοβιάρχου Παϋσίου του Ρώσου, ευρισκομένου εις Μπογδανίαν (σημερινήν Ρουμανίαν), και έχοντος υπό τας πνευματικάς αυτού οδηγίας υπέρ τους χιλίους αδελφούς, τους οποίους συν τοις άλλοις εδίδασκε και την νοεράν πρσευχήν, απεφάσισε να μεταβή εκεί, ως άκρος εραστής της θεοποιού ταύτης νοεράς προσευχής. Αλλ’ αποπλεύσαντες του Άθωνος κατελήφθησαν υπό σφοδράς εν πελάγει τρικυμίας, κινδυνεύσαντες να πνιγώσι, και ηναγκάσθησαν να αλλάξουν κατεύθυνσιν, μετά πολλού δε κόπου προσήραξαν εις Θάσον, ένθα μετέβαλε σκοπόν. Επανελθών εις Άγιον Όρος, δεν μετέβη εις την Μονήν του Αγίου Διονυσίου, αλλά καταφλεγόμενος υπό του έρωτος της ησυχίας προς απερίσπαστον μελέτην των θείων Γραφών και αδιάλειπτον και αρρέμβαστον προσευχήν, ήλθε προσωρινώς εις το κελλίον των Σκουρταίων, μετά δε ταύτα εγκατεστάθη εν τινι δωματίω ησύχω και μεμονωμένω του κελλίου «Άγιος Αθανάσιος», όπου και ησύχασεν, επιδιδόμενος εις πνευματικάς μελέτας και αδιαλείπτους προσευχάς, δι ων ελαμπρύνετο ο νους του και ετρέφετο η ψυχή του, και εφαίνετο όλος θεοειδής και πλήρης ουρανίου γαλήνης και χάριτος. Ησχολείτο δε και εις αντιγραφήν κωδίκων προς πορισμόν των απαραιτήτως χρειωδών της ζωής. Εκεί συνέταξε τα ιδιόμελα και προσόμοια τροπάρια προς πλουτισμόν της ακολουθίας των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου, επ’ ονόματι των οποίων ετιμάτο ο Ναός του κελλίου. Μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού ήλθεν εκ Νάξου και εγκατεστάθη εις την Σκήτην της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος (νυν Καψάλαν) ο λίαν ενάρετος Μοναχός Γέρων Αρσένιος ο Πελοποννήσιος, τον οποίον εγνώρισεν εν Νάξω ο θείος Νικόδημος, και εκ του στόματος του οποίου ήκουσε τα ουράνια και γλυκύτατα ρήματα περί της ασκητικής ζωής, και όλος ετρώθη εξ αυτών προς τα κρείττονα χαρίσματα. Μαθών την έλευσιν τούτου ο θείος Πατήρ, ήλθεν εις την Σκήτην του Παντοκράτορος, ευρών δε τούτον εγένετο υποτακτικός αυτού. Ενταύθα, εν τη Ιερά ταύτη Σκήτη, έστησεν ο αοίδιμος την παλαίστραν των ασκητικών αγώνων, αποδυθείς εις το μέγα στάδιον της ησυχίας, την οποίαν τοσούτον επόθει και ως διψώσα έλαφος επεδίωκε να εύρη. Ενταύθα, εν τη ποθητή ησυχία, ο θείος Πατήρ επεδόθη εξ ολοκλήρου εις τους μεγάλους πνευματικούς αγώνας της κατά Χριστόν ιεράς φιλοσοφίας, και «νυκτός και ημέρας μελετών εν τω νόμω του Θεού», και τας θεοπνεύστους Αγίας Γραφάς, και τους θεοσόφους Πατέρας της Εκκλησίας, επληρώθη θείας αγαλλιάσεως, και έγνω μυστήρια Θεού, ζων υπέρ τα ορώμενα. Τις να διηγηθή τους ενταύθα και απ’ εντεύθεν θείους αγώνας και καμάτους του μακαρίου Πατρός; Αρνησάμενος τελείως εαυτόν, και λιπών πάσαν φροντίδα περί τα υλικά, ενέκρωσεν ολικώς το φρόνημα της σαρκός δια της συντόμου νηστείας, της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής, και των λοιπών κακουχιών της επιπόνου ασκητικής ζωής, δι’ ης όλος ελαμπρύνθη και ηγιάσθη. Εντεύθεν ως άλλος θεόπτης Μωϋσής ανήλθεν εις το όρος των αρετών, και εισήλθεν εις το υπέρφωτον γνόφον της εν Πνεύματι θεωρίας, και είδεν, ως ην ανθρώπω δυνατόν, τον αόρατον Θεόν, και ήκουσεν άρρητα ρήματα, και εδέχθη τον ενυπόστατον της χάριτος φωτισμόν και τας αϋλους ελλάμψεις και επιπνοίας του Παρακλήτου. Και εθεώθη κατά μέθεξιν, και εγένετο μακάριος και θεοειδέστατος, και Άγγελος μετά σώματος, και ένθους μύστης της ουρανίου γνώσεως, και εκφάντωρ ακριβέστατος της εν πνεύματι ζωής, διαπορθμεύων και σαφηνίζων ημίν δια «του λόγου της χάριτος» τους καρπούς και τα αγαθά αυτής, των οποίων ήτο πλήρης. Πληρωθείς εντεύθεν ο θείος Νικόδημος «χάριτος και σοφίας», και λαβών ουρανόθεν χάρισμα της διδασκαλίας, ανεδείχθη φαεινότατος φωστήρ της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, μέγας διδάσκαλος του Χριστιανικού πληρώματος και κράτιστος αντίπαλος πάσης αιρέσεως και ετεροδόξου διδαχής. Ως ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον  και τρυφής, κατά τον Δαβίδ, χειμάρρους ανέβλυσεν εκ του μακαρίου του στόματος ο λόγος της χάριτος και οι ποταμοί της διδασκαλίας, καταδροσίζοντες και καταρδεύοντες τόσον τους εν Αγίω Όρει Μοναχούς, όσον και την λοιπήν του Χριστού αγίαν Εκκλησίαν. Η δε αγία του χειρ ανεδείχθη «κάλαμος γραμματέως οξυγράφου», συγγράψασα πλήθος ιερών συγγραμμάτων και αγίων βίβλων, και πλείστους πνευματικούς και γλυκείς ύμνους και ασματικάς ακολουθίας εις διαφόρους Αγίους. Ολόκληρον βιβλιοθήκην αποτελούσι τα ιερά αυτού συγγράμματα, θεολογικά, δογματικά, ερμηνευτικά και ηθικά, εν οις διαφαίνεται το ύψος και το βάθος της παντοδαπού θείας και ανθρωπίνης γνώσεως, και το χύμα της ουρανίου σοφίας. Μυρίους κόπους και ιδρώτας κατέβαλεν ο θεοφόρος Νικόδημος, συγγράφων νύκτα και ημέραν τας ιεράς του διδαχάς, προς ωφέλειαν του πλησίον και πλουτισμόν της Αγίας ημών Εκκλησίας, την οποίαν τοσούτον κατελάμπρυνε και κατεκόσμησεν εν εσχάτοις χρόνοις. Κατά το 1782 ο Γέρων Αρσένιος εκ της Σκήτης του Παντοκράτορος απήλθεν εις την απέναντι του Άθω νησίδα Σκυροπούλαν, τον οποίον ηκολούθησεν ο θείος Νικόδημος. Η διαβίωσις εκεί υπήρξε πλήρης δυσκολιών και ταλαιπωριών. Εξ επιστολής την οποίαν έστειλεν εκείθεν εις τον εξάδελφόν του και Επίσκοπον Ευρίπου Ιερόθεον, πληροφορούμεθα δια το άγονον της νήσου, όπου μόνον «όρνεα, αι γρήες, ιχθυοφάγα, αιγιαλοίς και παραλίοις πέτραις ενδιαιτώμενα, νυκτινόμα και φωνήν απηχή αφιέντα, τοις κλαυθμηρισμοίς των νηπίων προσεοικυίαν» ήσαν οι μόνοι σύντροφοι. Και εκεί η ζωή του ήτο αγγελική και ουράνιος. Έζη ως άσαρκος και μόλις επήρκει, εργαζόμενος σκληρώς, εις τας στοιχειώδεις βιοτικάς ανάγκας. Και τούτο διότι προετίμησεν, όπως γράφει ο ίδιος, «τον εργατικόν και χειρωνακτικόν βίον, δικελλίτης γεγονώς και σκαπανεύς, σπείρων, θερίζων, και καθ’ εκάστην αλέθων και τάλλα πάντα ποιών, οις η πολύμοχθος χαρακτηρίζεται των ερημονήσων ζωή και πολυειδής περιπέτεια». Επί πλέον δε εκεί εστερείτο βιβλίων, αλλ’ έχαιρε «χαράν ανεκλάλητον και δεδοξασμένην», επιδιδόμενος εις την αδιάλειπτον νοεράν προσευχήν, δι’ ης κατενελάμπετο ο νους του και εδέχετο τας ουρανίους αποκαλύψεις και θείας μυήσεις της υπερκοσμίου σοφίας. Αλλά καίτοι εστερείτο πάντων, ζων ως Άγγελος, καίτοι αποφεύγων πάσαν επικοινωνίαν και φροντίδα μετά των έξω, δηλονότι του κόσμου, υπήκουσεν όμως εις την παράκλησιν του εξαδέλφου του Ιεροθέου, αποβλέπων εις την εκ τούτου ωφέλειαν, και έγραψε, κατά μικρά διαλείμματα «από της σκαφής και του χειρομύλωνος» θαυμάσιον πολυσέλιδον βιβλίον, πλήρες σοφίας θείας και ανθρωπίνης, κατωχυρωμένον δια πολλών μαρτυριών τόσον εκ των θείων Πατέρων, όσον και εκ των έξω σοφών, υπό τον τίτλον «Συμβουλευτικόν», καθό περιέχον συμβουλάς προς Αρχιερείς μεν ειδικώτερον, και προς πάντας τους πιστούς γενικώτερον. Το σοφόν τούτο σύγραμμα, εν ω διαπραγματεύεται παρί φυλακής αισθήσεων και του κατά τον έσω άνθρωπον αγώνος προς τελειοποίησιν, δεικνύει εξαιρετικώς την πλουσίαν εκ Θεού χάριν και την απέραντον μνήμην του μεγάλου τούτου πατρός, γράψαντος εν ερημονήσω, στερουμένου και αυτών των στοιχειωδών. Ο ίδιος θείος Πατήρ, χαριτολογών κάπως, έγραφε προς τον Ιερόθεον, ότι « κατά την εικόνα των αναμηρυκαζόντων ζώων… πάνθ’ όσα δι’ αναγνώσεως έφθη εντυπωθέντα τω, κατ’ Αριστοτέλη, αγράφω αβακίω της εμής φαντασίας, και κατά Πρόκλον, τοις ιεροίς σηκοίς του εμού νοός, ή μάλλον ειπείν το του θείου Δαβίδ, «άπερ εν τη καρδία μου έκρυψα θεία λόγια, όπως αν μη αμάρτω», ταύτα φημί (όσα δηλονότι τω προκειμένω σκοπώ συνετέλουν) αναπεμπάσας και μνημονεύσας, κατά την υπό των Πλατωνικών καλουμένην αναζωγράφησιν, τω ρυπώδει τουτωϊ Συμβουλευτικώ ενεχάραξα». Δια να τον ανακουφίση ολίγον εκ των στερήσεων της ερημικής ζωής ο Ιερόθεος του έστειλεν εις Σκυροπούλαν τροφάς, ενδύματα και σκεπάσματα, άτινα ευχαρίστων εδέχθη ο θείος Πατήρ. Κατά το 1783 επανήλθεν εις Άγιον Όρος και έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα παρά του οσιωτάτου Γέροντος Δαμασκηνού Σταυρουδά. Μετά πάροδον ολίγου καιρού εγκατεστάθη οριστικώς εις αγορασθείσαν καλύβην, ευρισκομένην άνωθεν του Κυριακού της Σκήτης του Παντοκράτορος, την λεγομένην του Θεωνά. Εν αυτή μετά εν έτος προσέλαβεν ως υποτακτικόν τον συμπολίτην αυτού Ιωάννην, μετονομασθέντα δια του αγγελικού σχήματος Ιερόθεον, όστις και υπηρέτησεν αυτόν επί έξ έτη. Ησυχάζων και εργαζόμενος εκεί το μέλι της αρετής, και καταλαμπόμενος υπό του φωτός του Αγίου Πνεύματος, συνέγραφε συνεχώς και εδίδασκε δια των σοφών και μελισταγών λόγων και πνευματικών νουθεσιών τους προσερχομένους αδελφούς, εκ των οποίων πλείστοι κατώκησαν εις τας πέριξ Καλύβας, δια να βλέπουν το χάριεν αυτού πρόσωπον και ακούουν την ουράνιον διδασκαλίαν του, διότι ως ελκύει ο μαγνήτης τον σίδηρον, ούτως είλκυε τους πάντας η επανθούσα χάρις εν τω Αγίω Νικοδήμω. Εκεί τη προτροπή του δια δευτέραν φοράν ελθόντος εις Άγιον Όρος, εν έτει αψπδ΄ (1784), αγαπητού του Μητροπολίτου Κορίνθου Αγίου Μακαρίου διώρθωσε και ητοίμασε προς έκδοσιν τα συγγράμματα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Επίσης συνέθεσε το «Εξομολογητάριον», συνέλεξε και εκαλλώπισε το «Θεοτοκάριον», ομοίως τον «Αόρατον πόλεμον», το «Νέον Μαρτυρολόγιον» και τα «Πνευματικά Γυμνάσματα». Βιβλία πλήρη χάριτος θείας και ουρανίου σοφίας, διδάσκοντα αποχήν αμαρτίας και ειλικρινή μετάνοιαν, τους ποικίλους τρόπους προς απόκρουσιν των καθ’ ημών επιθέσεων του μισοκάκου εχθρού και τας ιεράς γυμνασίας της κατ’ ευσέβειαν πολιτείας. Κατ’ αυτόν τον καιρόν, τη προτροπή του σοφού διδασκάλου Αθανασίου του Παρίου, διδάσκοντος τότε εν Θεσσαλονίκη, και του Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως Λεοντίου, περισυνέλεξεν εκ των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους και ητοίμασε προς έκδοσιν τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά «μετά πολλού κόπου και εν τρισίν όλοις τεύχεσιν απαρτίσας, και πλείσταις σημειώσεσιν, ως έθος αυτώ, προσεπαυξήσας και κατακαλλύνας απέστειλεν εις Βιέννην δια να τυπωθώσιν εις το τυπογραφείον των αδελφών Μαρκίδου Πουλίου». Δυστυχώς όμως τα πολύτιμα αυτά χειρόγραφα απωλέσθησαν. Διότι το τυπογραφείον αυτό κατεστράφη και διηρπάγη υπό των Αυστριακών, εξ αιτίας μερικών επαναστατικών προκηρύξεων, κατ’ άλλους μεν του Ρήγα του Φεραίου, κατ’ άλλους δε του Ναπολέοντος, προς Έλληνας, αι οποίαι είχον τυπωθή εκεί. Μεταξύ των διαρπαγέντων υπό της εξουσίας και κατακρατηθέντων αντικειμένων ήσαν και τα χειρόγραφα του Οσίου Νικοδήμου. Όταν δε ο εν Θεσσαλονίκη πρόκριτος Νάνος Καυτάτζογλου έμαθε παρά των εν Βιέννη ομογενών την απώλειαν των ιερών αυτών συγγραμμάτων, την κατέστησε γνωστήν εις τον θείον Νικόδημον, ο οποίος «κλαίων και οδυρόμενος», ως λέγει ο «παράδελφός» του Ευθύμιος, «δεν ηθέλησε να σταθή μίαν ώραν εις την καλύβαν του». Απήλθε δε εις το κελλίον των λίαν αγαπητών του αδελφών Σκουρταίων, δια να εύρη παρ’ αυτών παρηγορίαν. Τοσούτον ελυπήθη ο μακάριος δια την απώλειαν των εν λόγω θαυμαστών αυτών συγγραμμάτων, αναλογιζόμενος οίου καλού θα εστερούντο οι ευσεβείς Χριστιανοί. Μετά ταύτα ήλθεν εις Άγιον Όρος ο διδάσκαλος Ιερομόναχος Αγάπιος εκ Δημητσάνης Πελοποννήσου, μετά του οποίου συμφωνήσας ο θείος Νικόδημος, αποβλέπων εξ ολοκλήρου εις την ωφέλειαν του πλησίον, ήρχισε την εργασίαν δια την συστηματικήν κατάταξιν και ερμηνείαν των ιερών της Εκκλησίας Κανόνων, απαραίτητον προς οδηγίαν και φωτισμόν των ιερωμένων αλλά και παντός ευσεβούς. Το πολύτιμον αυτό σύγγραμμα, το οποίον, βοηθούμενος και υπό του ανωτέρω ιεροδιδασκάλου Αγαπίου, μετά πολλών κόπων έφερεν εις πέρας, το ωνόμασε «Πηδάλιον», ως κυβερνών και κατευθύνον την Εκκλησίαν του Χριστού, είναι δε πεπλουτισμένον, πλην της ερμηνείας εκάστου κανόνος, δια πλήθους σχολίων και σημειώσεων, προς ακριβή γνώσιν του κανονικού δικαίου και του πνεύματος των ιερών Κανόνων. Αμέσως μετά το πέρας του έργου τούτου το απέστειλεν ο θείος πατήρ δια του Αγαπίου εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να εγκριθή υπό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Μετά εν έτος ο Πατριάρχης Νεόφυτος, λαβών «την καλήν περί του βιβλίου μαρτυρίαν» και παρά των εν Χίω ευρισκομένων Αγίου Μακαρίου Κορίνθου και Αθανασίου του Παρίου, προς ους είχε στείλει το βιβλίον, ζητών και εκείνων την έγκρισιν, έδωσε την Συνοδικήν έγκρισιν και δια του Αγίου Μακαρίου το επέστρεψεν εις τον θείον Νικόδημον. Αλλ’ ούτος ο μακάριος, πάμπτωχος καθώς ήτο, δεν ηδύνατο ποτέ να εκδώση το Πηδάλιον, όπως άλλωστε και τα άλλα βιβλία του. Δια τούτο έγινεν έρανος μεταξύ των Μοναχών του Αγίου Όρους, τα δε συλλεγέντα χρήματα μετά των χειρογράφων εδόθησαν εις τον αρχιμανδρίτην Θεοδώρητον τον εξ Ιωαννίνων, παρακληθέντα να φροντίση δια την εκτύπωσιν του Πηδαλίου εν Βενετία. Αλλ’ εδώ νέα πικρία επεφυλάσσετο δια τον ιερώτατον άνδρα Όσιον Νικόδημον. Ο Θεοδώρητος απεδείχθη, κατά τον χαρακτηριαμόν του Ευθυμίου, «δόλιος» και «ψευδάδελφος». Διότι εκ των επεξηγηματικών σημειωμάτων και σχολίων του θείου Πατρός εν αυτώ προς τους Κανόνας, άλλα μεν αυθαιρέτως αφήρεσεν, άλλα ηλλοίωσε και τινα ιδικά του προσέθεσεν, εις υποστήριξιν πεπλανημένων δοξασιών και ξένων και οθνείων προς το πνεύμα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας φρονημάτων, παραποιήσας και καταστρέψας το έργον εις δεκαοκτώ και πλέον σημεία. Όταν ο ιερός Νικόδημος είδε την παραποίησιν και διαστρέβλωσιν ταύτην, προς βλάβην των ευσεβών Χριστιανών, κατεθλίβη και επικράνθη μεγάλως. Δεν ηδύνατο εκ τούτου να εύρη ησυχίαν, και έλεγε μετά δακρύων εις τους αδελφικούς του φίλους Σκουρταίους, ότι «το είχε κάλλιον πολλάκις να τον εκτύπα (ο Θεοδώρητος) εις την καρδίαν με μάχαιραν, παρά να προσθέση ή αφαιρέση εις το βιβλίον του». Ελυπείτο ο μακάριος βαθύτατα, αναλογιζόμενος την βλάβην και τον σκανδαλισμόν ον θα προεξένουν εις τας ευσεβείς ψυχάς αι ετεροδιδασκαλίαι αύται εις εν τοιούτον Κανονικόν βιβλίον. Μετά το συμβάν τούτο παρέμεινεν εις το κελλίον των Σκουρταίων επί δύο μήνας, μετέπειτα δε εκοινοβίασεν εις τον γέροντα Σίλβεστρον Καισαρέα, έχοντα το Παντοκρατορινόν κελλίον «Άγιος Βασίλειος», ένθα και συνέχισε τους πνευματικούς αυτού αγώνας και την γονιμωτάτην συγγραφικήν εργασίαν. Εκεί συνέγραψε την «Χρηστοήθειαν», βιβλίον διδακτικώτατον, διορθούν τα ήθη των ευσεβών Χριστιανών και διδάσκον αποχήν εκ πάσης πλάνης και μαγείας και γοητείας. Επίσης διώρθωσε τα «εγκώμια του επιταφίου». Μετ’ ολίγον καιρόν απεχώρησεν εκ του κελλίου του Αγίου Βασιλείου, λόγω δυσφορίας του υποτακτικού του Γέροντος Σιλβέστρου, και εισήλθεν εις την ΙεράνΜονήν του Παντοκράτορος. Αλλ’ ο έρως της ησυχίας και της ερημικής ζωής, δι’ ης ηξιούτο υψηλών θεωριών, δεν τον αφήκεν ενταύθα επί πολύ. Απεχώρησε της Μονής Παντοκράτορος και εγκατεστάθη εις μικράν ησυχαστικήν καλύβην, απέναντι του κελλίου του Αγίου Βασιλείου, όπου έζη ασκητικώτατα, ως ξένος και πάροικος επί της γης και σαρκοφόρος άγγελος, μη έχων ουδέ τον επιούσιον άρτον, συνετηρείτο δε υπό των πνευματικών και αγαπητών αυτού αδελφών Σκουρταίων. Η ασκητική και ισάγγελος αύτη ζωή του Οσίου διδασκάλου και μεγάλου πατρός Νικοδήμου κατέπληττε τους πάντας. «Η ζωοτροφία του, λέγει ο παράδελφός του Ευθύμιος, ποτέ μεν ήτο ορύζιον νερόβραστον, ποτέ δε νερόμελον· τον δε περισσότερον καιρόν ελαίαι και μουσκεμμένα κουκκιά ήτο το προσφάγιόν του. Οπότε δε του ετύγχανον οψάρια, τα έδιδε κανενός γειτόνου του και τα εμαγείρευε και έτρωγον μαζί. Ομοίως και οι γείτονές του, ηξεύροντες ότι δεν μαγειρεύει, πολλάκις του επήγαινον μαγείρευμα». Οι αδελφοί Σκουρταίοι, βλέποντες την σκληροτάτην ζωήν του, εν τη οποία κατεπονείτο αγωνιζόμενος και συγγράφων, συχνάκις τον εκάλουν να συντρώγη μετ’ αυτών, προς ανακούφισιν του καταπεπονημένου σώματός του. Αλλά και κατά την ώραν του φαγητού, οσάκις ηρωτάτο επί πνευματικών ζητημάτων, «ήρχιζε να λέγη, από δε το λέγειν ελησμονούσε την πείναν, τόσον ώστε πολλάς φοράς τον επρόσταζεν ο μακαρίτης ο Γέροντάς μας να σιωπήση, δια να φάγη». Τόσον ήτο θεόληπτος και θεοφορούμενος και τόσον πολύ ηυφραίνετο η καρδία του εις την μελέτην και ανάλυσιν των θείων λόγων. Εν ταύτη τη Καλύβη εκάθηρε και εκαλλώπισε το «Ευχολόγιον», το δεύτερον «Εξομολογητάριον», ηρμήνευσε τας δεκατέσσαρας Επιστολάς του Αγίου Αποστόλου Παύλου και τας επτά «Καθολικάς», μετέφρασε και εσχολίασε την «Ερμηνείαν των Ψαλμών» Ευθυμίου του Ζυγαδηνού, και τας εννέα Ωδάς, ονομάσας το βιβλίον «Κήπον των χαρίτων». Έργα ογκωδέστατα, περιέχοντα θησαυρόν θεολογικών νοημάτων και ηθικών διδαγμάτων και παντοδαπήν διδασκαλίαν  ευσεβείας, τα οποία μελετών πας ευσεβής καρπούται βελτίωσιν ζωής και αληθή φωτισμόν. Αλλά τι να είπωμεν περί των πειρασμών και διωγμών και συκοφαντιών, τας οποίας υπέστη ο μέγας ούτος της Εκκλησίας φωστήρ; Αγωνιζόμενος τον καλόν της αρετής αγώνα και συγγράφων τη οδηγία του Αγίου Πνεύματος τα ιερά του βιβλία, ποικιλοτρόπως εφθονήθη και επειράσθη τόσον υπό απαιδεύτων και αμαθών ανθρώπων, όσον και υπό των νοητών εχθρών. Και περί μεν των απαιδεύτων και αμαθών αδελφών ουδείς λόγος, διότι ο θείος Πατήρ εθεώρει αυτούς ως γνησίους αδελφούς και μεγάλους ευεργέτας, υπομένων τα πάντα και συγχωρών εκ καρδίας. Οι δε νοητοί εχθροί, μη δυνάμενοι να πειράξουν αυτόν κατ’ άλλον τρόπον, όταν ηγρύπνει και έγραφεν ήρχοντο έξωθεν του παραθύρου του κελλίου του και εψιθύριζον και εθορύβουν, αλλ’ ούτος ενδεδυμένος την χάριν του Αγίου Πνεύματος ουδεμίαν σημασίαν έδιδε, πολλάκις δε εγέλα εις τας ανοήτους και αηδείς αυτών πράξεις. Εν μια νυκτί, ευρισκόμενος ακόμη εις Σκυροπούλαν, ήκουσε ψιθυρισμούς έξω της καλύβης του μετά κρότου δυνατού, νομίσας ότι κατέπεσε τοίχος τις ευρισκόμενος πλησίον της καλύβης, αλλά την πρωϊαν εύρεν αυτόν ως ήτο πρότερον. Και ενταύθα πολλάκις τα όμοια τω συνέβαινον. Ποτέ ηθέλησε να ακούση τι λέγουν και ήκουσεν ευκρινώς την φωνήν: «Αυτός ο γράψας». Ενίοτε δε εκτύπων κατ’ επανάληψιν την θύραν της καλύβης. Όταν εξήγει τον 34ον ψαλμόν εις τον στίχον «Γενηθήτω η οδός αυτών σκότος και ολίσθημα, και Άγγελος Κυρίου καταδιώκων αυτούς», προεξένησαν τόσον κρότον και θόρυβον, ώστε ενόμισεν ότι διήλθεν εκ της καλύβης του στρατός πολύς μετά πατάγου, και ότι κατέπεσεν ο εκεί πλησίον ευρισκόμενος τοίχος. Αλλά ταύτα πάντα ήσαν κατά φαντασίαν, προς εκφοβισμόν του θείου και μακαρίου Πατρός. Αλλ’ ούτος, όστις πρότερον ήτο τόσον δειλός, ως λέγει ο ρηθείς Ευθύμιος, ώστε όταν εκοιμάτο εις το κελλίον αυτού άφηνε την θύραν του δωματίου ανοικτήν δια να λαμβάνη ισχύν τρόπον τινα εκ των παρακειμένων αδελφών, όταν εξήλθεν εις την ησυχίαν τόσον ηνδρειώθη και ενεδυναμώθη υπό της χάριτος του Κυρίου, ώστε πάντα ταύτα και πάσαν άλλην μανιώδη του εχθρού επίθεσιν εθεώρει ως αθύρματα και «βέλη νηπίων». Τοιουτοτρόπως διήνυε τον ανάντη αλλά καλλιστέφανον της ασκήσεως αγώνα ο τρισαριστεύς μέγας Νικόδημος, αντιμετωπίζων πλείστας δυσχερείας και ποικίλους πειρασμούς, εν οις εδοκιμάσθη «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» και έλαμψεν υπέρ ήλιον η δικαιοσύνη αυτού. Κατά τα τελευταία έτη της επιγείου ζωής του, ίσως προς περισσότερον άνετον επίδοσιν εις τας συγγραφάς του και μελέτην των εις διαφόρους Μονάς αποκειμένων χειρογράφων κωδίκων, ίσως και δια να μη επιβαρύνη τα αυτά συνεχώς πρόσωπα με την λιτοτάτην ασκητικήν συντήρησίν του, πιθανόν δε και διότι προσεκαλείτο και παρ’ άλλων αδελφών του Αγίου Όρους, ήλλαξεν επανειλημμένως τόπον παραμονής. Αλλά και κατά τα έτη αυτά ηγωνίσθη ως και πρότερον υπερανθρώπως, γράφων και κινούμενος εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ και λέγων μετά Παύλου· «Ζω ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Επτά έτη προ της μακαρίας μεταστάσεώς του είχεν ως αντιγραφέα των έργων του τον Μοναχόν Κύριλλον, αδελφόν το πρώτον της εν Ευρυτανία Μονής Προυσσού, και επί δέκα εννέα έτη Ιερομόναχον εν Αγίω Όρει. Εις κτηματολόγιον της Ιεράς Μονής Προυσσού, εις την σελίδα 925, ο εν λόγω Ιερομόναχος Κύριλλος γράφει τα εξής: «των δέκα εννέα ετών, όπου κατά το Άγιον Όρος ησύχαζον, επτά έτη εξ αυτών διήλθον υπό την υποταγήν του αοιδίμου τούτου ανδρός, καλλιγραφία χρώμενος, όθεν και των αυτού ποιημάτων τα πλείστα ιδίαις χερσί καλλιέγραψα». Παραθέτει δε κατάλογον δέκα επτά εκδεδομένων έργων του Αγίου Νικοδήμου, και πενήντα οκτώ ανεκδότων,  δια τα οποία λέγει· «ταύτα εισιν άπερ ιδίοις όμμασιν είδον, και δια της επιταγής του ιδίου ανδρός αντέγραψα…. αωιε΄ μαρτ. η΄εν Πυρσώ». Η φήμη των αρετών και της σοφίας του μεγάλου τούτου Πατρός εξήλθε ταχέως και διεδόθη πανταχού, και πλείστοι πανταχόθεν έχοντες πνευματικήν ανάγκην συνέρρεον προς αυτόν, δια να εύρωσι ψυχικήν παρηγορίαν, ως διηγείται ο παράδελφός του Ευθύμιος· «όλοι οι πληγωμένοι εκ των αμαρτιών άφησαν τους Αρχιερείς και πνευματικούς, και όλοι έτρεχον εις τον ρακενδύτην Νικόδημον, δια να εύρουν την ιατρείαν των και παραμυθίαν των θλίψεών των, όχι μόνον από τα Μοναστήρια και Σκήτας και κελλία, αλλά και πολλοί Χριστιανοί ήρχοντο από διαφόρους χώρας, να ιδούν και παρηγορηθούν εις τας θλίψεις των από τον Νικόδημον». Η συνεχής όμως και τόσον γόνιμος αύτη εργασία, η έντονος εξ άλλου προθυμία του να καθοδηγή δια πνευματικών συνομιλιών και συμβουλών και παραινέσεων τόσον τους Μοναχούς του Αγίου Όρους, όσον και τους έξωθεν πανταχόθεν συρρέοντας Χριστιανούς, και επί τούτοις η σύντονος δια αενάων προσευχών, αγρυπνιών και λοιπών ασκητικών καμάτων επίδοσίς του εν τη μακαρία κατά Χριστόν ζωή, έκαμψαν την αντοχήν του σώματός του και εκλόνισαν την υγείαν του, οπότε ηναγκάσθη να καταφύγη εις το κελλίον του ζωγράφου Κυπριανού. Ενταύθα, παρ’ όλους τους κόπους και τας ασθενείας του σώματός του, εξηκολούθει τους τιμίους αγώνας ως καλός της αληθείας αγωνιστής, άνω έχων το φρόνημα, και τα άνω ποθών και ζητών νύκτα και ημέραν. Κατά δε τα τελευταία έτη της μακαρίας ζωής του συνέταξε τον τρίτομον «Συναξαριστήν», ηρμήνευσε και ανέλυσεν εις ογκώδες θεολογικώτατον βιβλίον, «Εορτοδρόμιον» επικαλούμενον, τους ασματικούς Κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, επίσης και εις άλλο βιβλίον επιγραφόμενον «Νέα Κλίμαξ» τους αναβαθμούς της Οκτωήχου. Έργα θαυμαστά και ως ειπείν «θεοπαράδοτα», αποπνέοντα την μυστικήν ευωδίαν της πολυποικίλου σοφίας του Αγίου Πνεύματος, της οποίας έμψυχον θησαυροφυλάκιον υπήρχεν. Εν τέλει συνέταξεν «Ομολογίαν της εαυτού πίστεως» εις αναίρεσιν ανευλαβών και ασυστάτων κατηγοριών, αι οποίαι είχον διατυπωθή υπό τινων φθονερών και κακοβούλων Μοναχών του Αγίου Όρους κατά του μεγίστου τούτου εν αρετή και περιβλέπτου εν σοφία. Αλλ’ τιςνα διηγηθή τας διαβολάς, τας θλίψεις και τους πειρασμούς του μακαρίου Νικοδήμου υπέρ των υγιών και αληθών της Εκκλησίας ημών παραδόσεων; Υπέρ αυτών ηγωνίσθη καρτεροψύχως, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν δια την τήρησιν αυτών και μάλιστα δια την τέλεσιν των μνημοσύνων των τεθνεώτων κατά την ημέραν του Σαββάτου, καθώς ώρισεν απ’ αρχής η Αγία ημών Εκκλησία, και δια την αναζωογόνησιν μιας αληθούς πνευματικής ζωής μεταξύ των Μοναχών του Αγίου Όρους και του λοιπού Ορθοδόξου πληρώματος. Λόγω τούτου κατεδιώχθη αμειλίκτως ο δίκαιος υπό των «ψευδαδέλφων» υποκρινομένων ευλάβειαν, και εσυκοφαντήθη απηνώς «υπό χειλέων αδίκων λαλούντων αδικίαν εν υπερηφανεία και εξουδενώσει», ως οι Μεγάλοι της Εκκλησίας ημών Πατέρες Άγιος Αθανάσιος, Άγιος Χρυσόστομος, Άγιος Φώτιος, των οποίων μιμητής και ζηλωτής και κατά τον λόγον εφάμιλλος ετύγχανε. Τότε δια την συνείδησιν των απλουστέρων αδελφών ηναγκάσθη να γράψη την, ως ανωτέρω είπομεν, «Ομολογίαν», η δε Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους υπεραμυνομένη της αθωότητος και δικαιοσύνης του μεγάλου διδασκάλου εξέδωκεν εγκύκλιον επιστολήν, σφοδρώς ελέγχουσα και επιτιμώσα τους τα ζιζάνια σπείροντας εν τω νοητώ της Εκκλησίας αγρώ. Όλη η αγία ζωή του Οσίου πατρός ηναλώθη εις υψηλούς πνευματικούς αγώνας και εις συγγραφήν ιερών βιβλίων. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία ενώκει εις την καθαράν καρδίαν του, έρρεε και εχύνετο άφθονος εκ του στόματός του, ως από πηγής πλουσίας, ευφραίνουσα πάντας. Μίαν και μόνην φροντίδα και έννοιαν έσχε καθ’ όλην την οσίαν ζωήν του, την εξυπηρέτησιν του θείου θελήματος και την ωφέλειαν του πλησίον. Και εις αμφότερα ανεδείχθη καθ’ όλα απαράμιλλος, και των πάλαι Αγίων ισοστάσιος και χαρακτήρ. Εδέχθη παρά Κυρίου το τάλαντον, και ηύξησεν αυτό μυριοπλασίως, ως ευγνώμων δούλος και πιστός θεράπων. Έζησεν ως Άγγελος, και υπήρξεν Όσιος και Άγιος, και θεόσοφος θεολόγος, ταμείον ακένωτον του Παρακλήτου, θεοειδής και φωτεινός πνευματικός σύμβουλος από του Πατριάρχου μέχρι του απλουστέρου πιστού, ακτινοβολών την χάριν του Χριστού, δόξα της Εκκλησίας και μέγα καύχημα του Αγιωνύμου Όρους. Ήτο τον τρόπον απλούς και ανεξίκακος, το ήθος γλυκύς και χαρίεις, ακτήμων, πράος και ταπεινότατος. Η ταπείνωσίς του ήτο βαθυτάτη έργω και λόγω. Οσάκις ομιλεί περί εαυτού λέγει: «Εγώ ειμι το έκτρωμα». «Εγώ ειμι ο τεθνηκώς κύων», «Εγώ ειμι το ουδέν», «ο κεχριαίος», «ο άσοφος, ο απαίδευτος». Αντί υποδημάτων έφερε πάντοτε «τσαρούχια». Δεν είχε δεύτερον ράσον, αλλ’ ούτε μόνιμον, ως ανωτέρω είδομεν, κατοικίαν. Κατοικία του θεοφόρου διδασκάλου ήτο όλον το Άγιον Όρος, εξ ου έλαβε και την κατ’ εξοχήν επωνυμίαν Αγιορείτης. Διανύων το τελευταίον στάδιον της επιγείου ζωής του, και αισθανόμενος τον εαυτόν του περισσότερον καταβεβλημένον, επανήλθεν εις το κελλίον των αγαπητών του Σκουρταίων, όπου και εδέχθη τας αδελφικάς εκείνων περιποιήσεις. Ήγγιζε πλέον η εκ του κόσμου τούτου αποδημία αυτού, διότι η υγεία του, λόγω των πολλών κόπων, είχε κλονισθή ανεπανορθώτως. Ο οργανισμός είχεν εξαντληθή. Οι οδόντες του είχον πέσει. Η ακοή του είχε γίνει βαρεία. Μετά δυσκολίας εκινείτο. Την 5ην Ιουλίου του 1809 επεσκέφθη, χάριν αναψυχής, την Ιεράν Μονήν Κουτλουμουσίου. Οι Πατέρες περιχαρείς εδέχθησαν τον θείον διδάσκαλον, και περί την εσπέραν απερχόμενον απεχαιρέτησαν αυτόν μετά σεβασμού και πολλής ευλαβείας, προπέμψαντες εις το κελλίον των Σκουρταίων, με την ελπίδα ότι πάλιν θα τον έβλεπον εις την Μονήν των. Αλλά δεν τον επανείδον εκεί. Διότι, κατά την εσπέραν της ημέρας, καθώς κατήρχετο του ημιόνου έξω του κελλίου προσεβλήθη υπό ημιπληγίας. Και όπως διηγείται ο Ευθύμιος, «επιάσθη η δεξιά του χειρ, την δε άλλην ημέραν επιάσθη η γλώσσα του, και βρέχων αυτήν με το νερόν ωμίλει ολίγον και μετ’ ολίγον πάλιν επιάνετο». Προησθάνετο ο θείος Πατήρ ότι εγγίζει πλέον το ποθητόν τέλος και έχαιρε, διότι και αυτός, κατά το παράδειγμα του θεηγόρου Παύλου, «επεθύμει αναλύσαι και συν Χριστώ είναι». Προετοιμαζόμενος δια την εντεύθεν αποδημίαν ο θείος Πατήρ, έκαμε γενικήν εξομολόγησιν, εζήτησε και ετέλεσεν Ευχέλαιον, και καθημερινώς μετείχε των Αχράντων Μυστηρίων. Την 13ην Ιουλίου εβάρυνεν ακόμη περισσότερον η κατάστασίς του. Με μόλις ακουομένην φωνήν απηύθυνε, με μικράς διαλείψεις, θερμήν προσευχήν προς τον Χριστόν, ειπών εις τους παρεστώτας αδελφούς· «Δεν μπορώ, Πατέρες μου, να προσευχηθώ νοερώς, και προσεύχομαι με το στόμα». Ηυχαρίστει συνεχώς τους αδελφούς δια την αγάπην και τους κόπους, εις τους οποίους είχον υποβληθή και υπεβάλλοντο δι’ αυτόν. Κρατών δε εις τας οσίας χείρας του τα τίμια λείψανα του Αγίου Μακαρίου Κορίνθου και του Οσίου Ιερομονάχου Παρθενίου Σκούρτα εψιθύριζε: «Σεις ήλθετε εις τον ουρανόν και αναπαύεσθε δια τας αρετάς όπου εκατορθώσατε εις την γην, και ήδη κατατρυφάτε την δόξαν του Κυρίου μας, και εγώ πάσχω εξ αμαρτιών μου. Διο, παρακαλώ σας, Πατέρες μου, ικετεύσατε τον Κύριόν μας, να ελεήση και εμέ και να με αξιώση αυτού, όπου είσθε σεις». Τοιουτοτρόπως διήλθεν ολόκληρον την ημέραν. Την νύκτα εβάρυνε περισσότερον. Εζήτησε και εκοινώνησε πάλιν. Εσταύρωσε τότε τας χείρας, ήπλωσε τους πόδας, ηρέμησε πλήρως, και συνεχώς προσηύχετο, εις ερώτησιν δε των παρισταμένων αδελφών: «διδάσκαλε, ησυχάζεις»; Εκείνος ηρέμα απήντησε: «Τον Χριστόν έβαλα μέσα μου, και πώς να μη ησυχάσω»; Περιστοιχιζόμενος υπό αγαπητών αδελφών, τον Κύριον ημών και τα ουράνια αγαθά συνεχώς φανταζόμενος, και εν υπερτάτη γαλήνη, τη 14η Ιουλίου, ημέρα Τετάρτη του έτους 1809, εν ηλικία 60 ετών, παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος, τον Οποίον εκ νεότητος ηγάπησε και Αυτώ εαυτόν αφιέρωσε. Και, όπως πάλιν ιστορεί ο Ευθύμιος, «ανατέλλοντος του ηλίου εις την γην, εβασίλευσεν ο νοητός ήλιος της Εκκλησίας του Χριστού. Έλειψεν ο στύλος ο οδηγών τον νέον Ισραήλ εις την ευσέβειαν, εκρύφθη η νεφέλη η δροσίζουσα τους τηκομένους τω καύσωνι των αμαρτιών, επένθησαν οι φίλοι και όλοι οι Χριστιανοί, εκ των οποίων εις Χριστιανός, αν και αγράμματος, είπε τοιούτον λόγον: Πατέρες μου, καλλίτερον ήτο να απέθνησκον σήμερα χίλιοι Χριστιανοί και όχι ο Νικόδημος». Το πανόλβιον σώμα του θεοφόρου Πατρός και Αγίου διδασκάλου ετάφη εις το εν Καρυαίς Λαυριωτικόν Κελλίον των Σκουρταίων, ένθα οσίως εκοιμήθη. Ενταύθα, εν τω αυτώ κελλίω, φυλάσσεται ήδη ευλαβώς η τιμία κάρα του, θείαν ευωδίαν αγιότητος αποπνέουσα και αγιάζουσα τους μετά πίστεως προσκυνούντας αυτήν. Μεγάλως ελύπησε τους πάντας ο θάνατος του Αγίου Νικοδήμου, τόσον τους εν Αγίω Όρει Μοναχούς, όσον και τους εν τω κόσμω ευσεβείς Χριστιανούς, και πάντες εθρήνησαν την μετάστασιν αυτού, διότι ήτο κοινός απάντων διδάσκαλος και παρήγορος, και μάλιστα κατά τους χαλεπούς και ζοφερούς της δουλείας χρόνους. Αλλ’ η μακαρία αυτού ψυχή συνηριθμήθη μετά των Οσίων και θεολόγων και διδασκάλων και πάντων των Αγίων, ως Οσίου και θεολόγου και διδασκάλου και Αγίου. Ήδη δε απολαύων της αιωνίου χαράς, εν τω φωτί της δόξης του Κυρίου, εν τη Εκκλησία των πρωτοτόκων, εν ταις λαμπρότησι των Αγίων, βλέπει ανακεκαλυμμένως, πρόσωπον προς πρόσωπον,  όπερ πρότερον εν εσόπτρω και αινίγμασι και σκιαίς εώρα, και θεούται κατά θείαν μέθεξιν, και πρεσβεύει πάντοτε υπέρ του Αγιωνύμου Όρους και παντός του Ορθοδόξου Χριστιανικού πληρώματος, ως συμπαθέστατος πάντων πατήρ και διδάσκαλος. Aλλ’, ω Πάτερ μου, Πάτερ θεόπνευστε και οικουμενικέ της αληθείας διδάσκαλε, εξαίρετον του Αγιωνύμου Όρους καύχημα, φαεινότατε εωσφόρε της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Πανόσιε και Πανάγιε Νικόδημε· δίδου ημίν φωτισμόν ταις πρεσβείαις σου προς εκπλήρωσιν του θείου θελήματος, κατεύθυνον τα διαβήματα ημών προς τας τρίβους της εναρέτου ζωής, επισκίασον ημάς τη χάριτί σου, και συνέτισον ημών τον νουν του συνιέναι τας θεοσόφους διδαχάς σου, ίνα εν αυταίς εύρωμεν μετάνοιαν, ίασιν, χαράν, ειρήνην, χρηστότητα, αγαθωσύνην, πραότητα, αγάπην, και ει τι αγαθόν και καλόν και σωτήριον, και εν τέλει ζωήν αιώνιον, οι ειλικρινώς αγαπώντες σε και καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν επικαλούμενοι την πατρικήν σου χάριν και βοήθειαν. Και πρέσβευε πάντοτε προς Κύριον υπέρ πάντων ημών. Αμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: