Μητρ. Πειραιώς κ. Σεραφείμ -- Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν -- συγχαίρομεν τον Σεβ. Μητρ. Τριπόλεως κ. Αλέξανδρον

 Ἐν Πειραιεῖ τῇ 29 Σεπτεμβρίου 2016

 Η ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ


            Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. Ἀλέξανδρος, εἶναι ἕνας πεφωτισμένος, ἐξαίρετος Ἱεράρχης τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας πού κοσμεῖ τήν Σεπτή Ἱεραρχία Της, καί τό ἀδαμάντινο ἦθος τοῦ ὁποίου ἀλλά καί τό πολυσήμαντο ποιμαντικόν του ἔργον ἐμπνέουν καί ὁδηγοῦν ἐπί δεκαετίας τόν λαόν τοῦ Θεοῦ. Διαποιμαίνει μίαν ἱστορική Μητρόπολι μετά πολλῆς σοφίας, διακρίσεως καί θυσιαστικῆς ἀγάπης, γεγονός πού πανθομολογεῖται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.


            Ἡ πρόσφατος προκαταρκτική ἐξέτασις πού διενεργεῖται εἰς βάρος του ὑπό τῆς Εἰσαγγελίας Πρωτοδικῶν Τριπόλεως, ὅτι δῆθεν διά τῶν δηλώσεων του κατά τοῦ φρικώδους πάθους τῆς ὁμοφυλοφιλίας, πού ἀποτελεῖ ψυχοπαθολογική ἐκτροπή τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας καί φυσιολογίας, κατέστη ὑποκείμενον τοῦ γνωστοῦ «Ἀντιρατσιστικοῦ» ποινικοῦ Νόμου, εἶναι ἀνεπέρειστος καί ἐντελῶς ἀβάσιμος, διότι ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἀλέξανδρος διά τῶν δηλώσεων του ἐξέφρασε τήν διαχρονική διδασκαλία τοῦ Παναγίου Θεοῦ διά τῆς Ἐκκλησίας Του, Τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καί δέν προέτρεψε εἰς βία κατά τῶν ἀτυχῶν θυμάτων τοῦ βυθίου δράκοντος, δηλώσας ὅτι θλίβεται διά τήν τραγικήν ἀνατροπήν τῆς ζωῆς των, γιά τήν μεταλλαγή τῆς ὑγειοῦς ἀνθρωπίνης σεξουαλικότητος καί ὅτι προσεύχεται γιά τήν μετάνοιάν τους καί τήν σωτηρίαν τους. Ἑπομένως διά τῶν δηλώσεων τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἀλεξάνδρου, οὔτε ἡ ἀντικειμενική οὔτε ἡ ὑποκειμενική ὑπόστασις τοῦ ἐγκλήματος ρατσιστικῆς βίας στοιχειοθετεῖται καί ἀσφαλῶς οἱ δηλώσεις του καλύπτονται πληρέστατα ἀπό τήν Συνταγματική Ἀρχή τῆς ἐλευθερίας τῆς ἐκφράσεως, πού ἀποτελεῖ μή ἀναθεωρητέα διάταξη τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος. Θά ἦτο ἐπιλήσμων τῶν Ἀρχιερατικῶν του φρικωδῶν ὅρκων ἐάν δέν ὁμίλει, ὡς ὡμίλησε. Τόν συγχαίρομεν ἐκ βάθους ψυχῆς καί ἀδελφικῶς χαιρόμεθα διότι τό τίμιον ὄνομά του διά τήν ὁμολογίαν του καί τό σθεναρό του φρόνημα «ἐγγράφη ἐν βίβλο ζωῆς».  


Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, εἶναι τό ἰατρεῖο τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν παθῶν καί ἡ χώρα τῶν μεταποιουμένων ἁμαρτωλῶν, καί ὄχι τῶν σατανικῶς καί ἀμετανοήτως ἐμμενόντων στήν διαστροφή τῆς ἀληθείας καί τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας καί ὀντολογίας.

Διαχρονικά, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀγωνιζομένη ἐπί τῆς Γῆς, στηλιτεύει τήν πολυποίκιλη τραγικότητα τῆς εἰδεχθοῦς ἁμαρτίας, ὡς ἀποκοπῆς καί σχάσης ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Ζῶντα Θεό, τόν Δημιουργό τῆς ζωῆς, καί ὄχι τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, τόν ὁποίο περιθάλπει διά τῶν εὐχῶν καί τῶν ἱερῶν μυστηρίων της καί περιβάλλει μέ ἄφατη στοργή καί συμπάθεια, ἐφαρμόζοντας κατά περίπτωση καί τήν οἰκονομία, μέσω τῆς ὁποίας ρυθμίζει τήν ἐπιστροφή καί ἀνάνηψή του.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέβεται τήν προσωπική καί ἰδιωτική ζωή κάθε προσώπου, ὡς ὑπεύθυνη ἐλεύθερη ἐπιλογή. Δέν ἔχει πρόθεση οὔτε νά ἐπέμβει ρατσιστικά οὔτε νά ἀναστείλει δικαιώματα καί ἐλευθερίες.

Ἡ ἀπενοχοποίηση, ὅμως, τοῦ ἐγκλήματος τῆς ἀνατροπῆς τῆς ἀνθρωπίνης ὀντολογίας καί φυσιολογίας, μέ τήν θεσμική ἀναγνώριση τῶν αἰσχίστων παθῶν τῆς ὁμοφυλοφιλίας σήμερα, τῆς παιδοφιλίας αὔριο (βλ. Ὀλλανδία) καί τῆς κτηνοβασίας μεθαύριο (βλ. Γερμανία), ἀποτελεῖ ἀσύγγνωστο καί τερατῶδες κακούργημα εἰς βάρος τοῦ αἰωνίου Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τό ὁποῖο ἐξισώνεται πλήρως μέ τήν ὕβρη τῶν Σοδόμων καί Γομμόρων. Ἡ ἀθώωση, ὑποστήριξη καί παρουσίαση τῶν αἰσχρῶν καί ἀτίμων παθῶν ὡς φυσιολογικῆς καταστάσεως καί ὡς ἁπλῆς διαφορετικότητος προσκρούει στήν πανανθρώπινη συνείδηση, ἡ ὁποία ἀνά τούς αἰῶνες γνωρίζει ὡς φυσιολογική σεξουαλική συμπεριφορά τίς σχέσεις ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί τήν γυναίκα, στό ἄρσεν καί τό θῆλυ. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φυσιολογία καί ὀντολογία. Κάθε ἄλλη σχέση ἀνατρέπει τήν ἀνθρώπινη ὀντολογία, ὡς παρά φύσιν ἐκτροπή, ἡ ὁποία δέν παρατηρεῖται οὔτε καί στά ζῶα, παρά τά κατασκευασθέντα «ντοκυμαντέρς» τοῦ Σιωνιστικοῦ συστήματος.

Ἰδιαίτερα ἡ Ἁγία Γραφή, πού ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί σοφοῦ Γνώστη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καταδικάζει τήν ὁμοφυλοφιλία ὡς πάθος, ἀτιμία καί ἀσχημοσύνη, τό ὁποῖο τιμωρήθηκε αὐστηρά μέ φωτιά καί θειάφι στήν πόλη τῶν Σοδόμων καί Γομόρων. Γιά τό σύνολο τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι τό πιό σιχαμερό καί ἀκάθαρτο ἁμάρτημα καί ἀποτελεῖ μεγάλη ἀσέβεια πρός τόν Θεό - Δημιουργό τοῦ ἀνθρώπου σέ ἄρσεν καί θῆλυ καί βλάσφημη κατάργηση τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἡ δημόσια προβολή τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἐκτός τοῦ ὅτι προσβάλλει τήν δημόσια αἰδώ καί τήν θρησκευτική μας συνείδηση, στέλνει πρός τούς νέους μηνύματα ἀνώμαλης σεξουαλικῆς συμπεριφορᾶς καί ἀποτελεῖ τορπίλλη στά θεμέλια τῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας καί τῆς κοινωνίας μέ τό ὀξύ δημογραφικό πρόβλημα, ἀλλά καί αἰτία ψυχοπαθολογικῶν διαταραχῶν στά παιδιά, πού θά ἀνατραφοῦν ἀπό ὁμοφυλοφιλικά ζεύγη, ὅπως ἐπιδιώκεται[1].

Στὸν νέο αἰώνα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὴν ἱστορικὴ πορεία καὶ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐγκαταλείπονται τὰ παλαιὰ πάθη, τὰ γήϊνα, τὰ σαρκικά, καὶ βιώνεται ἀπὸ τώρα, κατὰ τὶς δυνατότητες κάθε πιστοῦ, εἴτε μέσα στὸν εὐλογημένο θεσμὸ τοῦ γάμου ὡς ἐγκράτεια καὶ σωφροσύνη, εἴτε στὸν ἰσάγγελο βίο τῶν μοναχῶν μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς παρθενίας, ἡ πορεία ἀπὸ τὸ «κατ᾽ εἰκόνα» στό «καθ᾽ ὁμοίωσιν», ἡ νίκη τοῦ πνεύματος ἐπὶ τῆς σάρκας, ἡ ἀγγελοποίηση τοῦ ἀνθρώπου στὴ θέση τοῦ φθονεροῦ καὶ ἐκπεσόντος ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴ τάξη Ἑωσφόρου. Ἀναφερόμενος ὁ Χριστὸς στὴν αἰφνιδιαστικὴ ἔλευση τῆς ἡμέρας τῆς κρίσεως, ποὺ θὰ ξαφνιάσει ὅσους ἀνέμελα καὶ ἀφρόντιστα ζοῦν μέσα στὶς ὑλικὲς καὶ σαρκικὲς ἀπολαύσεις, λέγει ὅτι θὰ πάθουν αὐτὸ, ποὺ ἔπαθαν πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ οἱ ἄνθρωποι, δίνοντάς μας ἔτσι ἀκριβέστατη εἰκόνα τῆς ὑλιστικῆς καὶ σαρκικῆς ζωῆς τους : «Ὥσπερ γὰρ ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ Νῶε ταῖς πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ τρώγοντες καὶ πίνοντες, γαμοῦντες καὶ ἐκγαμίζοντες, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ οὐκ ἔγνωσαν ἕως ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἦρεν ἅπαντας, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου»[2]. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς προσθέτει καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Σοδομιτῶν, ὅμοιο πρὸς τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ : «Καὶ καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· ἤσθιον, ἔπινον, ἐγάμουν, ἐξεγαμίζοντο, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας. Ὁμοίως καὶ ὡς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Λώτ· ἤσθιον, ἔπινον, ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον, ᾠκοδόμουν· ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ἐξῆλθε Λὼτ ἀπὸ Σοδόμων, ἔβρεξε πῦρ καὶ θεῖον ἀπ᾽ οὐρανοῦ καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας»[3]. Ὁ ἴδιος εὐαγγελιστὴς παρουσιάζει τὸν Σωτῆρα Χριστὸ νὰ ἐξαγγέλλει τὸν νέο αἰώνα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταλείπουν τὰ σαρκικὰ καὶ ζοῦν ὡς ἄγγελοι˙ «Οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίζονται· οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται… ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες»[4].

Μέσα, λοιπὸν, στὴν καινὴ κτίση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὁ καινὸς, ὁ νέος ἄνθρωπος, ποὺ κτίσθηκε ἐν Χριστῷ, θάπτει τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, νεκρώνει τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες καὶ πραγματοποιεῖ τὸ θαῦμα τῆς μεταμορφώσεώς του κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ κατ᾽ εἰκόνα Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ζοῦμε αὐτὸ τὸ θαῦμα· ἡ ἄγονη πρὶν καὶ στεῖρα ἀνθρωπότητα γέννησε καὶ καρποφόρησε ἑκατομμύρια ἁγίων ἀνθρώπων, ὁσίων, ἀσκητῶν, παρθένων, νέων καὶ νεανίδων, ποὺ κατόρθωσαν μὲ τοὺς πνευματικούς τους ἀγῶνες ὄχι νὰ ἀποφύγουν ἁπλῶς τὸ παρὰ φύσιν καὶ νὰ μείνουν στὸ κατὰ φύσιν, ἀλλὰ νὰ φθάσουν καὶ στὸ ὑπὲρ φύσιν, ἐκπλήττοντας ἀκόμη καὶ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ ἔβλεπαν ἀνθρώπους συνδεδεμένους μὲ σάρκα νὰ κατανικοῦν τὸν ἄσαρκο Σατανᾶ καὶ νὰ συναγωνίζονται τοὺς ἀγγέλους. Οἱ ὕμνοι πρὸς τοὺς ὁσίους ἀσκητές αὐτὰ τὰ κατορθώματα ἐξυμνοῦν. Διδάσκουν οἱ ὅσιοι ἄνδρες καὶ οἱ ὅσιες γυναῖκες «ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς πράγματος ἀθανάτου». Ἔζησαν ὡς «ἄσαρκοι» ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς «ἐν σώματι ἄγγελοι», «τῶν δαιμόνων ὤλεσαν τὰς φάλαγγας, τῶν ἀγγέλων ἔφθασαν τὰ τάγματα, ὧν τὸν βίον ἀμέμπτως ἐζήλωσαν»[5].

Οἱ σαρκικές πράξεις, ἐκτός τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου, χωματοποιοῦν ἀναπόδραστα τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί καταστρέφουν τίς πνευματικές του ἐφέσεις, σκοτίζοντας τόν ἀνθρώπινο νοῦ, καί καταλύουν τήν δυνατότητα κοινωνίας μέ τόν Πανάγιο Θεό, πού διασαλπίζει διαχρονικά «οὐ μὴ μείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας»[6].

Ἡ σχέση μέ τόν Θεό εἶναι βέβαια θέμα ἐλευθέρας ἐπιλογῆς, κατά τήν διάρκεια τῆς ἐπιγείου ζωῆς .Ὁ Πανάγιος, ὅμως, Θεός, στό ἐπέκεινα, στήν ἄλλη, τήν αἰώνια ζωή, ὅταν ἅπασα ἡ ἀνθρωπότης θά ὑποστεῖ τήν κοινή καί καθολική κρίση, ὅπου «οὐκ ἔστι μετάνοια», θά στηλιτεύσει, ὅπως ἀποδεικνύεται μέσω τῶν Ἱερῶν Γραφῶν, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, καί τήν ἁμαρτία καί τόν ἁμαρτωλό. Οἱ φρικώδεις λόγοι τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἠτοιμασμένο τω διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ»[7], ἀποδεικνύουν τά πράγματα.

Δέν ἔχει καμμία θέση στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἡ Ὠριγενιστική θεωρία περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, μέ τήν ὁποία ἐρωτοτροποῦν καί μερικοί σύγχρονοι «ὀρθόδοξοι» θεολόγοι. Σμφωνα μ'αὐτ, ὁ Θες εἶναι ὁ δημιουργς τοῦ καλοῦ. Τ πντα δημιοργησε «καλ λαν». Τ κακ δν ἔχει τ βση του στν Θε, γιατ ὁ Θες «οὐκ ἔστιν τῶν κακῶν αἴτιος». Τ κακ ἐμφανσθηκε μεταγενεστρως. Δν εἶναι δημιοργημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ἐξ αἰτας τῆς κτισττητος κα τῆς τρεπττητς του, κνοντας κακ χρση τοῦ αὐτεξουσου του, ἐπινησε κα ἐπλεξε τ κακ. Πρωτατιος κα ἐφευρτης τῆς κακας εἶναι ὁ διβολος, κα συνατιος, θμα τῆς κακας εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἄρα, τ κακ δν ἔχει ὑπσταση, εἶναι παρυπσταση˙ δν ἔχει ὀντολογα, δηλ. δν εἶναι δημιουργς τοῦ κακοῦ ὁ Θες. Τποτε, ὅμως, δν νικᾶ τν δναμη τοῦ Θεοῦ κα τ ἔλες Του. Ἑπομνως, οὔτε κα τ κακ μπορεῖ ν ὑπερισχσει τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, στ τλος τῆς ἱστορας θ ἐπικρατσει μνο τ καλ, δηλ. ὁ Θες, ἐνῶ τ κακ θ ἐξαφανισθεῖ παντελῶς. Ἀκμη κα τ πῦρ τῆς κολσεως, κατ τν  Ὠριγνη, εἶναι καθρσιο κα ἰαματικ κα ὄχι τιμωρ. Ἑπομνως, κι αὐτ ἡ κλαση ὑπρχει ὡς θεραπευτριο κα δν εἶναι ἀπραντη. Ἐφ' ὅσον τ κακ θ σταματσει ν ὑπρχει, δν θ εἶναι αἰνιο, οὔτε κα ἡ κλαση θ εἶναι αἰνια.

Ὅμως, θ πρπει ν σημεισουμε ὅτι ὁ Ὠριγνης ἔχει ἀναθεματισθεῖ κα καταδικασθεῖ ἀπ τν Ε΄ Ἁγα κα Οἰκουμενικ Σνοδο (653) γι τ μισαρ δγματα, πο φλυαροῦσε, ἀνμεσα στ ὁποα ἦταν ἡ θεωρα περ ἀποκαταστσεως τῶν πντων κα ὅτι ἡ κλαση ἔχει τλος. Ἡ Σνοδος ἐπσης ἐξθεσε εἰκοσιπντε ἀναθεματισμος ἐναντον τῶν Ὠριγενιστῶν[8]. Ἄρα, ἡ Ὀρθδοξος Ἐκκλησα, δι ἀλαθτου ἀποφνσεως Οἰκουμενικῆς Συνδου, ἔχει ἀπορρψει κα καταδικσει αὐτ τν θεωρα. Ἄλλωστε, ἡ ἐσφαλμνη ἄποψη ὅτι ἡ κλαση ἔχει τλος, ἔρχεται σ σφοδρ σγκρουση μ ἁγιογραφικ χωρα, ὅπου ὀφθαλμοφανῶς κηρττεται ὅτι ἡ κλαση εἶναι αἰώνια, ὅπως τ Mτθ. 25,46, Μρκ. 3,29, Β΄ Θεσ. 1,9 κα Ἀποκ. 14,11[9] διότι εἶναι καθαρά θέμα ἐλευθέρας προσωπικῆς ἐπιλογῆς!!! Καί ἑπομένως ὁ σεβόμενος πλήρως τήν ἐλευθερία τῶν κτισμάτων Του Θεός, θά ἀνέτρεπε τήν θεόσδοτη ἐλευθερία τοῦ προσώπου παρεμβαίνων καί ἀνατρέπων τήν προσωπική ἐπιλογή.

Ὅλα τά προαναφερθέντα ἔχουν ἄμεση καί ἄρρηκτη σχέση μέ τήν σωτηρία, τόν ἐξαγιασμό, τήν κατά χάριν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχουν δηλ. σωτηριολογικές συνέπειες. Εἶναι θέμα ζωῆς καί θανάτου, μετοχῆς τοῦ Παραδείσου ἤ τῆς κολάσεως. Ὅποιος διακατέχεται ἀπό τά αἰσχρά καί ἄτιμα πάθη καί δέν τά καταπολεμᾶ ἐν μετανοία, ἀλλά ἀντιθέτως ὑπερηφανεύεται γι’αὐτά καί προσπαθεῖ νά τά νομιμοποιήσει ἐπίσημα καί θεσμικά ὡς φυσιολογικά, δέν σώζεται, χάνει τόν Παράδεισο. Ὁ λόγος τοῦ Ἀπ. Παύλου, πού εἶναι τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι σαφέστατος, καθαρός καί ξάστερος˙ «μή πλανᾶσθε˙ οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοί, οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται, οὔτε πλεονέκται, οὔτε κλέπται, οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδωροι, οὐχ ἄρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι»[10]
Ἀπό τά ἀνωτέρω ἀποδεικνύεται πασίδηλα ὅτι ἡ δῆθεν σχετική πρόοδος καί δημοκρατική εὐαισθησία, τά δῆθεν σχετικά «ἀνθρώπινα δικαιώματα» καί ὁ δῆθεν ἐλεύθερος αὐτοπροσδιορισμός καί προσανατολισμός περί τό γενετήσιο ἔνστικτο καί τήν ταυτότητα τοῦ φύλου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ καταβαράρθρωση καί ὁ καταποντισμός τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας καί ἀξιοπρέπειας καί ὁ πλήρης εὐτελισμός τῆς ἐννοίας «ἄνθρωπος», πού στήν ἑλληνική γλώσσα σύγκειται ἀπό τό ἐπίρρημα «ἄνω» καί τό ρῆμα «θρώσκω», πού σημαίνει «ἄνω βλέπω, ἄνω φέρομαι».

Συμπερασματικῶς ἐπισημαίνουμε ὅτι ὅ,σα καί ἄν διανοοῦνται διεστραμμένα οἱ ἄνθρωποι, ὅσες καί ἄν εἶναι οἱ δαιμονικῆς ἐμπνεύσεως ἀστάθειές τους, καί ὅποια θέση κι ἄν ἔχουν στόν κόσμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, σύντομα ὁ καθένας μας θά βιώσει τήν Ἀλήθεια τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, καί ἤδη ἀπό αὐτῆς τῆς ζωῆς προγεύεται τοῦ Παραδείσου καί τῆς Κολάσεως, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ φωνή τῆς συνειδήσεως. Ἐπιπροσθέτως, θά πρέπει νά ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ὅτι γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ἡ Δευτέρα Παρουσία δέν θά ἐπισυμβεῖ σέ ἕνα ἀπώτατο ἀπροσδιόριστο μέλλον, ἀλλά στήν ὁριακή στιγμή τοῦ θανάτου του, ὁ ὁποῖος ὡς κλέπτης ἔρχεται «ὀψέ ἤ μεσονυκτίου ἤ ἀλεκτροφωνίας ἤ πρωΐ»[11].





Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ



+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ



[1] Ψήφισμα τῆς εἰρηνικῆς διαμαρτυρίας γιά τίς ἐκδηλώσεις «ὁμοφυλοφιλικῆς ὑπερηφάνειας» (Gay Pride), Θεσ/κη, προαύλιος χώρος Ι. Ν. Ἁγίου Δημητρίου, 14-6-2013, http://www.impantokratoros.gr/A20D2526.el.aspx
[2] Ματθ. 24, 37-39.
[3] Λουκ. 17, 26-29.
[4]Λουκ., 20, 34-36. Ματθ. 22, 30 : «Ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσι οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾽ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσί».
[5] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ ἀντίδρασις κατὰ τῆς ὁμοφυλοφιλίας», Ὀρθόδοξος Τύπος (27-6-2014)
[6] Γεν. 6, 3.
[7] Ματθ. 25, 41.
[8] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσ/κη 2003, σ. 212.  
[9] «Καί ἀπελεύσονται οὖτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δε δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον», «ὅς δ’ἄν βλασφημήση εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλ’ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως», «οἵτινες δίκην τίσουσιν ὅλεθρον αἰώνιον ἀπό προσώπου τοῦ Κυρίου καί ἀπό τῆς δόξης τῆς ἰσχύος αὐτοῦ», «καί ὁ καπνός τοῦ βασανισμοῦ αὐτῶν εἰς αἰώνας αἰώνων ἀναβαίνει, καί οὐκ ἔχουσιν ἀνάπαυσιν ἡμέρας καί νυκτός οἱ προσκυνοῦντες τό θηρίον καί τήν εἰκόνα αὐτοῦ, καί εἴ τις λαμβάνει τό χάραγμα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ».
[10] Α΄ Κορ. 6, 9-10.
[11] Μαρκ. 13, 35.

Δεν υπάρχουν σχόλια: