Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΕΥΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ, Η ΔΕ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ


+ π. Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης


Το κλειδί δια την κατανόησιν της μεταβολής της Ορθοδόξου Καθολικής Παραδόσεως από παρανόμου εις νόμιμον θρησκείαν και κατόπιν εις επίσημον Εκκλησίαν, έγκειται εις το γεγονός, ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διεπίστωσε, ότι δεν είχε απέναντί της απλώς μίαν επί πλέον μορφήν θρησκείας ή φιλοσοφίας, αλλά μίαν καλώς οργανωμένην Εταιρίαν Νευρολογικών Κλινικών, αι οποίαι εθεράπευον την νόσον της θρησκείας και την αναζητούσαν την ευδαιμονίαν ασθένειαν της ανθρωπότητος και έτσι παρήγον φυσιολογικούς πολίτας με ανιδιοτελή αγάπην, αφιερωμένους εις την ριζικήν θεραπείαν των προσωπικών τους και των κοινωνικών νοσημάτων. Η σχέσις που ανεπτύχθη μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, ήτο ακριβώς αντίστοιχος προς την σχέσιν μεταξύ Κράτους και συγχρόνου Ιατρικής.
Μέθοδος
http://www.romanity.org/htm/im/w.gifΗ μέθοδος εις το υπόβαθρον της εκθέσεως αυτής είναι απλή. Οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης και οι Πατέρες επισημαίνουν εντός της ιστορίας την ιδικήν των εμπειρίαν της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και του δοξασμού (τής θεώσεως), την οποίαν ταυτίζουν με εκείνην των προφητών όλων των αιώνων, αρχίζοντες τουλάχιστον από του Αβραάμ. Αυτό αντιστοιχεί με την επανάληψιν της θεραπείας εις την ιατρικήν επιστήμην, της οποίας η μέθοδος μεταδίδεται από ιατρού εις ιατρόν. Αλλ' εις αυτήν την περίπτωσιν ο Χριστός, ο Κύριος της Δόξης και Μεγάλης Βουλής Άγγελος, είναι ο ιατρός ο οποίος προσωπικώς θεραπεύει και "τελειοί" τους ιατρούς Του, τόσον εις την Παλαιάν όσον εις την Καινήν Διαθήκην. Αυτή η ιστορική παράδοσις και διαδοχή θεραπείας και τελειώσεως "εν τω Κυρίω της Δόξης" πρίν και μετά την ενσάρκωσίν Του, συνιστά την καρδίαν και τον πυρήνα της Βιβλικής και της Πατερικής Παραδόσεως.
http://www.romanity.org/htm/im/w.gif

Συνεχίζεται.

Cherubic Hymn-Theodoros Vasilikos-Our Home


Psalm 33 I will bless the Lord- Ψαλμός 33 Ευλογήσω Τον Κύριον

Καλό σου ξημέρωμα αγιοτόκε Ελλάδα!

Εάν οι ορθόδοξοι χριστιανοί ηκολούθουν επισκόπους φρονούντας τα των ετεροδόξων, που τότε Ορθοδοξία;


Εάν όμως αυτήν την γνώμην ( του Αγίου Ιγνατίου) ηκολούθουν πάντες οι χριστιανοί κατά γράμμα, να ακολουθούν δηλαδή τους επισκόπους εις πάντα, αλλοίμονον τότε, ούτε Ορθοδοξία, ούτε Εκκλησία, ούτε Ορθόδοξος χριστιανός θα υπήρχε σήμερον. Εάν οι ορθόδοξοι χριστιανοί ηκολούθουν τους πατριάρχας και επισκόπους, Απολιναρίους, Μακεδονίους, Ευτυχέας, Διοσκόρους, Σαββελιο-Σεβήρους, Ευσεβίους και μυρίους άλλους, και εδέχοντο και ησπάζοντο τα φρονήματά των, που τότε Ορθοδοξία; Που χριστιανός ευσεβής και ορθόδοξος; Και τι λέγω ανθρώπους πατριάρχας και μητροπολίτας, και δεν λέγω Συνόδους;…, διότι 348 τον αριθμόν συνήλθον εν έτει 754 εν Κωνσταντινουπόλει, Πατριάρχαι, Μητροπολίται, Επίσκοποι κ.λ.π. Ο αριθμός 348 είναι πολύ σεβαστός. Εν τούτοις τον τότε πατριάρχην Κωνσταντίνον και τον βασιλέα Κοπρώνυμον και τους 348 Μητροπολίτας, πολλοί μοναχοί, κληρικοί και λαϊκοί δεν τους ήκουσαν, απεσχίσθησαν απ’ αυτών, τους ήλεγχον και τους απεκάλουν κακοδόξους και εικονομάχους… Άρα γε οι τοιούτοι είναι σχισματικοί, αιρετικοί, κακόδοξοι, κολασμένοι, αναθεματισμένοι, και μαζί με αυτούς και ημείς που προσκυνούμεν και σεβόμεθα, σχετικώς και κατά την παράδοσιν, τας αγίας εικόνας;
Ημείς έχομεν την γνώμην και ομολογούμεν ότι είναι άξιοι παντός επαίνου διότι παρήκουσαν και απεσχίσθησαν, και ηξιώθησαν ουρανίων στεφάνων δια την παρακοήν των εκείνην, και σήμερον τους προσκυνούμεν και τιμώμεν ως Αγίους (Γερμανός, Νικηφόρος, Μεθόδιος, Ταράσιος, Στέφανος, Θεόδωρος, Θεοφάνης, Θεόδωρος ο Στουδίτης κ.λ.π.), την δε σύνοδον εκείνην ονομάζομεν παράνομον, μιαράν και Καϊαφικόν συνέδριον…

(Από επιστολήν του μακαριστού πατρός Φιλοθέου Ζερβάκου προς τον Επίσκοπόν του, σταλείσα το 1930).

Είπε ο αββάς Ησαϊας στον αββά Μακάριο:


“Πές μου έναν λόγο”. 
Και ο Γέροντας του λέει:
 
“Να αποφεύγεις τους ανθρώπους”.
 
Τον ρωτάει ο αββάς Ησαϊας:
 
“Τι σημαίνει να αποφεύγει κανείς τους ανθρώπους; ”
 
Και ο Γέροντας του απαντά:
 

“Σημαίνει να καθήσεις στο κελί σου και να κλάψεις τις αμαρτίες σου”.

Καθρέπτης του ανθρώπου είναι οι λόγοι και αι πράξεις του.


Αι πράξεις και οι λόγοι του ανθρώπου είναι απαύγασμα και εξωτερίκευσις του ποιού του ψυχικού αυτού κόσμου. Ό,τι είναι ο άνθρωπος, είναι και οι λόγοι και πράξεις αυτού, αφού «εκ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί» (Ματθ. ιβ, 35) ως είπεν ο Κύριος. Εάν η ψυχή είναι ευσεβής και ενάρετος, τοιαύται θα είναι αι πράξεις και λόγοι αυτής. Αν δε είναι ασεβής, τοιούτοι θα είναι οι λόγοι και τα έργα της. Καθρέπτης λοιπόν του ανθρώπου είναι οι λόγοι και αι πράξεις του.

"ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ" ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΣ

O ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Κορναράκης :

Ἡ ἕνωση τοῦ Πατριαρχείου μὲ τὸν Παπισμὸ θὰ γίνει ὁπωσδήποτε. Καί, κάποια στιγμή, ὁ ὀρθόδοξος κόσμος, ποὺ ἀγνοεῖ τὴν πραγματικότητα, ἢ ἐκεῖνοι ποὺ νομίζουν ὅτι ἡ ἕνωση αὐτὴ δὲν πρόκειται νὰ πραγματοποιηθεῖ, θὰ ἐκπλαγοῦν.
Τὸ θέμα τῆς πραγματοποιήσεως αὐτῆς ἔχει ἤδη «κλειδώσει», πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, στὸν γνωστὸ διάλογο μεταξὺ ὀρθοδόξων καὶ παπικῶν στὴν Ραβέννα τῆς Ἰταλίας.

Στὸν διάλογο αὐτόν, οἱ ὀρθόδοξοι ἐκπρόσωποι ἐψήφισαν καὶ ἀποδέχθηκαν, αὐτούσιο, τὸ παπικὸ κείμενο ποὺ τοὺς παρουσίασαν οἱ παπικοὶ «ἑταῖροι» τους.
Σύμφωνα μὲ τὸ κείμενο αὐτό, ἡ παπικὴ ἐξουσία ἐπὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποτυπώνεται μὲ τὴν εἰκόνα πυραμίδος. Στὴν κορυφὴ τῆς πυραμίδος, εἶναι ὁ Πάπας. Ὅποιος Ἐπίσκοπος δὲν θὰ ἀποδέχεται τὸν Πάπα, θὰ μένει ἐκτὸς τῆς παπικῆς «ἐκκλησίας», ποὺ εἶναι ἡ μόνη ὁλοκληρωμένη καὶ ὁριστικῶς διαμορφωμένη μὲ τὴν ρωμαϊκὴ παράδοση.
Ὁ Πατριάρχης ἔχει προωθήσει αὐτὴν τὴν ἕνωση μὲ τὴν ἀρωγὴ τοῦ πρωτοπαλλήκαρου τῆς ἑνώσεως αὐτῆς: τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου, Ἰωάννη Ζηζιούλα, ὁ ὁποῖος εἶναι πασίγνωστος γιὰ τὴν διαχρονική του ἐπιμονὴ στὸ κυρίαρχο καὶ ἐξουσιαστικὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα, καὶ ὄχι στὸ πρωτεῖο τιμῆς.

O βίος του αγίου Σπυρίδωνα:


Η παιδική του ηλικία.
O άγιος Σπυρίδωνας γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στην κοινότητα Άσσιας, ένα χωριό της κεντρικής Μεσαορίας στην επαρχία Αμμοχώστου. Προερχόταν από αγροτική οικογένεια, η οποία, επειδή είχε την οικονομική ευχέρεια φρόντισε έτσι ώστε ο Σπυρίδωνας να μάθει τα στοιχειώδη γράμματα. Αυτό όμως που πλουσιοπάροχα έλαβε από τους γονείς του ήταν η ευλάβεια.

H συνέχεια, ‘’κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:


Να θυμάσαι πάντοτε, ότι το σήμερα είναι δικό σου, το αύριο είναι στο χέρι του Θεού.
Και Εκείνος που σου έδωσε το πρωί, δεν σου υπόσχεται και το βράδυ....


Θυμούμαι τη Μυρτώ.

 Ένα μικρό χαριτωμένο κοριτσάκι. Προσβλήθηκε από οξεία λευχαιμία Ε.  Aπαράμιλλη σιωπή και υπομονή, με ένα γλυκύτατο βλέμμα που εξέπεμπε συνεχώς το χλωμό προσωπάκι της, αντιμετώπιζε τις πιο επιθετικές θεραπείες που της έκαναν. Κι όσο ήταν αυτή ανεκτική, τόσο κατέρρεαν οι γονείς της, που σταδιακά έχασαν μαζί με τις ελπίδες τους και τα τελευταία ψήγματα της πίστεώς τους. Δεν ήταν άνθρωποι πιστοί, ούτως ή άλλως. Κάτι όμως υπήρχε μέσα τους. Την είχαν στείλει και σε καλό σχολείο. Είχε μια δασκάλα που την υπεραγαπούσε. Κάθε φορά πριν κοιμηθεί έκανε τον σταυρό της και λέγοντας: «Σταυρέ του Χριστού, σώσον ημάς τη δυνάμει Σου». Έτσι της είχε πει η δασκάλα.
-Γιατί κάνεις τον σταυρό σου; ρωτούσε η μητέρα της.
-Για να μου δίνει δύναμη ο Χριστός, απαντούσε. Έτσι μας είπε η κ. Παρασκευή στο σχολείο.
-Δεν του λες καλύτερα να σε κάνει καλά;
-Δεν χρειάζεται, αφού μου δίνει δύναμη και χαρά.
Οι γονείς δεν επέμειναν. Δεν καταλάβαιναν και πολλά. Καθώς όμως προχωρούσε η ασθένεια, τα έβαλαν με τον Θεό. Παρά ταύτα δεν μπορούσαν να τα βάλουν με το παιδί που συνέχισε να κάνει τον σταυρό του και να λέει προσευχούλες.
Η Μυρτώ πέθανε οκτώ χρόνων ζητώντας από τη μητέρα της να της πει το «Πάτερ ημών», γιατί αυτή δεν μπορούσε πλέον. Άφησε την κούκλα από την αγκαλιά της, σταύρωσε τα χεράκια της και ζήτησε την προσευχή. Η μητέρα της δεν μπόρεσε να της χαλάσει το χατίρι. Το έκανε με λυγμούς. Άφησε τη λογική των επιχειρημάτων και των αποδείξεων, του στενού μυαλού και της σκέψης και λειτούργησε στον κόσμο του παιδιού της. Μαζί με τα δάκρυα από τα μάτια της έβγαλε και πίστη από την καρδιά της. Καθώς έχανε την Μυρτώ, κέρδιζε τον Θεό. Η κορούλα της είναι η πνευματική της μητέρα. Θυμήθηκε τα λόγια της. Δεν είχε το παιδί ζωντανό στην αγκαλιά της. Είχε όμως δύναμη, αντοχή και χαρά.

Aπό το βιβλίο  με τίτλο: «Εκεί όπου δεν φαίνεται ο Θεός».

Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον Γέροντα:

“Ποιο καλό πράγμα υπάρχει, για να το κάνω και να βρω ζωή μέσα σ΄αυτό;” 

Και είπε ο Γέροντας:
 

“Ο Θεός γνωρίζει το καλό. Όμως άκουσα ότι κάποιος από τους πατέρες ρώτησε τον αββά Νισθερώο τον μεγάλο, τον φίλο του αββά Αντωνίου:”
 

“Ποιο θεωρείται έργο καλό για να το κάνω;”
 

Κι εκείνος του είπε:
 

“Όλες οι αρετές δεν είναι ισοδύναμες; Η αγία Γραφή λέει ότι ο Αβραάμ υπήρξε φιλόξενος και είχε τον Θεό μαζί του. Ο Ηλίας αγαπούσε την ησυχία και ο Θεός ήταν μαζί του. Ο Δαβίδ ήταν ταπεινός και ο Θεός ήταν μαζί του. 

Ό,τι λοιπόν καταλαβαίνεις να θέλει η ψυχή σου που είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, αυτό κάνε και κράτα άγρυπνη την καρδιά σου”. 

Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς) : Άνθρωπος και Θεάνθρωπος.


10. Το Άγιον Πνεύμα δια της θείας δυνάμεώς Του, ενώνει όλους τους πιστούς εις εν σώμα, την Εκκλησίαν. Το Άγιον Πνεύμα είναι ο αρχιτέκτων και ο οικοδόμος της Εκκλησίας. Κατά τον θεόπνευστον λόγον του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, «το Άγιον Πνεύμα οικοδομεί την Εκκλησίαν». Δια του Αγίου Πνεύματος δηλαδή οικοδομούμεθα πάντες εις το σώμα της Εκκλησίας, βαπτιζόμεθα εν Αυτώ εις εν σώμα, το σώμα της Εκκλησίας, γινόμενοι σύσσωμοι Χριστού. Πράγματι, δια του Αγίου Πνεύματος ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος του Χριστού, γίνεται χριστιανός, μέλος της Εκκλησίας. Το Άγιον Πνεύμα ενεργεί την ενχρίστωσιν και την χριστοποίησίν μας, την ενσωμάτωσίν μας εις την Εκκλησίαν και την εκκλησιαστικοποίησιν. Δια του Αγίου Πνεύματος ωκοδομήθη και συνεχώς οικοδομείται το άγιον, το θεανθρώπινον και καθολικόν σώμα της Εκκλησίας, το οποίον είναι πάντοτε εν και αδιαίρετον. Εις αυτό το καθολικόν εν σώμα, έκαστος άνθρωπος, Ιουδαίος ή Έλλην, δούλος ή ελεύθερος, πλούσιος ή πτωχός, πεπαιδευμένος ή απαίδευτος, γίνεται νέος άνθρωπος, ο εν Χριστώ άνθρωπος, εις τον οποίον ο Χριστός είναι τα πάντα εν πάσι εις όλους τους κόσμους… Όντως, τυγχάνει αναμφίβολον, ότι μόνον δια του Αγίου Πνεύματος γίνεται κανείς χριστιανός. Διότι εκεί όπου είναι το Άγιον Πνεύμα, εκεί είναι και ο Χριστός, εκεί δε όπου είναι ο Χριστός, εκεί είναι και το Άγιον Πνεύμα, εκεί, με μίαν λέξιν, είναι και όλη Αγία Τριάς. Εξ Αυτής δε και εν Αυτή είναι τα πάντα.

Συνεχίζεται.  

Ὁ Νικόλας ὁ Μπούκης καὶ ἡ Πόρνη...


Μουστάκης Βασίλης

«... Τοῦτο μοῦ ἐνθύμισε μίαν ἄλλην κορασίδα, τὴν Κοῦλαν
(Ἀγγελικήν) τοῦ φίλου μου Νικόλα τοῦ Μπούκη. Ἁπλοῦς
μανάβης, ἤ ὀπωροπώλης, ἦτον ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ εἶχε λάβει
θεόθεν διὰ τὴν φιλοξενίαν του τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἀβραάμ.
Ἡ μικρὰ οἰκία ἦτο ξενὼν διά τοὺς φίλους καὶ τοὺς
διαβατικούς, διά τούς τυχόντας. Εἶχεν ἀπολύσει ἡ λειτουργία
μετὰ τὴν παννυχίδα εἰς τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου, καὶ
τὴν ὥραν τοῦ ἀντιδώρου, ἡ γυνὴ τοῦ Μπούκη τοῦ φίλου μου,
ἀκολουθουμένη ἀπὸ τὴν μικράν κόρην της τὴν Ἀγγελικοῦλαν, μ’
ἐπλησίασεν εἰς τὸ στασίδι, διὰ νὰ μοῦ ὑπομνήση, ὡς συνήθως,
ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγω εἰς τὸ γεῦμα. Τότε ἡ μικρὰ παιδίσκη (ἦτο
ὡς ἐννέα ἐτῶν, ροδίνη καὶ καστανή, καὶ τὴν εἶχαν υἱοθετήσει
ἀπὸ τὸ βρεφοκομεῖον, ὡς ἄτεκνον ὁπού ἦτο τὸ ἀνδρόγυνον, ἀλλ’
αὐτὴ τὸ ἠγνόει), μ’ ἐχαιρέτησε, καὶ μοῦ λέγει :
- Ἐσύ, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τὰ τραγούδια τοῦ θεοῦ!
...Ἔκτοτε ἡ μικρὰ μὲ ἤκουε νὰ ψάλλω συνεχῶς «τραγούδια
τοῦ θεοῦ», εἰς τὸν πενιχρὸν ναΐσκον, ὅπου ἐσύχναζε τακτικὰ μὲ
τὴν μητέρα της... Ἠσθάνετο (τὰ τροπάρια) καί τὰ ἐπόθει καὶ τὰ
ἐχαρακτήριζε μὲ ἀγγελικόν αἴσθημα, ὡς τραγούδια τοῦ θεοῦ...».
Αὐτὸς ὁ Νικόλας ὁ Μπούκης, ποὺ ἀναφέρει ὁ κύρ’
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στάθηκε ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος καὶ
ἥρωας μιᾶς θαυμαστῆς ἱστορίας. Ἄγνωστο γιατί, δὲν θέλησε νὰ
τὴ γράψει ὁ Παπαδιαμάντης, ὁ μόνος ποὺ ἄξιζε νὰ τό κάνει. Τὴν
ἄκουσα ἀπό τό στόμα ἑνὸς κοινοῦ φίλου τους, καὶ τὴν ἔβαλα νὰ
διασωθεῖ μέσα στὴν «Κιβωτό». Ὁ κοινὸς αὐτὸς φίλος τοῦ
Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μπούκη δὲν εἶναι ἄλλος ἀπό τὸν σεπτὸ
ἡγούμενο τῆς Λογγοβάρδας τῆς Πάρου, τὸν πάτερ Φιλόθεο
Ζερβάκο.
Ὁ Νικόλαος ὁ Μπούκης ἤτανε σπάταλα χαριτωμένος ἀπὸ
τὸν θεό. Ἁπλοϊκὸς στὴν καρδιά, ταπεινός, εὐσεβέστατος,
γεμᾶτος συμπόνοια στοὺς φτωχούς, πήγαινε ταχτικὰ στό
ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου ὅπου γνωρίστηκε μὲ τὸν
Παπαδιαμάντη καὶ τὸν πατέρα Φιλόθεο, ποὺ ἤτανε τότε λαϊκὸς
ἀκόμα κι ἔκανε τὸν ψάλτη.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ Νικόλας ἔφτασε στὰ τριανταεφτὰ του
χρόνια, ἀποφάσισε νὰ παντρεφτεῖ. Τί πιό φυσικό, νὰ σκεφτεῖ νὰ
πάρει γιὰ σύντροφο τῆς ζωῆς του μιά κόρη ποὺ θὰ τοῦ ταίριαζε,
εὐσεβῆ, σεμνὴ καὶ προκομένη. Ὅμως ὁ νοῦς του δὲν πῆγε ἐκεῖ.
Μὲ τὴν εὐκολία ποὺ ἔχουν οἱ ἀληθινοὶ ἅγιοι, ὁ μακάριος
ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ πῆγε σ’ ἕνα σπῆτι τῆς ἁμαρτίας καὶ εἶπε
στὴν πρώτη ποὺ ἀντίκρυσεν ἐκεῖ μέσα ἁμαρτωλὴ :
- Σήκω κι ἔλα μαζί μου. Ἔταξα στὸν θεὸ νὰ γλυτώσω μιά
ψυχὴ ἀπό τή λάσπη. Ἔλα νὰ σὲ κάνω γυναῖκα μου.
Ἐκείνη σάστισε στὴν ἀρχή, μὰ οὔτε στιγμὴ δὲν τῆς πέρασε
ἀπὸ τὸ μυαλὸ πὼς ἤτανε κάποιο ἄσπλαχνο πείραγμα. Κι ὕστερ’
ἀπό λίγο, τὸν ἀκολούθησε.
Ὁ Μπούκης σκεφτότανε μέσα του τὸ χαμένο πρόβατο τῆς
παραβολῆς κι εὐχαριστοῦσε ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς τὸν
Κύριο γιατί ἀξιωνότανε νὰ τὸν μιμηθεῖ.
Τὴν ἔβαλε κι ἐξομολογήθηκε κι ἀφοῦ μεταλάβανε μαζὶ τὸ
Σάββατο, στεφανωθήκανε τὴν Κυριακή.
«Ἡ πρώην ἄσωτος γυνή» ἤτανε τώρα στὸ πλευρὸ τοῦ
Μπούκη σὰν ἁγνότατο ρόδο. Φρόνιμη καὶ χαμηλοβλεποῦσα, μὲ
τὰ εἴκοσι-δυὸ χρόνια της δροσᾶτα, σὰν καὶ νὰ τὴν εἶχε μόλις
δρέψει ἀπὸ τὸν κόρφο τῆς μάνας της.
Τό μάθανε καὶ τ’ ἀδέρφια της κι ἤρθανε ἀπὸ τὸ Μενίδι —
ὅπου ἤτανε τὸ πατρικό τους — καὶ τὴν καμάρωσαν μ’ ὅλο τὸν
ἄλλο κόσμο.
Ὕστερα, πέρασε κάμποσος καιρός, ἀνέφελα κι εὐλογημένα.
Ἀλλά ἡ ἁμαρτία εἶναι δυνατὴ καί δὲν παρατάει εὔκολα τὰ__
πλάσματα ποὺ δουλέψανε σ’ αὐτή.
Κι ἔτσι - κατὰ τὸν Σολομῶντα ποὺ λέγει «ὥσπερ κύων ἐπὶ
τὸν ἑαυτοῦ ἔμετον», - ἡ γυναῖκα τοῦ Μπούκη κύλισε ξαφνικὰ
ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἡ χάρη τοῦ θεοῦ τὴν εἶχε τραβήξει κι ἔγινε
μοιχαλίδα.
Σὰν ὁ ἄντρας της τὴν ἔπιασε, δὲν τῆς εἶπε κανένα πικρὸ
λόγο. Μὰ τώρα πιὰ δὲν βάσταγε νὰ τὴν κρατήσει. Τὴν εἶδε νὰ
φεύγει ἀπὸ τό σπῆτι τους, χωρὶς νὰ τὴν προφτάξει καὶ νὰ τῆς
πεῖ: «Γυναῖκα, δὲ σοῦ κρατάω κακία». Ἐκείνη πῆγε κι ἔμεινε σὲ
μιά συγγένισσά της. Φοβότανε καὶ τ’ ἀδέρφια της καὶ καθότανε
ἐκεῖ κρυμένη.
Ὁ Νικόλας εἶπε τότε μὲ τὸ νοῦ του: «Ἄλλο πιὰ δὲν μοῦ μένει
παρὰ νὰ πάω στ’ Ἁγιονόρος ν’ ἀσκητέψω».
Μπῆκε στὸ βαπόρι, παρατῶντας σπῆτι καὶ μαγαζί, καὶ ἦρθε
στ’ Ἁγιονόρος.
Ἐκεῖ ρώτησε ποιὸς ἤτανε ὁ καλύτερος πνευματικός, γιὰ νὰ
τοῦ ἐμπιστευθεῖ τὸν πόνο του καὶ τὴν ἀπόφασή του.
Τοῦ εἴπανε:
- Νὰ πᾶς στὸν πάτερ Σάββα.
Ὁ πάτερ Σάββας δὲν καθότανε σὲ μοναστῆρι, παρὰ σὲ μία
βραχότρυπα. Ἤτανε βαθύγερος καὶ διαβόητος πνευματικός.
Ἤξερε, ἀνάλογα μὲ τὴν ψυχὴ ποὺ ἐρχότανε σ’ αὐτόν, νὰ
φέρνεται. Ἄλλοτε ἔβαζε βαριούς κανόνες, γιατί ἔβλεπε πὼς τοὺς
ἄντεχε ὁ ἁμαρτωλός. Κι ἄλλοτε διάβαζε μονάχα τὴν εὐχὴ κι
ὕστερα σιγὰ - σιγὰ ἔβαζε νηστεῖες καὶ μετάνοιες κι ἀγρυπνίες.
Κάποια φορά ἕνας φοβερὸς ληστὴς εἶχε πάει σ’ αὐτὸν νὰ
ξομολογηθεῖ. «Βαρέθηκα, τοῦ εἶπε, νὰ σκοτώνω. Λέω νὰ σώσω
τὴν ψυχή μου. Ἂν θέλεις διάβασέ μου τὴν εὐχή, ἀλλά κανόνα μὴ
μοῦ βάζεις, γιατί δὲν βαστάω τέτοια». Ὁ πάτερ Σάββας τὸν
κοίταξε μὲ ἱλαρή ματιὰ καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε:
«Ἕνα κανόνα σοῦ βάζω. Νὰ μὴν ξαναβλάψεις ἄνθρωπο». Ὁ
ληστὴς ἀπόρεσε: «Καλά, αὐτὸ τ’ ἀποφάσισα», εἶπε. «Ἔ, αὐτό
φτάνει». «Καὶ τίποτε ἄλλο;» «Τίποτε ἄλλο. Ἂν θέλεις,
νηστεύεις μονάχα Τετράδη καὶ Παρασκευή. Καὶ νὰ λὲς ποῦ καὶ
ποῦ: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».
Βουρκώσανε τὰ μάτια τ’ ἀνθρώπου. Ὕστερα ἀπὸ κάμποσες
μέρες ξανᾶρθε. «Γέροντα— λέει— αὐτα ποὺ μοὖπες τὰ κάνω.
Θέλω καὶ κανέναν ἄλλο κανόνα». Ὁ πάτερ Σάββας τότε τοῦ
λέει: «Ἂν βαστᾶς, νήστευε ______καὶ τὴ Δευτέρα. Κάνε καὶ σαράντα
μετάνοιες κάθε βράδι πρὶν πλαγιάσεις». Ὕστερα ἀπὸ κάμποσες
μέρες ἦρθε πάλι στὸν γέροντα ὁ ληστής. «Λέω νὰ νηστεύω καὶ
τὴν Τρίτη καὶ τὴν Πέμπτη. Καὶ νὰ πουλήσω ὅλα μου τὰ
ὑπάρχοντα καὶ νὰ καθίσω ἐδῶ γιὰ πάντα». Καὶ πρόσθεσε μὲ
λυγμούς. «Πῶς ξεπλερώνεται ὁ Θεὸς;» Ἡ καρδιὰ του εἶχε
μαλακώσει ὁλότελα.
Σ’ αὐτὸν τόν ἅγιο γέροντα πῆγε κι ὁ Νικόλας.
Σὰν τὸν ἄκουσεν ἐκεῖνος, πῆρε αὐστηρὴ ὄψη καὶ τοῦ
ἀποκρίνεται:
- Δὲν ἔχεις καμμιὰ δουλειὰ ἐδῶ πέρα. Ἁμαρτάνεις μ’ αὐτὰ
ποὺ σκέφτεσαι. Ἂν εἶχες μιά γίδα καὶ σοὔφευγε, θὰ τὴν
παράταγες; Δὲν θὰ πήγαινες νὰ τὴ βρεῖς καὶ νὰ τὴ φέρεις σπῆτι
σου; Τὰ ἴδιο εἶναι καὶ μὲ τὴ γυναῖκα σου. Ἔταξες νὰ τὴν σώσεις.
Νὰ σηκωθεῖς καὶ νὰ πᾶς πίσω καὶ νὰ τὴν πάρεις μὲ τὸ στανιὸ
σπῆτι σου.
Ὁ Νικόλας στενοχωρέθηκε. Τοῦ φάνηκε βαριὰ ἡ συμβουλὴ
τοῦ γέροντα, μὰ καταλάβαινε πὼς εἶχε δίκιο.
Ἔφυγε ἀναποφάσιστος ἀπὸ τὸν ἀναχωρητή. Δὲν ἤξερε τί νὰ
κάνει.
Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε,τοῦ ἔρχεται μιά ἰδέα.
- Μπορεῖ καὶ νὰ μὴν εἶναι ἔτσι, συλλογίσθηκε. Ἂς πάω καὶ
σὲ κανέναν ἄλλο πνευματικό.
Ρωτάει καὶ τόν στέλνουνε τώρα στὸν πάτερ Δανιήλ, ἄλλον
αἰωνόβιο ἀσκητή. Τοῦτος ἤτανε ἀπό τη Σμύρνη κι ἤξερε καὶ
γράμματα πολλά, ἅγιος ὅπως ὁ πρῶτος. Ἔπεσε στὰ γόνατα ὁ
Νικόλας καὶ τοῦ λέει τὴν ἱστορία του. Μὰ ξαφνιασμένος ἀκούει
ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πάτερ Δανιὴλ τὰ ἴδια ποὺ τοῦ εἶχε πεῖ κι ὁ
πάτερ Σάββας. Τὰ ἴδια ἀκριβῶς.
Χωρὶς νὰ τὸ θέλει γυροφέρνει τὰ μάτια μέσα στό κελλί, μὴν
ἤτανε κανένα τηλέφωνο. Ἀλλοιῶς δὲν μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει
πῶς ἤτανε τόσο ἀπαράλλαχτη ἡ δεύτερη ἀπόκριση μὲ τὴν
πρώτη. Ἐκεῖνο τόν καιρὸ τὰ τηλέφωνα ἤτανε σπάνια, ἀλλά πῶς
νὰ τὸ χωρέσει ὁ νοῦς τοῦ Νικόλα αὐτὸ τὰ θαῦμα; Νὰ ἀκούει τὰ
ἴδια λόγια καὶ τώρα, σὰν καὶ νἄχανε πρὶν συνεννοηθεῖ οἱ δυὸ
πνευματικοί.
Τότε πιὰ δὲν τοῦ ἔμεινε κανένας δισταγμός. Καὶ γύρισε στὴν
Ἀθήνα γρήγορα.
Πῆγε στὸ συγγενικό σπῆτι ἀπ’ ὅπου ἡ γυναῖκα του δὲν εἶχε
ξεπορτίσει, γιατί τ’ ἀδέρφια της τῆς εἴχανε μηνύσει πὼς θὰ τὴ
σκοτώνανε.
Πρὶν φτάσει ἐκεῖ, τοὺς συναπάντησε στὴ γωνία τοῦ δρόμου.
Παραφυλάγανε ἐκεῖ, νύχτα μέρα, μὲ τὰ μαχαίρια στὰ ζουνάρια.
- Ποῦ πᾶς ; τόν ρωτήσανε ἀγριεμένοι.
- Πάω νὰ τὴν πάρω.
- Ἅμα τὸ κάνεις, θὰ σὲ βρεῖ καὶ σένα κακό, τοῦ εἶπε ὁ
μικρότερος. Ἂς τηνε τὴ σκύλλα...
Ὁ Νικόλας δὲν μίλησε. Τράβηξε ἴσα στό σπῆτι, μὲ σταθερὴ
περπατησιά. Ὅταν τόν εἶδε ἐκείνη, ἔρριξε κάτω τὰ μάτια.
Ἔσκυψε, τῆς χάϊδεψε τὰ μαλλιά. Τὰ λόγια τῶν δυὸ
πνευματικῶν γινόντανε τώρα ζωντανὴ εἰκόνα. Ναί, ἤτανε ἡ
γιδοῦλα ποὺ ἐρχότανε τώρα νὰ τὴν πάρει πίσω στό σπῆτι του.
- Ἂς τὰ ξεχάσομε, γυναῖκα, τῆς εἶπε μὲ ραγισμένη φωνή. Ὁ
θεός εἶναι μεγάλος. Μὴ ντρέπεσαι, ἔλα πᾶμε.
Κάποιος τοῦ εἶπε:
- Καθόμαστε καὶ φυλᾶμε μὴ μποῦνε τ’ ἀδέρφια της. Εἶναι
στὰ δρόμο καὶ θέλουνε νὰ τὴ σκοτώσουνε.
- Δὲν θὰ τό κάνουνε, ἀποκρίθηκε ἥσυχα ὁ Νικόλας.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο βγήκανε στὰ δρόμο. Προσπεράσανε τ’
ἀδέρφια της, ἐκείνη μὲ τὶς παλάμες στὸ πρόσωπο, ὁ ἄντρας της
κυττῶντας τους μιά στιγμὴ μὲ χαμόγελο. Τὰ παλληκάρια δὲν
κινηθήκανε. Ὅ,τι βλέπανε τοὺς εἶχε παραλύσει τὴν κακοῦργα
θέληση.
Ἔτσι ὁ Νικόλας ἔφερε τὴ γυναῖκα του στό σπῆτι του καὶ
ζήσανε κάμποσο καιρὸ πάλι ἀνέφελα. Ἐκείνη φαινότανε
συντριμένη, μὰ σιγά-σιγὰ πῆρε πάλι θάρρος καὶ δὲν θυμόντανε
κανένας τους ὅ,τι εἶχε συμβεῖ.
Μὰ ἡ γυναῖκα τοῦ Νικόλα ξανάπεσε. Ἔπεσε πολλὲς φορές.
Τώρα ὅμως ὁ ἄντρας της δὲν λιγοψύχισε. Ὑπόμενε.
Ἐγκαρτεροῦσε. Καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὴν ἀγαπᾶ, νὰ προσεύχεται γι’
αὐτήν.
Ἐρεθισμένη ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀνοχή, ἐκείνη πρόσθεσε στὴ
ντροπή τὴν κακὴ συμπεριφορά. Τοῦ φερνότανε σὰν δαίμονας.
Τὸν ἐξευτέλιζε μὲ τὰ λόγια της, τὸν μάτωνε καθημερινὰ μὲ τοὺς
θυμοὺς καὶ τὶς κοροϊδίες της. Πόσο θὰ μποροῦσε νὰ βαστάξει ὁ
ἀνεξίκακος, ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος;
Οἱ μέρες διαβαίνανε σκληρές, ὁ σταυρὸς του γινότανε ὁλοένα
καὶ πιὸ ἀβάσταχτος.
Μιά μέρα δὲν μπόρεσε νὰ κρατηθεῖ ἄλλο. Λύγισε μπροστὰ
στὴ σιωπὴ τοῦ θεοῦ, ποὺ ἔκανε πὼς δὲν τόν πρόσεχε, πὼς τόν
εἶχε ἐγκαταλείψει νὰ ὑποφέρει μονάχος, ἀβοήθητος, τὴ θηριώδη
κακία αὐτῆς ποὺ εἶχε εὐεργετήσει καὶ συγχωροῦσε ὁλοένα.
Ἐπῆγε κάτω ἀπὸ τό εἰκονοστάσι καὶ μὲ δάκρυα εἶπε στὰ θεὸ:
- Θεέ μου, δὲν βαστάω ἄλλο. Ἤ φώτισέ την ἤ σταμάτα μ’
ἕνα τρόπο ποὺ ἐσύ ξέρεις ἐτοῦτο τὸ βάσανό μου.
Ἡ γυναῖκα του, ποὺ ὁ Νικόλας νόμιζε πὼς ἔλειπε ἀπὸ τὸ
σπῆτι, ἦρθε ἀπὸ πίσω του.
Ἄκουσε τὰ λόγια του. Τὴν πήρανε τὰ κλάμματα. Κατάλαβε
ξαφνικὰ τὴν ἄβυσσο τῶν κριμάτων της. Συνῆρθε ὁλότελα.
Κεραυνωμένη ἀπό τή θεία φώτιση, σωριάστηκε στὰ πόδια του
καὶ τοῦ φώναξε:
- Συχώρεσέ με, Νικόλα. Συχώρεσέ με. Εἶμαι μιά τιποτένια.
Δὲν θέλω νὰ σὲ ξαναπικράνω.
Ὁ Χριστός, τὴν τελευταία στιγμή, ἐκεῖ πιὰ ποὺ ὁ δοῦλος του
θἄσπαζε κάτω ἀπὸ τό βάρος τοῦ πειρασμοῦ, «ἐποίησε τὴν
ἔκβασιν».
Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ζήσανε μονιασμένοι. Ἐκείνη
ἀφοσιώθηκε στὴ θρησκεία, γύριζε ὅλη τὴ μέρα σὲ φιλανθρωπίες
καὶ συνόδευε τὸν ἄντρα της στὶς ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου
Ἐλισσαίου.
Πήρανε καὶ τὴν Ἀγγελικοῦλα ἀπὸ τὸ βρεφοκομεῖο καὶ ἡ
εὐλογία τοῦ θεοῦ θρονιάστηκε στό σπητάκι τους ποὺ ἤτανε σ’
ἕνα σοκκάκι τῆς ὁδοῦ Πειραιῶς.
Μετὰ τὶς παννυχίδες τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου, ὁ
Παπαδιαμάντης κι ὁ πάτερ Φιλόθεος πηγαίνανε στό σπητάκι
τοῦ Μπούκη νὰ γευματίσουνε. Ὅπως τὄγραψε στὰ «Τραγούδια
τοῦ θεοῦ» ὁ Κὺρ Ἀλέξανδρος__