Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.



Ατό μόνο προσθέτομε διά νά κατανοήσωμε ς ες καθρέπτη πό τή διδασκαλία το σίου, τό πο μες σήμερα ερισκόμεθα, τι στίς μέρες μας χι μία, λλά πολλές εαγγελικές ντολές χομε συνοδικς καταργήσει, λλοιώσει καί μεταστρέψει καί πιπλέον τι, σους σήμερα
θέλουν νά ποτειχισθον πό ατούς τούς πισκόπους πού ψαλιδίζουν καί ποδοπατον τό Εαγγέλιο, τούς θεωρομε σχισματικούς. Κάτι κόμη τελευταο θά ναφέρωμε, τό ποο θεωρομε τι χει μεγίστη σημασία διά τήν δική μας ποχή, πρίν κλείσομε τήν μικρή ναφορά μας ες τόν σιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη. ρωτήθηκε σέ πιστολή πό τόν μοναχό Ναυκράτιο, γιατί γ. Κύριλλος δέν πετειχίζετο πό τους νατολικούς πισκόπους, ο ποοι δέν διέκοψαν πάραυτα τήν μνημόνευσι το αρετικο πισκόπου Θεοδώρου Μοψουεστίας, λλά γιά να μικρό χρονικό διάστημα τόν
μνημόνευον ες τά δίπτυχα. παντντας γιος κάνει κτεν ναφορά γιά τό πότε, πς καί γιατί γίνονται ες τά θέματα τς μνημονεύσεως αρετικν σπανίως κάποιες
οκονομίες. ναφέρει πολλά θαυμάσια παραδείγματα μέ τά ποα ποδεικνύει, τι οκονομία σκοπόν χει τήν παναφορά το αρετικο ες τήν ρθοδοξία, φ’ σον ατός χει γαθή προαίρεσι. Μεταξύ τν παραδειγμάτων παρουσιάζει σιος τόν ατρό ποος σιγά-σιγά παναφέρει τον σθεν ες τήν γεία, τόν γριο ππο τόν ποο κατ’ λίγο τόν ξημερώνομε καί τό στραβό κλαδί τό ποο λίγο-λίγο τό σιώνομε καί τό κάνωμε εθεία ράβδο. Καταλήγει δέ σιος ς ξς: «Οτω κν τος γίοις ν τας οκονομίαις, ς καί Κυρίλλ τ μεγάλ ν τδε˙ μικρόν γάρ πάντως νέμενε τν νατολικν τό βραδύνουν προσπαθές προς τό αρετικόν μή πολαμβάνειν τόν ντως αρετικόν. Τί γάρ ν λλο τό μεσολαβον, πάν ρθοδόξως κήρυττον την πίστιν κν τούτ ατόν τόν μνημονευόμενον ατος ναθεματίζοντες; πειδή πς ρθοδοξν κατά πάντα πάντα αρετικόν δυνάμει, κν ο ρήματι, ναθεματίζει. πειτα, τε ατος νψεν τέλειος νος, τότε ατος συναφθέντος κατά πάντα το γίου σως» (πιστ. 49, Ναυκρατί τέκν, Φατορος 142,79, P.G. 99, 1088A).
Tό τμμα ατό τς πιστολς το σίου, μαζί μέ τά παραδείγματα τά ποα διος ναφέρει, τά παραθέσαμε διά νά καταδείξωμε τήν διαχρονική συμφωνία τν γίων
ες τό θέμα τς διακοπς τς μνημονεύσεως τν αρετικν καί τς ποτειχίσεως. Βλέπουμε δηλαδή δ τόν σιο να δικαιολογ μέ θαυμάσιο τρόπο τήν οκονομία πού κανε γ. Κύριλλος, νά μήν ποτειχισθ προσωρινά, χι πό τον αρετικό Θεόδωρο Μοψουεστίας, λλά πό ατούς πού τον μνημόνευαν ες τά δίπτυχα. Ατό σημαίνει τι διακοπή τς μνημονεύσεως το αρετικο, πρό συνοδικς ποφάσεως, το Παράδοσι τς κκλησίας καί δι’ ατό πρεπε να δικαιολογηθ οαδήποτε οκονομία λιγωρία γίνετο ες τό σοβαρό ατό θέμα τς πίστεως. ναφέρει λοιπόν ες το ς νω χωρίο τι, σάκις μνημονεύεται κάποιος πίσκοπος, (ετε ες τά δίπτυχα ετε ες τήν προσκομιδή τίς ατήσεις ς οκεος πίσκοπος), ατός ξυπακούεται τι εναι
ρθόδοξος, δι’ ατό σημειώνει: «μικρόν γάρ πάντως νέμενε ( γ. Κύριλλος) τν νατολικν τό βραδύνουν προσπαθές πρός τό αρετικόν μή πολαμβάνειν τόν ντως αρετικόν». κατάληξις μετά πό λα τά νωτέρω το σίου, «πς ρθοδοξν κατά πάντα πάντα αρετικόν δυνάμει, κν ο ρήματι, ναθεματίζει» εναι ντως μεγαλοπρεπής. Δηλαδή σάκις μνημονεύομε τόν πίσκοπο, τόν ναγνωρίζομε ς ρθόδοξο καί σάκις διακόπτομε τήν μνημόνευσί του λόγ αρέσεως, τόν κλαμβάνομε διά τόν λόγο ατό ς ναθεματισμένο. μες σήμερα ντιθέτως πρός ατήν τήν Παράδοσι τς κκλησίας, φ’ νός μέν μολογομε τι ο πίσκοποι χουν βυθισθ στήν αρεσι το Οκουμενισμο, φ’ τέρου δέ τούς μνημονεύομε, μολογοντες δι’ ατο το τρόπου τι εναι ρθόδοξοι. πί πλέον δέ προσπαθομε νά στηριχθομε στήν οκονομία ατή το γ. Κυρίλλου καί να παρουσιάσωμε τούς γίους ς δεικνύοντες νοχή, μνημονεύοντες τούς αρετικούς. λα ατά βεβαίως γίνονται διά νά δικαιολογήσωμε τήν πραξία μας, τό βόλεμά μας καί τόν φησυχασμό μας, παρουσιάζοντάς τα μάλιστα ς μεγίστη διάκρισι. Κατ’ ατόν τόν τρόπο, ν ο γιοι μς παρουσιάζουν μία νιαία μότροπη διαχρονική παράδοσι ες τό θέμα τς διακοπς τς μνημονεύσεως λόγ αρέσεως, μες πεναντίας τούς παρουσιάζομε ς διαφωνοντας και ντιμαχομένους.

Aπό την Πατερική Σοφία

Γιατί, Αββά οι σημερινοί Μοναχοί, ενώ κοπιάζουν, δε παίρνουν από το Θεό τα χαρίσματα που έπαιρναν οι παλαιοί Πατέρες; ερώτησε ένα Γέροντα κάποιος Αδελφός.
- Τον παλαιό καιρό, τέκνον μου, αποκρίθηκε ο σεβάσμιος Γέρων, υπήρχε αγάπη μεταξύ των Μοναχών και καθένας προθυμοποιείτο να βοηθήση τον αδελφόν του να ανέβη προς τα επάνω. Τώρα η αγάπη εψυχράνθη και ο ένας παρασύρει τον άλλον προς τα κάτω και για τον λόγον αυτόν δεν χορηγεί πλέον ο Θεός χαρίσματα πνευματικά.

Kατά το μέτρο της πίστεως.


Μια ψυχή που καθαρίζεται από τα ψεκτά πάθη της, δηλαδή από την φιληδονία, τη φιλοδοξία, και τη φιλαργυρία, σε όλες τις λεπτομέρειές των, αποκτά δύναμη, αγαθότητα, και ελευθερία. Το θυμοειδές στρέφεται κατά των δαιμόνων μονάχα, το επιθυμητικό μεταβάλλεται σε αγάπη προς τον Θεόν και τον άνθρωπο και το λογιστικό κινείται με καθαρότητα στην προσευχή και στις πνευματικές θεωρίες, ενώ το Άγιον Πνεύμα με τις άκτιστες ενέργειές Του, πνευματοποιεί τις φυσικές αρετές κατά το μέτρο της πίστεως.

Υπακοή εις την εντολήν Του


Ο Σαμουήλ είπε, νομίζεις ότι είναι προτιμότερα δια τον Κύριον τα ολοκαυτώματα και αι άλλαι θυσίαι, από το να υπακούη κανείς εις την εντολήν Του; Η υπακοή εις την εντολήν Του είναι ανωτέρα από κάθε θυσίαν και η προσεκτική ακρόασις του θελήματός Του είναι προτιμοτέρα και από το λίπος των κριών. Είναι δε αμαρτία, ομοιάζει με ειδωλολατρικήν θυσίαν και φέρει οδύνην και πόνον η προσφορά θυσιών χωρίς υπακοήν εις το θείον θέλημα. 

(Α΄ Βασιλειών ιε,22).

Το Άγιον Πνεύμα οικοδομεί την Εκκλησίαν.




Το Άγιον Πνεύμα δια της θείας δυνάμεώς Του ενώνει όλους τους πιστούς εις εν σώμα, δηλαδή εις την Εκκλησίαν, διότι «εν ενί πνεύματι ημείς πάντες εις εν σώμα εβαπτίσθημεν… και πάντες εις εν πνεύμα εποτίσθημεν» (Α΄ Κορ. 12,13). Αυτό είναι κτίστης και οικοδόμος της Εκκλησίας. Κατά τον θεόπνευστον λόγον του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου: «Το Πνεύμα το Άγιον αρχιτεκτονεί Εκκλησίαν Θεού» (Βασιλείου του Μεγάλου, PG. 30, c. 289 D). Δια του Αγίου Πνεύματος εντοιχιζόμεθα, ενοικοδομούμεθα, ενσωματούμεθα εις το σώμα της Εκκλησίας. Δι΄ Αυτού γινόμεθα σύσσωμοι της Εκκλησίας ως του Θεανθρωπίνου σώματος του Χριστού, δηλαδή «σύσσωμοι» του Χριστού (Εφ. 3,6). Το άγιον, θεανθρώπινον, καθολικόν σώμα της Εκκλησίας, το αεί εν και αδιαίρετον υπάρχον, όχι μόνον έγινε δια του Αγίου Πνεύματος, αλλά και οικοδομείται δι΄ Αυτού. Είναι, λοιπόν, σαφές και αναμφίβολον ότι ο άνθρωπος γίνεται του Χριστού μόνον δια του Αγίου Πνεύματος, μέσω των αγίων μυστηρίων και αρετών. Διότι όπου είναι το Άγιον Πνεύμα εκεί είναι ο Χριστός, και πάλιν, όπου είναι ο Χριστός εκεί είναι και το Άγιον Πνεύμα. Με μίαν λέξιν, εκεί είναι όλη η Αγία Τριάς από την οποίαν προέρχεται το παν και εις την οποίαν υπάρχει το παν. Απόδειξις τούτου είναι το ιερόν μυστήριον του Βαπτίσματος: δι΄ αυτού ο άνθρωπος εγκεντρίζεται εις την Αγίαν Τριάδα, δια να τριαδοποιηθή με την ευαγγελικήν πολιτείαν ολοτελώς κατά το διάστημα της ζωής του, δηλαδή να ζη εκ του Πατρός δια του Υιού εν τω Αγίω Πνεύματι. Δεχόμενος το ιερόν μυστήριον του Βαπτίσματος, ο άνθρωπος ενδύεται τον Κύριον Ιησούν και δι΄ Αυτού την Αγίαν Τριάδα. Γενόμενος δια του Βαπτίσματος μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, αυτού του αειζώου Θεανθρωπίνου σώματος του Χριστού, ο χριστιανός αρχίζει να πληρούται με τας αγίας, θείας και Θεανθρωπίνους δυνάμεις, αι οποίαι, βαθμηδόν, τον αγιάζουν, τον θεώνουν και τον θεανθρωποιούν, καθ΄ όλην την ζωήν του και εις όλην την αιωνιότητά του. Μέσα του γεννάται αδιακόπως και δημιουργείται το εν καινόν μετά το άλλο, τα δε πάντα του Χριστού και μόνον Αυτού. Ό,τι δε είναι του Χριστού είναι πάντοτε καινόν, διότι είναι αθάνατον και αιώνιον. Η αιώνιος χαρά μας έγκειται εις το ότι ο θαυμαστός Κύριος Ιησούς είναι όχι μόνον ο Σωτήρ και ο Παντοκράτωρ και ο Προνοητής, αλλά και ο αιώνιος Δημιουργός και ως εκ τούτου, ο αιώνιος Θαυματουργός. Δι΄ αυτό και δηλώνει ο Ίδιος: «ιδού καινά ποιώ τα πάντα» (Αποκ. 21,5). Η δε πρώτη καινή κτίσις Του εν τη Εκκλησία είναι το Βάπτισμά μας, η καινή γέννησίς μας και παλιγγενεσία (πρβλ. Ματθ. 19,28.  Ιω. 3,3-6). Ο χριστιανός είναι χριστιανός διότι έχει γίνει δια του αγίου Βαπτίσματος ζων και οργανικόν μέρος του θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας, σύσσωμός της, περικυκλωμένος πανταχόθεν και ποτισμένος με τον Θεόν και έξω και μέσα του, συσσαρκωθείς Αυτώ, δηλαδή τω θείω πληρώματί Του. Οι χριστιανοί είναι καλεσμάνοι δια του Βαπτίσματος να ζουν εν τω σαρκωθέντι Θεώ και δια του σαρκωθέντος Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να ζουν εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, επειδή αυτή είναι «το σώμα Του» και «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. 1,23). Η κλήσις των χριστιανών είναι να πραγματοποιήσουν το αιώνιον σχέδιον του Θεού περί του ανθρώπου (Εφ. 1, 3-10). Το πραγματοποιούν, λοιπόν, ζώντες δια του Χριστού και εν τω Χριστώ, δια της Εκκλησίας και εν τη Εκκλησία. Εις το Θεανθρώπινον σώμα της Εκκλησίας το Άγιον Πνεύμα συγκρατεί, με την χάριν των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών, εις ενότητα όλους τους δι΄ Αυτού βαπτισμένους πιστούς, οι οποίοι αποτελούν το σώμα της Εκκλησίας. Ο μεσίτης της εν τη Εκκλησία κοινωνίας και ενότητος του κάθε μέλους της με όλα τα υπόλοιπα μέλη, είναι το Άγιον Πνεύμα, το πάντοτε εν υπάρχον. Όλα τα χαρίσματα εν τη Εκκλησία, όλαι αι διακονίαι, όλοι οι υπηρέται της Εκκλησίας—οι Απόστολοι, οι Προφήται, οι Διδάσκαλοι, οι Επίσκοποι, οι Ιερείς, οι Λαϊκοί—αποτελούν εν σώμα, το σώμα της Εκκλησίας. Όλοι αυτοί είναι αναγκαίοι εις κάθε ένα και ο καθένας είναι αναγκαίος εις όλους. Όλους αυτούς ενώνει εις εν καθολικόν και θεανθρώπινον σώμα το Άγιον Πνεύμα, το Πνεύμα της κοινωνίας και οικοδομής της Εκκλησίας. Ο υπέρτατος νόμος της Θεανθρωπίνης καθολικότητος εν τη Εκκλησία απαιτεί κάθε ένας να διακονή όλους και οι όλοι να διακονούν τον κάθε ένα. Κάθε μέλος ζη και σώζεται με την βοήθειαν όλου του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή όλων των μελών της Εκκλησίας, και των επιγείων και των επουρανίων. Όλη η ζωή των χριστιανών ουδέν άλλο είναι παρά η ζωή «συν πάσι τοις αγίοις», εν τω Αγίω Πνεύματι και δια του Αγίου Πνεύματος, είναι μία ακατάπαυστος διακονία, ακατάπαυστος λατρεία εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της υπάρξεως. Το Άγιον Πνεύμα ζη μέσα εις τους χριστιανούς δια της συμμετοχής Του εις ολόκληρον την ζωήν των, αυτοί αισθάνονται δι΄ Αυτού και τον εαυτόν τους και τον Θεόν και τον κόσμον, αυτοί σκέπτονται δι΄ Αυτού και εν Αυτώ και περί του Θεού, και περί του κόσμου, και περί του εαυτού των. Ό,τιδήποτε πράττουν δι΄ Αυτού και εν Αυτώ το πράττουν: δι΄ Αυτού προσεύχονται, δι΄ Αυτού αγαπούν, δι΄ Αυτού πιστεύουν, δι΄ Αυτού ενεργούν και εργάζονται, δι΄ Αυτού σώζονται, δι΄ Αυτού αγιάζονται, δι΄ Αυτού και εν Αυτώ θεανθρωποποιούνται και απαθανατίζονται (πρβλ. Ρωμ. 8, 26-27). Και πράγματι, εις το Θεανθρώπινον σώμα της Εκκλησίας ολόκληρον το έργον της σωτηρίας πραγματοποιείται δια του Αγίου Πνεύματος. Αυτό είναι εκείνο που μας αποκαλύπτει τον Κύριον εν τω Ιησού, Αυτό ενοικίζει δια της πίστεως εις τας καρδίας μας τον Κύριον Χριστόν, Αυτό δια μέσου των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών, μας ενώνει με Αυτόν. Αυτό είναι εκείνο το οποίον τόσον αληθώς συνάπτει το πνεύμα μας με τον Χριστόν, ώστε να γινώμεθα «εν πνεύμα» με Αυτόν (Α΄ Κορ. 6,17). Αυτό είναι εκείνο το οποίον μοιράζει και διανέμει, κατά την πάνσοφον θείαν πρόνοιάν Του, τα θεία χαρίσματα. Αυτό είναι που στερεώνει και τελειοποιεί ημάς εις αυτά τα χαρίσματα (Α΄ Κορ. 12, 1-27). Αυτό είναι εκείνο δια του οποίου και εν τω οποίω αποκτώμεν την εν-χρίστωσιν και χριστοποίησιν, την εν-τριάδωσιν και τριαδοποίησιν, και πάλιν, το Άγιον Πνεύμα είναι εκείνο δια του οποίου ενσαρκούται εις τον ανθρώπινον κόσμον μας και γίνεται πραγματικότης παν ό,τι είναι του Χριστού, δηλαδή ολόκληρος η Θεανθρωπίνη Οικονομία της σωτηρίας, ακριβώς διότι Αυτό είναι η ψυχή του Θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας. Αυτός είναι ο λόγος δια τον οποίον η ζωή της Εκκλησίας, ως θεανθρωπίνου σώματος του Χριστού, αρχίζει με την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος επ΄ αυτήν και παρατείνεται από αιώνος εις αιώνα δια της παραμονής Του εν Αυτή, διότι η Εκκλησία δι΄ Αυτού είναι Εκκλησία. Όθεν ο άγιος και θεοφόρος Πατήρ της Εκκλησίας Ειρηναίος Λουγδούνου, ευαγγελίζεται το θεανθρώπινον ευαγγέλιον όταν λέγη: «Όπου εστιν η Εκκλησία εκεί και το Άγιον Πνεύμα, και όπου το Πνεύμα του Θεού, εκεί και η Εκκλησία και πάσα χάρις» (Ειρηναίου Λουγδούνου, κατά αιρεσ. ΙΙΙ, 24,1 PG. 7, c. 966).

Α΄ ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓ. ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ.


Λέγω μόνον δια εσένα, παιδί μου, οπού μέλλεις να γένης παπάς, πρέπει πρώτον να είσαι καθαρός ωσάν τον άγγελον, να μάθης γράμματα ελληνικά να εξεύρης να εξηγάς το Ευαγγέλιον και την Αγίαν Γραφήν και να γίνεσαι δεκαοκτώ χρονών αναγνώστης, είκοσι υποδιάκονος, εικοσιπέντε διάκονος. Και όταν γένης τριάντα χρονών, ανίσως και σε παρακαλέσουν οι κοσμικοί και ο δεσπότης, τότε να γένης παπάς χωρίς να δώσης ένα παρά. Και να έχης ένα κελλίον κοντά εις την εκκλησίαν να φυλάγης, καθώς ο μπακάλης φυλάγει το αργαστήρι του, ό,τι ώρα σε ζητήσουν οι κοσμικοί να σε ευρίσκουν. Ο πιστικός περιτριγυρίζει τα πρόβατά του, ομοίως και εσύ ο παπάς έχεις χρέος να περιτριγυρίζεις τα σπίτια των χριστιανών ημέρα και νύκτα, όχι να τρώγης και να πίνης και να παίρνης τα πράγματά τους, αλλά να στοχάζεσαι ποίος άνδρας είναι μαλωμένος με την γυναίκα του, ποίος πατέρας με το παιδί του, ποίος αδελφός με τον αδελφό του, ποίος γείτονας με τον γείτονα να τους βάνης εισέ αγάπην, αυτό είναι το χρέος του παπά, και να βάνης την ζωήν σου και το κεφάλι σου δια τους χριστιανούς. Και όταν λειτουργάς και τελειώνης το Ευαγγέλιον να το κλης και να το βάνης εις την αγκαλιά σου να το εξηγάς εις τους χριστιανούς τι παραγγέλλει ο Χριστός να κάνουν και να στοχασθής πως οι φούντες οπού είναι εις το επιτραχήλι και έχεις εις τον λαιμόν σου κρεμασμένο, δεν είναι φούντες, αλλά είναι οι ψυχές των χριστιανών και μία ψυχή να χαθή από αυτές έχει ο Θεός να την ζητήση από τον λαιμόν σου εν ημέρα Κρίσεως. Και να στοχάζεσαι το φελόνι οπού φορείς και δεν έχει μανίκες τι φανερώνει; Φανερώνει πως ο παπάς δεν πρέπει να έχη χέρια να ανακατώνεται εις τα κοσμικά πράγματα, αλλά να έχη πάντοτε τον νουν του εις τον ουρανόν. Και όταν μαζώνης το φελόνι σου και γίνεται ωσάν δύο πτέρυγας, τι φανερώνει; Φανερώνει πως, ανίσως και κάνεις καλά, ωσάν άγγελος έχει να απετάξης να πηγαίνης εις τον Παράδεισον. Και καθώς πλένεις το υποκάμισόν σου και του βγάνεις την λέραν και ύστερα το φορείς, ομοίως και όταν θέλης να λειτουργήσης, αν δεν κλαύσης πρώτον να πλύνης και να καθαρίσης την ψυχήν σου με τα δάκρυα, να μην αποτολμήσης να κοινωνήσης τα Άχραντα Μυστήρια. Αν το κάνης αυτό, αληθινά είσαι ανώτερος από τους αγγέλους και δεν είμαι άξιος μήτε τα ποδάρια να σκύψω να σου φιλήσω. Ειδέ πάλιν και είσαι ανάξιος, αγράμματος, απαίδευτος, μεμολυσμένος με αμαρτίες ωσάν εμένα και πηγαίνεις και δώνεις γρόσια και φλωρία και βάνεις μεσίτας και αγοράζεις το πετραχήλι, δεν αγοράζεις το πετραχήλι, παπά μου, αλλά την Κόλασιν και καίεσαι πάντοτε. Και όταν πιάνη ο παπάς και λέγη το Ευαγγέλιον και λέγη τόσα ψεύματα και τόσες βλασφημίες, αλλοίμονον εις εκείνον τον παπά, καλύτερα ήτο να στέκη από μακριά να κλαίη δια τις αμαρτίες του, δια να τον ευσπλαγχνισθή ο Θεός να τον βάλη χωρίς επιτραχήλι εις τον Παράδεισον, παρά να τον βάλη με το πετραχήλι εις την Κόλασιν να καίεται πάντοτε.

Επιστολαί Αγ. Νεκταρίου,


Επιστολή 32η

Εν Αθήναις τη 5 Δεκεμβρίου 1907

Θυγατέρες εν Κυρίω αγαπηταί, εύχομαι υμίν τα άριστα.
Έλαβον την από 30 λήξαντος μηνός επιστολήν σας και είδον την συμπάθειάν σας προς την Συγκλητικήν και δέχομαι την παράκλησίν σας. Προς την Συγκλητικήν εψυχράνθη η ψυχή μου τοσούτον ώστε να διατελέσω προς αυτήν αδιάφορος, ο δε λόγος η ψυχική αυτής κατάστασις. Εγώ, αγαπηταί, αγαπώ υμάς, ουχί διότι με αγαπάτε, αλλά διότι αγαπάτε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Η αγάπη προς τον Κύριον, ως αγάπη κοινή θερμαίνει και προς υμάς την καρδίαν μου, όταν μία εξ υμών αποσπάση την καρδίαν της από τον Κύριον και παραδώση αυτήν εις την ματαιότητα του κόσμου και εις τα πάθη της ψυχής της, τότε η προς αυτήν αγάπη μου καταπαύει, διότι η αδελφή αύτη, αφαιρέσασα την καρδίαν της από του Χριστού, απέκοψε τον μεταξύ ημών της αγάπης σύνδεσμον, διότι ο κρίκος, ο συνδέων ημάς ήτο η κοινή προς τον Χριστόν αγάπη. Ώστε η προς αυτήν ψυχρότης μου ήτο επακόλουθον της από του Χριστού απομακρύνσεώς της. Η προς εμέ αυτή αγάπη, ως ανθρωπίνη, δεν θερμαίνει την καρδίαν μου, διότι τι είναι αλλοτρία της αγάπης του Χριστού και αδυνατώ να έχω εις την καρδίαν μου δύο αγάπας, μίαν θείαν και μίαν ανθρωπίνην. Διότι ου δύναταί τις δυσί Κυρίοις δουλεύειν, ήτοι αγαπάν, διότι η αγάπη εστί δουλεία τω αγαπημένω, ο δε δουλεύων δεν είναι ελεύθερος ώστε και ετέρω δουλεύσαι. Δια τούτο, επειδή σύνδεσμος της αγάπης εστίν ο Κύριος, ο κυριεύων των καρδιών ημών, πάσα εκ των αδελφών, η έχουσα εν τη καρδία της τον Χριστόν, εστί και εμοί αγαπητή, και πάσα ήτις απέσπασε από της καρδίας της τον Χριστόν, όπερ απεύχομαι, και εάν με αγαπά ώστε να με λατρεύη, εγώ ουδ΄ όλως την αγαπώ. Η προς υμάς αγάπη μου μέτρον έχει την αγάπην του Κυρίου. Όσον πλείον αγαπάτε τον Κύριον, τοσούτον πλείον και εγώ αγαπώ, όσον ολιγώτερον αγαπάτε Αυτόν, τοσούτον ολιγώτερον και εγώ αγαπώ υμάς. Ώστε αι θέλουσαι την αγάπην μου περί ενός και μόνου να φροντίζωσι, πως ν΄ αγαπώσι τον Κύριον και η αγάπη, η προς τον Κύριον έλκει προς αυτήν και την αγάπην μου, διότι συνδεόμεθα δια του Κυρίου. Περί εμού ουδεμίαν φροντίδα να λαμβάνωσιν, ουδέ να σκέπτωνται ανθρωπίνως, ότι οφείλουσι προς εμέ αγάπην, η αγάπη, η προς εμέ είναι ουχί αποτέλεσμα σκέψεως και αιτία της προς υμάς αγάπης μου, αλλά πλεόνασμα της αγάπης του Κυρίου, ν΄ απορρέη δήλον ότι εκ του κοινού συνδέσμου της αγάπης. Αύτη η αγάπη εστίν η καθαρά, εν πνεύματι αγάπη, την οποίαν αδυνατεί, να εκμεταλλευθή ο πονηρός και να ζητήση υπούλως να μεταβάλη αυτήν ολίγον κατ΄ ολίγον εις αγάπην ανθρωπίνην και κοινήν. Η τοιαύτη αγάπη όταν εν μόνω τω ενί προσώπω αναπτύσσηται, γεννά εν τω ετέρω τω αγαπημένω μίσος. Όταν εν αμφοτέροις αναπτύσσηται, γεννά τον έρωτα. Δια τούτο εν τη προς αλλήλους αγάπη είτε τη προς ομοφύλους, είτε εν ετεροφύλοις, μάλιστα προς πρόσωπα δεκτικά έρωτος, οφείλομεν, καθ΄ εκάστην να εξετάζωμεν μήπως η αγάπη ημών δεν απορρέει από του συνδέσμου της αγάπης ήτοι του Χριστού ή δεν εκπηγάζει από του πληρώματος της αγάπης. Ο αγρυπνών επί της αγάπης του και τηρών αυτήν αγνήν, άμικτον ανθρωπισμού, διαφυλάσσεται και εκ των παγίδων του πονηρού, όστις προσπαθεί να εμπνεύση ανθρωπίνην αγάπην προς τα αγαπώμενα πρόσωπα και να μεταβάλη και εις έρωτα, εξαπατών καθ΄ ύπνους τα αγαπώντα ανθρωπίνην αγάπην πρόσωπα, και εν ω το αγαπώμενον πρόσωπον, το συνδεδεμένον μετά της αγάπης του Κυρίου, μισεί το αγαπών ανθρωπίνως πρόσωπον, ο πονηρός παριστά αυτό ως τετρωμένον την καρδίαν εξ έρωτος. Όθεν προσοχή μεγάλη εις την προς αλλήλας και προς εμέ έτι αγάπην σας και προς πάντα έτερον, ίνα μη παγιδευθήτε υπό του πονηρού. Εξ αυτών δύνασθε, να εννοήσητε τον σκοπόν δια τον οποίον έγραψα τόσον αυστηρά εις την Συγκλητικήν. Ηθέλησα να την φέρω εις συναίσθησιν, διότι ησθάνθην, ότι η καρδία της εψυχράνθη προς τον Κύριον, ότι ήρχισε ν΄ αναπτύσσηται εν τη καρδία της αγάπη τις ανθρωπίνη, ήτις ηδύνατο, ν΄ αποβή έρως, εάν ηνεχόμην αυτής ή ηρεσκόμην εις αυτήν. Ο πονηρός ήρχισε να πλανά αυτήν εις τους ύπνους της. Δια της επιστολής ηθέλησα, να εξάξω ταύτης της πλάνης, να επιστήσω την προσοχήν της  και να την επαναφέρω εις την αγάπην του Κυρίου. Ήδη υμείς Κυρά Γερόντισσα Ξένη, την μεν επιστολήν μου προς την Συγκλητικήν μη δος, της δε επιστολής μου ταύτης το μέρος περί αγάπης ανάγνωσον και ταις λοιπαίς αδελφαίς, εάν το εγκρίνης. Να ειπής εις την Συγκλητικήν, ότι έλαβον την επιστολήν της και ότι εις την σύνταξιν της επιστολής μου ταύτης ωρμήθην εκ του κειμένου της επιστολής της, και ότι η ψυχή μου ψυχραίνεται προς αυτήν, όταν ακούω, ότι θέλει τον κόσμον και όταν αισθάνωμαι, ότι η καρδία της απεμακρύνθη του Χριστού και όταν βλέπω υπερηφάνειαν και υπεροψίαν και έλλειψιν ταπεινοφροσύνης και μίσος αναπτυσσόμενον προς τας αδελφάς και τα παρόμοια. Εάν θέλη να την αγαπώ, ως νύμφην Χριστού, να φροντίση, ν΄ αγαπά, ως πρότερον, τον Κύριον, ως Νυμφίον. Επειδή δε η μικρά περιουσία της δίδει εις αυτήν το θάρρος, να νομίζη, ότι δύναται να ζη εις τον κόσμον μετά των γονέων της, δια να λείψη πάσα ελπίς επιστροφής εις την οικογένειάν της, να γράψη να πωλήσωσι το μερίδιόν της και να τη στείλωσι τα χρήματά της, δια να τη κτίσω το κελλί της, όπως ησυχάση το πνεύμα της και η καρδία της και απαλλαγή και του πειρασμού του επιβουλεύοντος αυτήν και εμβάλλοντος την της φυγής απόφασιν.

+Ο Πενταπόλεως Νεκτάριος.