Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.

 Ες πιστολή του πρός τόν πίσκοπο Δρακόντιον γιος λέγει: « επ, τνος σ θλουσιν εναι μιμητν ο συμβουλεοντς σοι; Δε γρ μς κατ σκοπν τν γων κα τν Πατρων πολιτεεσθαι, κα τοτους μιμεσθαι · εδναι δ, τι, τοτων φιστμενοι, λλτριοι κα τς τοτων κοινωνας γενμεθα» (Πρς Δρακντιον 1, 4, ΒΕΠΕΣ 33, 172). Θαυμάσια δ γιος τοποθετε τά πράγματα, ναφέροντας τι, ταν παύσωμε νά μιμούμεθα τούς γίους, πομακρυνόμεθα καί πό τήν κοινωνία των. Ατό βεβαίως σημαίνει καί κ το ντιθέτου τι, ταν μιμούμεθα κολουθομε τούς αρετικούς χομε και κοινωνία μέ ατούς. Στήν ρμηνεία το κατά Ματθαον Εαγγελίου γιος λέγει ναφερόμενος στούς ψευδοπροφήτας: «Επεν Κριος · “Προσχετε π τν ψευδοπροφητν, οτινες ρχονται πρς μς ν νδματι προβτου, νδοθεν δ εσι λκοι ρπαγες · π τν καρπν ατν πιγνσεσθε ατος”. Ἐάν ον τινα δς δελφ, τι χει σχμα σεμνοπρεπς, μ πρσχς, τι νδδυται κδιον προβτου, τι νομα χει πρεσβυτρου, πισκπου, διακνου, σκητο, λλ τς πρξεις ατο περιργασαι, ε στι σφρων, ε στι φιλξενος, λεμων, γαπητικς, ν προσευχας καρτερικς πομονητικς. Ε χει κοιλαν θεν, κα τν φρυγγα δην, νοσν χρματα, κα καπηλεων τν θεοσβειαν, φες ατν · ο γρ στι ποιμν πιστημονικς, λλ λκος ρπακτικς. Ε δ οδας τ δνδρα δοκιμζειν π τν καρπν, ποῖά στι τ φσει, τ γεσει, τ πιτητι, πολλ μλλον π τν ργων φελεις δοκιμζειν τος Χριστεμπρους, τι, φοροντες φημριον ελαβεας, ψυχν κκτηνται διαβολικν. Ε δ κα π κανθν ο συλλγεις σταφυλς, π τριβλων σκα, τ πολαμβνεις, τι π παραβατν χεις τι γαθν κοσαι, π προδοτν μαθεν τι χρσιμον; κενους τονυν ποστρφου ς λκους ραβικος, κα κνθας παρακος, κα τριβλους δικημτων, κα δνδρα πονηρ. Ἐάν δς συνετν, κατ τν συμβουλεουσαν σοφαν, ρθριζε πρς ατν, κα σταθμος θυρν ατο κτριβτω πος σου, να παρ’ ατο διδαχθς νμου σκιαγραφματα, κα χαρτων δωρματα. Οτε δ λγος σοφιστικς, σχμα πιθετικν εσγουσιν ες τν βασιλεαν τν ορανν, λλ πστις τελεα κα περεργος μετ τς ναρτου κα διαλαμποσης προνοας» (ΒΕΠΕΣ 33, 197). δ γιος παραγγέλλει νά διακρίνωμε τους καλούς πό τούς κακούς ποιμένες. Καί ες μέν τούς καλούς νά ποτασσώμεθα, πό δέ τν κακν νά φεύγωμε μακριά, χωρίς φυσικά νά περιμένωμε ποφάσεις Συνόδων.
ν ο ρθόδοξοι πρεπε νά περιμένουν τήν πόφασι τς Συνόδου διά να πομακρυνθον πό ατούς τούς κακούς ποιμένες, τότε φυσικά γιος θά τούς συμβούλευε νά κάνουν καταγγελία στήν Σύνοδο καί νά περιμένουν ν ρεμί, συχί καί πακο τήν πόφασί της. γιος μως δέν ταν εσηγητής τς θεωρίας το φησυχασμο καί τς πλς διαμαρτυρίας, λλά τς ποτειχίσεως πό τούς κακς φρονοντας καί πράττοντας. ταν γιος θανάσιος κρυβόταν στήν ρημο,   στρατηλάτης ρτέμιος τόν ναζητοσε σέ μοναστήρια τς περιοχς χωρίς νά καταφέρη νά ντοπίση πο κρύβετο. Πρίν ρτέμιος φύγει πό τήν Μονή τν Ταβεννησιωτν συνέβη τό ξς περιστατικό τό ποο ναφέρεται ες τόν βίο το γ. Παχωμίου: «Καί μετά τό ρευνσαι καί μή ερεν ατόν λέγει τος δελφος ( ρτέμιος) ν τ συνάξει “Δετε εξασθε πέρ μο”. Καί λεγόντων ατν “ο δυνάμεθα διά τό χειν ντολήν παρά το πατρός μν μετ’ οδενός εξασθαι συναιρουμένου ρειανος” —βλεπον γάρ τινα τν ρειανν ς πίσκοπον μετά το δουκός— καί λοιπόν ξελθόντων ατν
ηξατο μόνος». (Βίος το γ. Παχωμίου, § ρλη΄, ΒΕΠΕΣ 40,185). συμπεριφορά ατή τν μοναχν παγορευόταν πό τόν διο τόν Μ. θανάσιο, ποος μέ πιστολή του
τούς προέτρεπε νά μή πικοινωνον χι μόνο μέ αρετικούς, λλά καί μέ σους πικοινωνον μέ αρετικούς. να τελευταο τμμα θά ναφέρωμε πό πιστολή το
γίου πρός μοναχούς: «πειδή δ εσ τινες ο τά ρεου φρονοντες, περιερχμενοι τά μοναστρια, δι’ οδέν λλο ε μή να, ς πρός μς λθντες καί φ’ μν ποστρφοντες, τούς κεραους ξαπατσι · τινές δ εσιν ο διαβεβαιοντες μέν τά ρεου μή φρονεν, συγκαταβανοντες δέ, καί μετ’ ατν εχμενοι πί τό ατ · ναγκαως, παρακελευντων τινν ελικρινεσττων δελφν, πρός μς γρφειν σποδασα, να τήν εσεβ πστιν, ν το Θεο χρις ν μν ργζεται, κεραως καί δλως φυλττοντες, ο μή πρφασιν δτε σκανδλου τος δελφος. ταν γρ τινες μς τούς ν Χριστ πιστούς θεωρσαντες μετ’ ατν συνερχομνους και κοινωνοντας, πντως πονοσαντες διφορον εναι τό τοιοτον, ες τόν τς σεβεας μπεσονται βρβορον. ν’ ον μή τοτο γνηται, θελσατε, γαπητοί, τούς μέν φανερς φρονοντας τά τς σεβεας ποστρφεσθαι, τούς δέ νομζοντας τά ρεου μη φρονεν, κοινωνοντας δέ μετά τν σεβν φυλττεσθαι · καί μλιστα ν τό φρνημα ποστρεφμεθα, τοτους πό τς κοινωνας προσκει φεγειν. Ε δ τις προσποιεται μέν μολογεν ρθήν πστιν, φανεται δέ κοινωνν κενοις, τον τοιοτον προτρψασθε πχεσθαι τς τοιατης συνηθεας· καί άν μέν παγγλληται, χετε τόν τοιοτον ς δελφν·  άν δέ φιλονεκως πιμν, τόν τοιοτον παραιτεσθε. Οτω γάρ διατελοντες  καθαράν τήν πστιν διατηρσετε» (Μ. θανασίου πιστολή προς μοναχούς, ΒΕΠΕΣ 33, 182, ΕΠΕ10, 312).

Συνεχίζεται

π. Θεόδωρος Ζήσης - Κήρυγμα, Γ' Χαιρετισμοί 2012



Eπροτίμησαν το ψεύδος του Παπισμού...

Ως πρόβατα επί σφαγήν, ούτως ηκολούθουν εις την οδόν της προδοσίας της Ορθοδόξου πίστεως οι Έλληνες Επίσκοποι εις την Φλωρεντία. Ανελεύθεροι άνθρωποι, οφθαλμόδουλοι, ταπεινοί καιροσκόποι, ένα μόνο επιζητούντες, την εύνοια του Καίσαρος. Κατεπρόδωσαν τα άγια των αγίων της Ορθοδοξίας, ουδόλως απαιτήσαντες, όπως μελετήσουν επισταμένως και ελέγξουν προ της υπογραφής τον απαίσχυντο ενωτικό όρο. Συνηθίσαμε να αποδίδουμε εις πολλά αίτια την πανώλεθρο συμφορά της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους κατά την 29ην Μαϊου του 1453. Και μεταξύ αυτών απαριθμούμε την αφύλακτο Κερκόπορτα, από την οποία εισήλθον οι Πορθητές. Δεν αμφισβητούμε την ιστορική βαρύτητα των αιτίων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, στρατιωτικών), το σημαντικότερο όμως υπήρξε η προδοσία των Ελλήνων Επισκόπων, που υπέγραψαν τον επαίσχυντο ενωτικό όρο εις την Φλωρεντία. Διότι α) ηρνήθησαν την Αλήθεια της Ορθοδοξίας και επροτίμησαν το ψεύδος του Παπισμού. β) εδίχασαν τον Ελληνισμό εις κρισίμους στιγμάς και εχαλάρωσαν την αμυντική του ενότητα. γ) επεδίωξαν την εύνοια του Καίσαρος και επώλησαν τον Χριστό εις τον Παποκαίσαρα της Ρώμης και δ) έταμων την οδό της προδοσίας της Ορθοδόξου Πίστεως την οποία εξακολουθούν να βαδίζουν και σήμερα ανελεύθεροι άνθρωποι, οφθαλμόδουλοι, ταπεινοί καιροσκόποι οι ομότροποί των, σημερινοί Οικουμενιστές και φραγκοπαπόδουλοι Επίσκοποι και οι Ηγούμενοι του Αγίου Όρους, οι … λοκατζίδες της Ορθοδοξίας!

Α΄ ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓ. ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ.

Είναι κανένας εδώ οπού να έχη αυτήν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς του καθώς ο Χριστός μας; -- Εγώ, άγιε του Θεού. —Άκουσε, παιδί μου, να σε ειπώ. Η τελεία αγάπη είναι να πουλήσης όλα σου τα πράγματα να τα δώσης ελεημοσύνην και να πηγαίνης και εσύ να εύρης κανένα αυθέντη να πουληθής σκλάβος και όσα πάρης να τα δώσης όλα, να μη κρατήσης ένα άσπρο. Ημπορείς να το κάμης αυτό να γένης τέλειος; Βαρύ σε φαίνεται. Άκουσε: Εις την Ανατολήν ήτον ένας δεσπότης. Του επήραν από την επαρχίαν του εκατό ανθρώπους σκλάβους. Επούλησεν όλα του τα πράγματα και τους εξεσκλάβωσεν. Ένα παιδίον μιανής πτωχής χήρας απόμεινε σκλαβωμένο. Δεν είχε πώς να το ξεσκλαβώση, και αυτός  τι κάμνει; Πηγαίνει και ξουρίζεται και βγάνει τα γένεια. Επήγε και επαρακάλεσε τον αυθέντη οπού είχε το παιδίον να το ελευθερώση και να κρατήση εκείνον σκλάβον. Το ελευθέρωσεν από την σκλαβιάν και αυτός εκάθισεν εις τον αυθέντη και απερνούσε μεγάλην σκληραγωγίαν, έως οπού δια την υπομονήν οπού έκανε τον ηξίωσεν ο πανάγαθος Θεός και έκανε θαύματα. Ύστερα τον ελευθέρωσεν ο αυθέντης του και πάλιν έγινεν αρχιερεύς καθώς ήτον και πρωτύτερα. Την αυτήν αγάπην θέλει ο Θεός να έχωμεν και ημείς. 

 Συνεχίζεται.

Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς)

Εκκλησία  Θεάνθρωπος παρατεινόμενος εις τους αιώνας.

Η Εκκλησία είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός παρατεινόμενος εις όλους τους αιώνας και εις όλην την αιωνιότητα. Αλλά μαζί με τον άνθρωπον και δια τον άνθρωπον, ανήκει εις την Εκκλησίαν και ολόκληρος η κτίσις του Θεού, δηλαδή παν το δημιουργηθέν από τον Θεόν Λόγον εις τον ουρανόν και επί της γης, πάντα ταύτα αποτελούν την Εκκλησίαν, ως το σώμα Της, του οποίου η κεφαλή είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Η κεφαλή είναι κεφαλή του σώματος και το σώμα είναι σώμα της κεφαλής ούτως ώστε να είναι αχώριστα το εν από το άλλο και το εν πλήρωμα του άλλου: «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. 1, 23). Κάθε χριστιανός, γινόμενος δια του αγίου Βαπτίσματος μέλος της Εκκλησίας, γίνεται αναπόσπαστον μέλος του πληρώματος «του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου», πληρούμενος και ο ίδιος «εις παν το πλήρωμα του Θεού» (Εφ. 3,19). Τοιουτοτρόπως αποκτά το υπερτέλειον πλήρωμα του ανθρωπίνου είναι του, του ανθρωπίνου προσώπου του. Αυτό το πλήρωμα αποκτά κάθε χριστιανός δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών, κατά το μέτρον της πίστεώς του και της εν χάριτι ζωής του εντός της Εκκλησίας. Τούτο ισχύει δι΄ όλους τους χριστιανούς όλων των εποχών. Όλοι είναι πεπληρωμένοι με το πλήρωμα «του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» : οι άνθρωποι και οι άγγελοι, και τα άστρα και τα πτηνά και τα φυτά και τα ορυκτά, με μίαν λέξιν όλα τα θεόκτιστα όντα. Τοιουτοτρόπως εμείς οι άνθρωποι έχομεν αποκτήσει συγγένειαν και δη θείαν με όλα τα θεόκτιστα όντα και δημιουργήματα. Διότι όπου είναι η θεότης του Θεανθρώπου εκεί είναι και η ανθρωπότης Του, εκεί είναι όλοι οι πιστοί όλων των αιώνων και όλων των όντων: και οι άγγελοι και οι άνθρωποι.

Επιστολαί Αγ. Νεκταρίου

Επιστολή  13η

Εν Αθήναις τη 24 Οκτωβρίου 1905
Θυγάτηρ εν Κυρίω οσία Κασσιανή, εύχομαί σοι πατρικώς το θείον έλεος.

Έλαβον την επιστολήν σου και ελυπήθην δια την κατάστασιν της υγείας σου, περί ταύτης ερωτήσας και τον Πατέρα Ανδρόνικον, έμαθον και παρ΄ αυτού, ότι είσθε αδύνατη. Επειδή, ως μοι γράφεις, στερείσθε χρημάτων, σοι στέλλω δια του Πατρός Ανδρονίκου δραχμάς 15, όπως λαμβάνης αυγά και γάλα τακτικώς και περιποιηθής ολίγον τον εαυτόν σου. Χθες ήλθεν η Ειρήνη, ήτις μετ΄ ολίγας ημέρας έρχεται προς υμάς και τη έδωκα εξ πήχεις… δια να σοι το φέρη να το κάμης ό,τι θέλεις. Εάν δεν έχης απόλυτον ανάγκην όλου του ποσού και σε περισσεύη, δώρησε το τεμάχιον αφ΄ εαυτού σου, εάν όμως γίνεταί τι, εις την αγαπητήν Ξένην. Ο πειρασμός, όστις σε κατέλαβε με θλίβει, είναι όντως του πονηρού, δια τούτο μη οκνήσης, να το εκμυστηρευθής εις την ιδίαν και να την παρακαλέσης, να ευχηθή υπέρ σου, να καταπαύση ο πειρασμός. Όταν λάβης την παρούσαν μου, να μεταβής εις τον ναόν και να παρακαλέσης την Κυρίαν Θεοτόκον και ν΄ αναγνώσης μίαν παράκλησιν. Επίσης και εγώ θα επικαλεσθώ το θείον έλεος επί σε δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, της μόνης ακαταισχύντου ελπίδος και προστασίας ημών, και πέποιθα, ότι θέλεις απαλλαγής του πειρασμού. Σε παρακαλώ, να μη επιτρέπης να σε κατακυριεύσωσιν οι λογισμοί της αντιπαθείας. Ο πονηρός εμβάλλει μίσος κατά της φιλτάτης σου Ξένης, της αδελφής σου και μητρός σου, ίνα εξουδετερώση την προς αυτήν ευγνωμοσύνην σου δια την σωτηρίαν της ψυχής σου, ην ειργάσατό σοι, και μετατρέψη αυτήν εις μίσος. Μάθε ότι η καρδία σου εις το βάθος της έχει ερριζωμένην την αγάπην της αγαθής Ξένης, ην ο πονηρός εκ φθόνου προς σε και προς εκδίκησιν (της Χρυσάνθης) Ξένης, ζητεί να εκριζώση. Η θλίψις σου μάθε καλώς, ότι είναι αποτέλεσμα της διαμαρτυρομένης καρδίας σου, η οποία θέλει ν΄ απαλλαγή του ξένου αυτή του μίσους συναισθήματος, και μη δυναμένη, θλίβεται. Εντεύθεν όλη αύτη η αθλία σου κατάστασις. Ο πονηρός σε επετέθη, ίνα σοι αφαιρέση και την χαράν και την αγάπην και διαταράξη την ειρήνην ημών. Αλλ΄ έχε θάρρος και μη απελπίζου, ο Θεός μεθ΄ ημών. Ο Θεός δεν θέλει να επιτρέψη και ηττηθής. Πρέπει όμως να γνωρίσης, ότι πταίεις και συ ολίγον, διότι αποπλανάσαι από τους λογισμούς και αφίνεις την ευχήν και ευρίσκεσαι απεριφρούρητος τη καρδία. Δια τούτο σε παρακαλώ, λέγε αδιαλείπτως την ευχήν και μη επιτρέπης τους λογισμούς σου να σε κυριεύσωσι, ουδέ να δέχησαι εις την καρδίαν σου τας της αντιπαθείας προσβολάς. Σοι εύχομαι από καρδίας. Η θεία χάρις και το άπειρον αυτού έλεος είη μετά σου.
Ο Πνευματικός Πατήρ

+Ο Πενταπόλεως Νεκτάριος
Υ.Γ. Θέλω να μάθω ότι εθεραπεύθης.

THE PRAYERS BEFORE COMMUNION

 
I believe, Lord, and confess, that You are truly the Christ, Son of the Living God, Who came into the world to save sinners, of whom I am the greatest. I also believe that this is truly Your Spotless Body, and that this is truly Your Precious Blood. Wherefore I pray You: Have mercy on me and forgive my offenses, whether or not intended, whether committed in word or deed, knowingly or unwittingly; and count me worthy to share without judgment in Your pure Mysteries, for remission of sins and for everlasting life.
You have beguiled me with yearning, O Christ, and by love divine transformed me. Consume my sins in ethereal flame, and let me be filled with the sheer delight of You, O Gracious Lord, that leaping for joy, I may magnify both Your Advents.
How shall I, so unworthy, come into the splendor of Your Saints? If I dare to enter the bridal feast, my clothing will disgrace me, since it is not a wedding garment. Then I shall be bound and cast out by the Angels. In Your love, Lord, purge my soul and save me.
Loving Master, Lord Jesus Christ my God, let not these Holy Gifts become a judgment against me because of my unworthiness, but for the cleansing and sanctification of both soul and body, and as an earnest of the future life and Kingdom. It is good for me to cling to God, to place in Him the hope of my salvation.
Receive me today, Son of God, as a partaker of Your Mystical Supper; for I will not reveal the Mystery to Your enemies, nor give You a kiss as did Judas. But as the thief I confess You: Lord, remember me in Your Kingdom.