Ο «Πύρινος Ποταμός»

11

Ο Ωριγένης, όπως και όλοι οι όμοιοί του ορθολογιστές, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι η αποδοχή ή η απόρριψη της χάρης του Θεού εξαρτάται αποκλειστικά από τα λογικά πλάσματα. Ότι ο Θεός δε σταματάει ποτέ, όπως και ο ήλιος, να λάμπει το ίδιο “επί πονηρούς και αγαθούς”. Ότι τα πλάσματα τα λογικά όμως είναι τελείως ελεύθερα να δεχτούν ή ν
ʼ απορρίψουν τη χάρη αυτή και την
αγάπη. Και ότι ο Θεός, με τη γνήσια αγάπη Του, δεν εξαναγκάζει τα πλάσματά Του να Τον αποδεχτούν, αλλά σέβεται απόλυτα την ελεύθερη θέλησή τους. Δεν αποσύρει τη χάρη και την αγάπη Του, η διάθεση όμως των λογικών πλασμάτων πρός αυτή την αστείρευτη χάρη και αγάπη είναι η διαφορά μεταξύ παραδείσου και κόλασης. Εκείνοι που αγαπούν το Θεό είναι ευτυχισμένοι μαζί Του, εκείνοι που τον μισούν αισθάνονται υπερβολικά δυστυχείς, που είναι υποχρεωμένοι να ζούν με την παρουσία Του. Και δεν υπάρχει τόπος όπου μπορεί κανείς να ξεφύγει τη στοργική πανταχού παρουσία του Θεού.

Ο παράδεισος ή η κόλαση εξαρτάται από τον τρόπο που δεχόμαστε την αγάπη του Θεού. Στην αγάπη Του θά ανταποκριθούμε με αγάπη ή με μίσος; Αυτή είναι μια κρίσιμη διαφορά. Και η διαφορά αυτή εξαρτάται αποκλειστικά από μας, από την ελευθερία μας, από την ενδόμυχη ελεύθερη επιλογή μας, από μια τέλεια ελεύθερη διάθεση που δεν επηρεάζεται από εξωτερικές καταστάσεις ή εσωτερικούς παράγοντες της υλικής και πνευματικής φύσης μας, γιατί δεν είναι μια εξωτερική πράξη, αλλά μια εσωτερική διάθεση, που πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς μας και καθορίζει όχι τις αμαρτίες μας, αλλά τον τρόπο που σκεπτόμαστε γιά τις αμαρτίες μας, όπως φαίνεται καθαρά στις περιπτώσεις του τελώνη και του φαρισαίου και των ληστών που συσταυρώθηκαν με το Χριστό. Αυτή η ελευθερία, αυτή η επιλογή, αυτή η εσωτερική διάθεση πρός το Δημιουργό μας είναι ο εσώτατος πυρήνας της αιώνιας προσωπικότητάς μας, είναι το βαθύτερο χαρακτηριστικό μας, είναι αυτό που μας κάνει ό,τι είμαστε, είναι το αιώνιο πρόσωπό μας - φωτεινό ή σκοτεινό, στοργικό ή φθονερό.

Όχι, αδελφοί μου, δυστυχώς γιά μας ο παράδεισος ή η κόλαση δεν εξαρτάται από το Θεό. Αν εξαρτιόταν από το Θεό δε θά φοβόμασταν τίποτα. Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από την Αγάπη. Αλλά δεν εξαρτάται από το Θεό. Εξαρτάται αποκλειστικά από μας και αυτή είναι ολόκληρη η τραγωδία. Ο Θεός μας θέλει να είμαστε κατ
ʼ εικόνα Του, αιώνια ελεύθεροι. Μας σέβεται απόλυτα. Αυτό είναι αγάπη. Χωρίς σεβασμό δεν μπορούμε να μιλάμε γιά αγάπη. Είμαστε άνθρωποι επειδή είμαστε ελεύθεροι. Αν δεν ήμασταν ελεύθεροι θά ήμασταν έξυπνα ζώα, όχι άνθρωποι. Ο Θεός δε θά πάρει ποτέ πίσω το δώρο της ελευθερίας που καθορίζει τι είμαστε. Αυτό σημαίνει ότι θά είμαστε πάντα αυτό που εμείς θέλουμε να είμαστε, φίλοι ή εχθροί του Θεού, και δεν υπάρχει αλλαγή σʼ αυτό το βαθύτατο είναι μας. Σʼ αυτή τη ζωή υπάρχουν βαθιές ή επιφανειακές αλλαγές στη ζωή μας, στό χαρακτήρα μας, στις πεποιθήσεις μας. Όλες αυτές οι αλλαγές, όμως, είναι μόνο η χρονικά μεταβαλλόμενη έκφραση του βαθύτερου αιώνιου εαυτού μας. Αυτός ο βαθύς αιώνιος εαυτός είναι αιώνιος με όλη τη σημασία της λέξης. Γιʼ αυτό ο παράδεισος και η κόλαση είναι επίσης αιώνια. Δεν υπάρχει μεταβολή σʼ αυτό που πραγματικά είμαστε. Τα πρόσκαιρα χαρακτηριστικά μας και η ιστορία μας στη ζωή εξαρτιώνται από πολλά επιφανειακά πράγματα, που εξαφανίζονται με το θάνατο, το αληθινό μας πρόσωπο όμως δεν είναι επιφανειακό και δεν εξαρτάται από μεταβαλλόμενα και εξαφανιζόμενα πράγματα. Είναι ο πραγματικός εαυτός μας. Παραμένει μαζί μας όταν κοιμόμαστε στον τάφο και θά γίνει το πραγματικό πρόσωπό μας κατά την ανάσταση. Είναι αιώνιος.

Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου!

Ενώ η Εκκλησία τιμά τους Αγίους Αποστόλους (γιατί αυτό επιβάλλει το πνευματικόν χρέος), ωστόσο η επί Γης στρατευομένη Εκκλησία δεν ζη την ζωήν των Αγίων Αποστόλων! Ορθότατα παρατηρεί ο Άγιος Ιουστίνος(Πόποβιτς) ότι «η ζωή των πιστών εις την Εκκλησίαν δεν είναι άλλο παρά η κατά την χάριν του Αγίου Πνεύματος Θεανθρωποποίησις αυτών ήτοι εν-χρίστωσις και χριστοποίησις αυτών». Ας είμεθα ειλικρινείς, παρατηρούνται τα γνωρίσματα αυτά εις την ζωήν των λαϊκών, των Κληρικών, των Επισκόπων; Και το ακόμη τραγικώτερον, που εξάγεται από τα άγια γραπτά του Αγίου Ιουστίνου: «… και η αποστολικότης διαφυλάττεται δια της προσευχής και όλης ευσεβείας, όπως ακριβώς την ωμολογούσαν, εκήρυττον, επροστάτευον και διεφύλαττον οι Πατέρες και αι Οικουμενικαί Σύνοδοι». Δυνάμεθα να ομιλώμεν σήμερον περί ευσεβείας, όπως «την ωμολογούσαν, εκήρυττον, επροστάτευον και διεφύλαττον οι Πατέρες και αι Οικουμενικαί Σύνοδοι»; Κινδυνεύει να εξαφανισθή η ευσέβεια των Αποστόλων και των Πατέρων μέσα εις τα θολά ρεύματα του Οικουμενισμού, των Αιρεσιολογιών, των Μωαμεθανισμών με την «ευλογίαν» (φρίξον Ήλιε!) Επισκόπων, Αρχιεπισκόπων, Πατριαρχών! Αλλά μήπως η ευσέβεια διατηρείται εις την ζωήν των Μεγαλοσχήμων Αξιωματούχων της Εκκλησίας; «… Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου»! Ειλικρινά θα πρέπει να εντρεπώμεθα, και λαϊκοί και Κληρικοί (προ παντός οι εν υπεροχή όντες), όταν, απαγγέλλοντες το Ιερόν Σύμβολον της Πίστεώς μας, λέγωμεν: «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», διότι ο Διάβολος, ημών ρεγχόντων τον ύπνον της αδιαφορίας, κοντεύει να εξαφανίση και την Αγιότητα και την Καθολικότητα και την Αποστολικότητα της Εκκλησίας!

Τότε και μόνον τότε έχουν αξίαν Εκκλησιαστικήν αι αποφάσεις αυτής της Συνόδου.

Πάσα Σύνοδος Αρχιερέων, δια να είναι αι αποφάσεις αυτής σεβασταί, είναι ανάγκη να αποδεικνύεται κανονική, νόμιμος και αι αποφάσεις αυτής να στηρίζωνται εις τον Ευαγγελικόν Νόμον, τους Ιερούς Κανόνας και εις την μακραίωνα Εκκλησιαστικήν δημοκρατικήν τάξιν και πράξιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τότε και μόνον τότε έχουν αξίαν Εκκλησιαστικήν αι αποφάσεις αυτής της Συνόδου. Η οιαδήποτε πλειοψηφία δεν αρκεί, όταν απουσιάζουν αι ανωτέρω προϋποθέσεις. Έτσι κατανοούμεν τον χαρακτηρισμόν «ληστρική» Σύνοδος και έτσι έμειναν εις την ιστορίαν Σύνοδοι, ως εκείνη, ήτις εξεθρόνισε και αφώρισε τον Ιερόν Χρυσόστομον.