Ο «Πύρινος Ποταμός»

9

Οι διάφορες αιρέσεις ανάμιξαν αυτόν ακριβώς τον ειδωλολατρικό τρόπο σκέψης με τη χριστιανική διδασκαλία. Αυτό επίσης συνέβη και στη Δύση. Άρχισαν να διακρίνουν όχι μεταξύ Θεού και της δημιουργίας Του αλλά μεταξύ πνεύματος και ύλης.

Άρχισαν να πιστεύουν την ψυχή του ανθρώπου σαν κάτι αιώνιο από μόνο του και να θεωρούν την κατάσταση του ανθρώπου μετά το θάνατο όχι σαν ύπνο στα χέρια του Θεού αλλά σαν την πραγματική ζωή του ανθρώπου, στην οποία η ανάσταση των νεκρών, δεν είχε να προσθέσει τίποτα. Ακόμα και η ανάγκη γιά ανάσταση, ήταν αμφίβολη. Η γιορτή της Ανάστασης του Κυρίου, που είναι η κορωνίδα όλων των εορτών στην Ορθοδοξία, άρχισε να πέφτει σε δεύτερη μοίρα, γιατί η ανάγκη της ήταν τόσο ακατανόητη στους χριστιανούς της Δύσης όσο και στους Αθηναίους, που άκουσαν το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου.

Εκείνο όμως που είναι πιο αξιοσημείωτο στό θέμα μας είναι ότι άρχισαν να αισθάνονται πώς ο Θεός υπέκειτο στην Ανάγκη, σ
ʼ αυτή την ορθολογική Ανάγκη, που δεν ήταν τίποτε
άλλο παρά η ανθρώπινη λογική. Διακήρυξαν ότι ο Θεός ήταν ανίκανος να έρθει σε επαφή με κατώτερα πλάσματα όπως οι άνθρωποι, γιατί δεν το επέτρεπαν οι ορθολογιστικές φιλοσοφικές ιδέες τους. Αυτή η αντίληψη αποτέλεσε το θεμέλιο γιά τις ησυχαστικές έριδες. Είχε ήδη ξεκινήσει με τον Αυγουστίνο, που δίδαξε ότι στό Μωϋσή δε μίλησε ο Θεός αλλά άγγελος.

Από αυτή την άποψη περί Ανάγκης, στην οποία υποτάσσονται ακόμα και οι θεοί, πρέπει να καταλάβουμε τη δυτική νομικίστικη αντίληψη γιά τη δικαιοσύνη του Θεού. Ο Θεός έπρεπε να τιμωρήσει την παρακοή του ανθρώπου. Του ήταν αδύνατο να συγχωρήσει. Κάποια ανώτερη Ανάγκη απαιτούσε εκδίκηση. Ακόμα κι αν ο Θεός ήταν πραγματικά καλός κι αγαθός δεν μπορούσε να ενεργήσει με καλοσύνη. Ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει αντίθετα πρός την αγάπη Του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει γιά να σώσει την ανθρωπότητα ήταν να τιμωρήσει

Παραδόθηκαν στη δειλία και το φόβο της μαρτυρίας...

Αιρετικές χριστιανικές κοινότητες αναγνωρίζονται σήμερα ως εκκλησίες, συλλειτουργίες με τους πάσης φύσεως αιρετικούς και συμπροσευχές βαπτίζονται ως αγαπητικές σχέσεις και κάθε ορθόδοξη αλήθεια παραπέμπεται στον κάλαθο του οικουμενισμού, για επανερμηνεία με τα νέα δεδομένα της μετανεωτερικότητας, η οποία απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό των πάντων στη θεολογία και γενικώς στη ζωή της Εκκλησίας!
Σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα της οικουμενιστικής λαίλαπας, δεν έστερξαν οι αγιορείτες ηγούμενοι να αναδειχθούν· «θεία παρεμβολή και θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου»!
Παραδόθηκαν στη δειλία και το φόβο της μαρτυρίας, με το…αιρετικό πρόσχημα της ευλαβούς υπακοής στο πρόσωπο του Πατριάρχου!
Έτσι μετέτρεψαν την πνευματική τους ηγεσία σε αποσαθρωμένο οπωροφυλάκιο του περιβολιού της Παναγίας!
Γύρισαν την πλάτη τους στη σκέπη και προστασία της Οικοδέσποινας Γερόντισσας του Αγίου Όρους.
Έκαναν την επιλογή τους!
Επέλεξαν την συνοδοιπορία τους με την πατριαρχική οικουμενιστική λογική!

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ

Εξακολουθεί να υφίσταται έως σήμερον, και θα υφίσταται έως της συντελείας του κόσμου, αντιλογία περί την ενσάρκωσιν του Θεού, ο Γλυκύτατος Ιησούς να αποτελή «σημείον αντιλεγόμενον» και να «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Η αποδοχή του δόγματος της υπερφυσικής Αποκαλύψεως του Θεού προϋποθέτει απλότητα καρδίας, ταπείνωσιν διαλογισμών και αγάπην ψυχής. Χωρίς την θυσίαν της ανθρωπίνης σοφίας μας και χωρίς εφέσεις ψυχής δι’  υψηλοτέραν της γηίνης πραγματικότητα, είναι αδύνατον να πιστεύσωμεν εις άγγελμα ευρισκόμενον πέραν της σφαίρας των εμπειριών και της σκέψεως. Ορθώς ελέχθη ότι «όπως εύρωμεν τον Θεόν, ανάγκη να τον ζητήσωμεν, όπως τον γνωρίσωμεν, ανάγκη να τον αγαπήσωμεν». Δηλαδή να τον αγαπήσωμεν, δια να τον γνωρίσωμεν, δια να τον ζητήσωμεν, δια να τον εύρωμεν. Προηγείται η αγάπη, έπεται η γνώσις, ακολουθεί η ζήτησις, απόκειται η εύρεσις. Ούτως εξηγείται διατί πιστεύουν οι απλοί και καθαροί την καρδίαν, τα νήπια, ενώ οι πεφυσιωμένοι και ακάθαρτοι την ψυχήν κρημνίζονται εις τας αβύσσους της απιστίας. Και ενώ οι θεωρούμενοι παρ’  εαυτοίς σοφοί, αδυνατούν να αντιληφθούν το πώς είναι δυνατόν να είναι αλήθεια εκείνο που οι απλοϊκοί το αποδέχονται και αυτοί δεν εννοούν και σκανδαλίζονται και το θεωρούν μωρίαν, έρχεται ο Χριστός να ερμηνεύση το παράδοξον του φαινομένου. «Ομολογώ σοι, Πάτερ, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών και απεκάλυψας αυτά νηπίοις. Ναι, ο Πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν σου». Και ούτω πιστοποιείται ότι το φως της αληθείας, εάν δεν φωτίζη, τυφλώνει.
Θεμελιώδης προϋπόθεσις της μυστηριώδους ενανθρωπήσεως του Θεού είναι η κατά κληρονομικήν αναδοχήν νόσος της ανθρωπότητος εκ της πτώσεως των πρωτοπλάστων. Χωρίς την ανάγκην αναπλάσεως, ουδέν νόημα θα είχεν η ενανθρώπησις. Και ως λέγει τις απολογητής του Χριστιανισμού: «Τι ήρχετο να κάμη ο Χριστός επί της γης; Ήρχετο να ανορθώση τας διανοίας και κλίσεις της ανθρωπίνης καρδίας, αίτινες είχον καταντήσει εις την μεγαλυτέραν διαστροφήν. Ήτο λοιπόν εύλογον να μη συμμορφωθή προς τας διανοίας και κλίσεις ταύτας. Να πράξη τα εναντία τούτων, ν’ αποθεώση πάντα τα παθήματα, ως είχον αποθεωθή πάσαι αι ηδυπάθειαι. Να κηρυχθή ενί λόγω εχθρός του ανθρωπίνου γένους». Αυτός ο άπιστος και μυκτηριστής των θείων Βολταίρος παρεδέχετο ότι η πίστις, καθ’ ην ο άνθρωπος εξέπεσε και είναι εκφυλισμένος, ευρίσκεται παρά πάσι τοις αρχαίοις λαοίς. Αλλ’ επλανάτο πλάνην ου σμικράν. Είναι αληθές ότι τα γεγονότα της πτώσεως είναι εναντία προς τα συνήθη εκ πείρας γνωστά και δια τούτο φαίνονται εις ημάς απίθανα. Αλλά λογικόν είναι υπερφυσικά γεγονότα να συνέβησαν εν υπερφυσική καταστάσει και επομένως να είναι πιθανά μόνον κατά την πρώτην αυτήν κατάστασιν, εν τη οποία πλέον δεν ευρισκόμεθα, απίθανα δε εν τη φυσική, εν η τώρα ευρισκόμεθα. Ας μη ταράσσωνται λοιπόν οι απιστούντες δια το μυστηριώδες εν τη διδασκαλία της πτώσεως και εξαγοράς. Επειδή περιλαμβάνει τον Θεόν, ανάγκη να υπεκφύγη την ημετέραν διάνοιαν. Τις δύναται να εννοήση το μέγα τούτο δράμα; Μόνη η πίστις, λέγει τις, λαμβάνουσα την αμοιβήν αυτής. Αύτη δύναται να ίδη αραιούμενον το πυκνόν παραπέτασμα, όπερ κρύπτει το μυστήριον από των οφθαλμών πάσης υπερηφάνου διανοίας. Πράγματι. Το κυριώτατον στοιχείον της εν ημίν εκ της πτώσεως διαφθοράς είναι η υπερηφάνεια. Τούτου ένεκα το κυριώτατον πρόσκομμα, όπερ ευρίσκομεν εις την Αποκάλυψιν είναι η ταπείνωσις του Θεού και η απαίτησις όπως ταπεινωθώμεν και ημείς.
Αν επρόκειτο να εφεύρωμεν ημείς την θρησκείαν και την αποκάλυψιν, λέγει τις, δεν ηθέλαμεν καταντήσει εις τόσον ταπεινωτικήν αποκάλυψιν, ήτις άρχεται μετά της γεννήσεως ενός παιδίου εν τη φάτνη και καταλήγει εις τον θάνατον αυτού επί του σταυρού, παρά τω λαώ δε εκείνω όστις ήτο το σκύβαλον της ανθρωπότητος. Και όντως, η Αποκάλυψις δεν θα ήτο αλήθεια, αν μη αντέφασκε προς τον ημέτερον υπερήφανον και διεφθαρμένον λόγον εκ της ηθικής ανατροπής της Παραβάσεως και της κακής ζωής. Ο άνθρωπος άνευ του μυστηρίου της πτώσεως είναι μάλλον ακατάληπτος, παρ’ όσον είναι τούτο ακατάληπτον εις αυτόν. Το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος παρέχει τον λόγον της εν τω ανθρώπω και τω κόσμω αταξίας και του κακού. Ότι ο άνθρωπος δεν είναι οίος εξήλθεν εκ των χειρών του Πλάστου, καταφαίνεται εις την αδιάκοπον αντίφασιν, καθ’ ην ούτε να συμφωνήση τελείως δύναται με τον Θεόν, αλλ’ ούτε και να εύρη ανάπαυσιν μακράν του Θεού. Ούτως ο άνθρωπος, χωρίς την παραδοχήν της εν Εδέμ πτώσεως, αποβαίνει πρόβλημα αυτός προς εαυτόν και αίνιγμα απελπιστικώτατον. Και δια να ενθυμηθώ ένα βαθυστόχαστον, «το μεγαλείον του ανθρώπου είναι μέγα κατά τούτο, ότι συναισθάνεται εαυτόν άθλιον. Είναι λοιπόν άθλιος, διότι είναι άθλιος. Αλλ’ είναι και μέγας, διότι γνωρίζει ότι είναι άθλιος. Τις άλλος θεωρεί εαυτόν δυστυχή, επειδή δεν είναι βασιλεύς, ειμή ο έκπτωτος βασιλεύς;». Ούτω λοιπόν δια του δόγματος της πτώσεως και εξαγοράς του ανθρώπου λύονται πάσαι αι αντιφάσεις της εμπαθούς ανθρωπίνης φύσεως. «Ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί»! Δια ποίον λόγον; «Ίνα του χείρονος μεταλαβών μεταδώ μοι του βελτίονος». Και «εψεύσθη πάλαι Αδάμ και θεός επιθυμήσας ου γέγονεν. Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα θεόν τον Αδάμ απεργάσηται…». Ιδού ολόκληρον το μυστήριον της θείας επί γης Οικονομίας. Ιδού το αίτιον και ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού. Δια τούτο η πίστις ημών δεν είναι πλάσμα της φαντασίας, αλλ’ αλήθεια δικαιολογημένη ενώπιον του λόγου, της συνειδήσεως, της καρδίας. Ο ασπασθείς τας χριστιανικάς αληθείας (και τούτο δύναται πας έκαστος) γνωρίζει πλέον ή ο Πλάτων και είναι σοφώτερος του Σωκράτους. «Εάν μη πιστεύσητε ότι εγώ ειμί, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών». Ιδού η συγκεφαλαίωσις κατ’ ουσίαν της διδασκαλίας του Ιησού. Πιστεύομεν εις τον Χριστόν και τη δυνάμει της πίστεως ταύτης αγαπάν τον Θεόν, τούτο είναι το κέντρον της διδασκαλίας όλης του Χριστού. Διο και ημείς οι χάριτι Χριστού πιστεύσαντες, ψάλλομεν επί τη σεπτή Γεννήσει του: «Χριστός γεννάται, δοξάσατε. Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε. Χριστός επί γης, υψώθητε…».
θ.μ.δ.