Η ένωση των «Εκκλησιών»:

«Ουδείς πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός, συνετός, φρόνιμος, έχων ολίγον φόβον Θεού θα δεχθεί ποτέ την ένωσιν με τους αιρετικούς παπιστάς τους καταφρονητάς των επτά Αγίων Οικουμενικών και των Αποστολικών και Πατρικών Παραδόσεων. Ας στοχαστεί καλώς ο Πατριάρχης και ας μην αυταπατάται και νομίζει εύκολον την ένωσιν και ότι θα τον ακολουθήσουν οι γνήσιοι Έλληνες Ορθόδοξοι και ότι θα καταπατήσουν την συνείδησή των και θα καταφρονήσουν ευκόλως Αποστολικάς και Πατρικάς παραδόσεις και τους ιερούς κανόνας.


Και οι μεν Άγιοι Πατέρες, οι καλοί και αληθινοί Ποιμένες, εξεδίωξαν μακράν της Εκκλησίας τους αιρετικούς, τους λοιμώδεις λύκους, ο δε οικουμενικός Πατριάρχης καλεί τον αιρετικόν Πάπαν, τον εχθρόν της Εκκλησίας, τον παραβάτην και καταφρονητήν των αποστολικών και Πατρικών Παραδόσεων.

Οίμοι! Οίμοι, ψυχή μου! Στέναξον, κλαύσον, θρήνησον, ως άλλος Ιερεμίας, ουχί δια την επίγειον Ιερουσαλήμ, την πόλιν των αιμάτων, Συ θρήνησον δια την Νύμφην του Χριστού, την ακηλίδωτον και άμωμον, την Μίαν, Αγίαν, Ορθόδοξον Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, την πνευματικήν Μητέρα των Ορθοδόξων Χριστιανών».



(Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος).

Η Ορθόδοξη Παράδοση είναι γεμάτη φώτα

Μετέχοντες του Ακτίστου φωτός αφθαρτοποιούμεθα. Το δε φως γίνεται μεθεκτό στο μέτρο της προσωπικής προσληπτικής ικανότητος του πιστού. Φως μεταμορφωτικό απορρέει από όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας τα οποία επιφέρουν την καλή αλλοίωση. Το φως του Παναγίου Τάφου ενυπάρχει στο μεταμορφωτικό Βάπτισμα του προσερχομένου προς αυτό. Το φως του Θαβώρ ενυπάρχει στην προσδοχή της Θείας Ευχαριστίας. Διά τούτο, η Ορθόδοξη Παράδοση είναι γεμάτη φώτα, φώτα σωστικά, αλλά και συμβατικά, φώτα μυστηριακά, αλλά και συμβολικά και λειτουργικά.

Μακρυγιάννης, αυτός ο αγνός και τίμιος Ορθόδοξος Έλληνας :

Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα (των αγίων) :
Δεν βλέπετε που θέλουν να κάνουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι,  ό,τι πολύτιμον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους, μας θέλουν τα τσογλάνια του Πάπα……  Το χαρτί του πατέρα Κοσμά έβαλα και μου το εκαθαρόγραψαν. Και το εκράτησα ως Άγιον Φυλαχτόν, που λέγει μεγάλην αλήθειαν. Θα πω να μου γράψουν καλλιγραφικά και τον άλλον αθάνατον λόγον του, «τον Πάπα να καταράσθε ως αίτιον». Θέλω να το βλέπω κοντά στα’κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ανάξιοι λέγουν ότι αν τα φτιάξουμε με τον δικέρατον Πάπαν, θα ολιγοστέψουν οι κίντυνοι, τα βάσανα και η φτώχεια μας, τρομάρα τους.

Έτι δεόμεθα υπέρ του Αγιωτάτου και Επισκόπου  Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου...

«ΔΟΞΑ ΕΝ ΥΨΙΣΤΟΙΣ ΘΕΩ…ΕΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ ΕΥΔΟΚΙΑ»

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε. Χριστός επί γης, υψώθητε. Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη, και εν ευφροσύνη, ανυμνήσατε λαοί, ότι δεδόξασται».
Τα μεγάλα πράγματα τιμώνται με την σιωπήν. Η πτωχή ανθρωπίνη φύσις ούτε να τα συλλάβη νοερώς ημπορεί, ούτε να τα ανθέξη συναισθηματικώς, διότι και την νόησιν υπερβαίνουν, και ο συναισθηματικός χώρος της καρδίας είναι μικρός. Τα δεχόμεθα μόνον με θάμβος, με έκπληξιν, με θαυμασμόν, με αγάπην. Και μεγάλα πράγματα είναι όσα αναφέρονται εις τον Θεόν και προέρχονται από τον Θεόν. Τα θεία πράγματα έχουν διαστάσεις απείρους, όπως άπειρος είναι και ο δημιουργών αυτά Θεός. Όσον υψηλότερα ευρισκόμεθα, τόσον περισσότερον βλέπομεν και την απειρίαν των θείων πραγμάτων, τόσον περισσότερον και θαμβούμεθα και θαυμάζομεν και αγαπώμεν και μετουσιώνομεν τα βιώματά μας εις ύμνους και δοξολογίας προς τον Θεόν. Ο ύμνος είναι διέξοδος της κεκορεσμένης από αγάπην και θαυμασμόν ψυχής. Δια τούτο, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν μας, εκφράζομεν τας υψηλοτέρας εμπειρίας μας, δια συμβόλων και θείων ύμνων. Ο λόγος είναι ανίκανος να εκφράση την παφλάζουσαν φλόγα της εν αγίω Πνεύματι καιομένης καρδίας. Διο και αναζητεί εις τας πνευματικάς ωδάς την παρηγορίαν της δρόσου. Διότι αληθώς, η εν Κυρίω ερωτική καύσις της καρδίας, αποτελεί τυραννίδα γλυκυτάτην, αλλά τυραννίδα πάντως.
Ένα από αυτά τα μεγάλα γεγονότα, που εγνώρισεν η ανθρωπίνη ιστορία, είναι η «Κένωσις του Θεού Λόγου», η ενσάρκωσις του Υιού του Θεού, «γενομένου εκ γυναικός…». «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!». «Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον! Παρθένος τίκτει: και μήτρα ου φθείρεται, ο Λόγος σαρκούται και του Πατρός ου κεχώρισται!...». «Εάν επρόκειτο να εφεύρωμεν ημείς την αποκάλυψιν του Θεού, λέγει απολογητής τις, ουδέποτε θα καταντούσαμεν εις την αποκάλυψιν αυτήν, η οποία άρχεται μετά της γεννήσεως ενός παιδιού εις μίαν Φάτνην…». Εντεύθεν αρχίζει το παράδοξον εν τη ανθρωπίνη ιστορία προ του οποίου η σοφία του κόσμου σκανδαλίζεται, ενώ ημείς οι χάριτι πιστεύσαντες, εκχέομεν τας καρδίας μας εις αγγελικάς δοξολογίας. «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία»!

θ.μ.δ.

Είναι αναπόδραστη νομοτέλεια, η απο­στασία από την Ορθόδοξο Πίστι να ακολουθήται από εθνικές συμφορές.

Ο ιερός Γεννάδιος ο Σχολάριος, σοφός και άγιος Μοναχός, εμόνασε πλησίον της Κωνσταντινουπόλε­ως. Τις παραμονές της πτώσεως της Πόλεως διαβλέ­πει τα ερχόμενα δεινά. Καλεί σε μετάνοια για την α­ποσόβησί τους. Δεν ενδίδει στις πανταχόθεν πιέσεις (εκκλησιαστικών και πολιτικών) για  αναγνώρισι της ψευδοσυνόδου της Φλωρεντίας.
       Η  θεία Πρόνοια τον αναδεικνύει μετά την άλωσι πρώτο Πατριάρχη και Εθνάρχη.
       Η Πόλις εάλω. Αλλά η Ορθοδοξία εσώθη και  δια  της ομολογίας του ιερού Γενναδίου. Έτσι έχουμε ελπίδα σωτηρίας.
       Το κατωτέρω κείμενο-επιστολή απευθύνεται προς εκκλησιαστικά πρόσωπα. Απoτελεί μία ύστατη προ­σπάθεια να αποσοβηθή η υποταγή στις παπικές αξιώ­σεις για να σωθή η Πόλις. Έχουν προηγηθή πολλές ομιλίες προς τον λαό, πολλά διαβήματα προς τους πολιτικούς άρχοντας, εις ώτα όμως μη ακουό­ντων.
       Τον Νοέμβριο του 1452 γράφεται η επιστολή. Ένα μήνα αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου, συλλειτουρ­γούν δυστυχώς οι Ορθόδοξοι με τους Λατίνους στην Αγια-Σoφιά. Ο ιερός άνδρας, σε κείμενό του που μπορεί να τιτλοφορηθή Θρήνοι Γενναδίου, χαρακτη­ρίζει το γεγονός ως «των χριστιανικών συμφορών το κεφάλαιον».
       Η «ένωσις» δεν έσωσε την Πόλι. Δεν ήταν άλλω­στε δυνατόν. Είναι αναπόδραστη νομοτέλεια, η απο­στασία από την Ορθόδοξο Πίστι να ακολουθήται από εθνικές συμφορές.
     

  Άγιοι πατέρες, εγώ ήθελα να έλθω, όπως κάνω πάντοτε. Αλλά δεν γνωρίζω καλά σε τι αποβλέπει αυ­τή η συνάντησις. Μάθετε εσείς τον λόγο που σας προσκαλούν. Εάν μεν είναι παρών και ο καρδινάλιος και θέλει να ειπή κάτι, ή η σύσκεψις αυτή αφορά στο να έλθη άλλοτε και να ομιλήση ενώπιόν σας και ενώ­πιον πάντων και να απολογηθήτε σ' αυτόν εκκλησια­στικώς, τότε ας έλθουν κάποιοι απεσταλμένοι σας με ένα επιπλέον άλογο, με διαταγή βασιλική, και θα έλ­θω. Εσείς μη καταπιασθήτε να ακούσετε ή να ειπήτε κάτι χωρίς εμένα. Ό,τι γνωρίζω θα είναι στην διάθεσί σας.
       Εάν όμως η σύναξις αυτή γίνεται για να πάρουν την συγκατάθεσι των εκκλησιαστικών για την ένωσι που έκανε ήδη η πολιτεία -αλλοίμονο! αυτό θα είναι χωρισμός από τον Θεό-, τότε αφήστε με, μη με πειρά­ζετε. Την γνώμη μου γι' αυτό την γνωρίζει χίλιες φο­ρές και ο αυθέντης μας ο αυτοκράτωρ και οι σύμβουλοί του και εσείς όλοι. Επίσης προ ολίγων ημερών του έστειλα με τον τιμιώτατο ιερομόναχο κυρ Ιγνάτιο δώδεκα κεφάλαια (άρθρα-θέσεις) περί της υποθέσεως αυτής, τα οποία είδατε και εσείς. Εγώ ποτέ δεν θα πω κάτι άλλο, απ' αυτό που λέγω πάντοτε.
       Εκείνη την σύνοδο της Φλωρεντίας την έχω όπως την έχει και ο Θεός και η αλήθεια και όλοι οι χρι­στιανοί, τα γνήσια τέκνα της Ανατολικής Εκκλη­σίας. Για να το πω σαφέστερα, ακολουθώντας την γνώμη των αγίων Πατέρων και ταπεινά την συνείδησί μου: θεωρώ την σύνοδο αυτή ψευδοοικουμενική, όπως εκείνη επί Κωνσταντίνου, η οποία ανήρεσε όπως νόμιζε το ομοούσιον. Η γνώμη μου είναι η εξής: Ό­ποιος θα μνημονεύση τον Πάπα ή θα έχη κοινωνία με αυτούς που τον μνημονεύουν ή θα συμβουλεύση ή θα παραινέση κάποιον να μνημονεύση, θα τον θεωρήσω όπως ακριβώς και η αγία και μεγάλη σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία εξήτασε το λατινικό δόγμα και κατεδίκασε όσους το πίστεψαν, τον Βέκκο δηλαδή και τους ομόφρονάς του.
       Έπειτα δεν θεωρώ μικρό πράγμα το μνημόσυνο του Πάπα ή οποιουδήποτε επισκόπου. Άλλωστε η πνευματική κοινωνία των ομοδόξων και η τελεία υπο­ταγή προς τους γνησίους ποιμένας εκφράζεται με το μνημόσυνο. Οι σύνοδοι και οι άλλοι Πατέρες ορίζουν ότι: αυτών που αποστρεφόμεθα το φρόνημα πρέπει να αποφεύγωμε και την κοινωνία. και όλα τα σχετικά που γνωρίζετε ότι ορίζουν. Πάνω απ' όλα όμως ο Κύ­ριός μας λέγει: «Αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ' αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλο­τρίων την φωνήν» (Ιω. ι', 5).
       Μη γένοιτο να κάνω αιρετική την εκκλησία μου, την αγία μητέρα των Ορθοδόξων, δεχόμενος το μνη­μόσυνο του Πάπα, εφ' όσον ο Πάπας ομολογεί και πι­στεύει εκείνα, για τα οποία δεν τον δέχεται η Εκκλη­σία μας. Όποιος, λοιπόν, ομολογήσει ότι εκείνος (ο Πάπας) ορθοτομεί τώρα τον λόγο της αληθείας, ομο­λογεί ότι οι δικοί μας πρόγονοι είναι αιρετικοί.

Mας απομένει η ταπείνωση και ο κλαυθμός


Επειδή εμείς είμαστε πεσμένοι πολύ χαμηλά ή δεν έχουμε υψωθεί στα όρια της ευαγγελικής διδασκαλίας, ανυποψίαστοι για την ασύλληπτη συμφορά, καταπληττόμεθα ή και σκανδαλιζόμεθα από την υπόμνηση της αυθεντικής διδαχής του Κυρίου, που με συνέπεια εσάρκωσαν στον εαυτό τους οι Άγιοι του Θεού. Αν από ραθυμία δεν τους φθάνουμε, αντί να νοθεύουμε το λόγο του Θεού, μας απομένει η ταπείνωση και ο κλαυθμός, σαν έσχατο μέσο διασώσεώς μας από το ψέμα και την υποκρισία της ψυχής μας.