Βαρύτητα στην αλώβητη διαφύλαξη των δογμάτων

Θεολογία είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας περί της υγείας της πνευματικής, αλλά και περί του δρόμου που πρέπει να ακολουθήσουμε οι ασθενείς για να θεραπευθούμε. Γι΄ αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι δίνουμε μεγάλη βαρύτητα στην αλώβητη διαφύλαξη των δογμάτων, όχι μόνον γιατί φοβούμεθα τον κλονισμό μιας διδασκαλίας, αλλά γιατί χάνουμε την δυνατότητα της θεραπείας και επομένως της σωτηρίας.

Αυτή είναι η μοίρα των θνητών...

Αν υπάρχει κάτι στη ζωή μας που δεν τιθασσεύεται, αυτό είναι η αέναη κίνηση του χρόνου. Το σήμερα γίνεται χθες εν ριπή οφθαλμού, και το αύριο σήμερα και χθες. Κι εμείς παρασυρόμεθα προς το τέρμα της πορείας μας, εκόντες άκοντες, παρακολουθούντες τα γεγονότα που περνούν από μπροστά μας, χωρίς αναστρέψιμη ελπίδα. Αυτή είναι η μοίρα των θνητών. Κι αλλοίμονο σ' εκείνους που δεν έχουν ακόμη βρη την απάντηση στο πρόβλημα του θανάτου. Την απάντηση τη δίδει μόνο η χριστιανική πίστη.

ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Wealth and Poverty

A Recorded Homily by Fr. Theodoros Zisis  –
5th Sunday of Luke
“There was a certain rich man…and a poor man named Lazarus” (Luke 16:19-20)
Wealth and poverty are situations in life, situations of living which encompass many spiritual dimensions as well as many spiritual misconceptions.  
Inside the thoughts and subconscious of all of us certainly there's a desire to be rich, and we abhor the thought of poverty. Especially during this period of economicas we call itcrisis, we feel we have all become poorer and because of this impoverishment of ours, to a certain extent, for many of us this situation leads to melancholy, to disappointments, to agonies: “What will happen in the future?”, “How will we get by?”, “Why do these injustices happen?”, “Why does God allow some to become rich and, indeed, unfairly, not lawfully?” and “Why does God allow some to be poor and to suffer from poverty and difficulties in their life?”[


Η κατάσταση δεν αλλάζει μαγικά

ΚΑΘΕ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ συμβατική αφετηρία μιας νέας προσπάθειας. Κανείς ασφαλώς δεν θέλει να ζη σ' ένα κόσμο παρακμής, αντιφάσεων, αλληλοσυγκρουομένων συμφερόντων, αδικίας και αμοραλισμού. Η κατάσταση δεν αλλάζει μαγικά και μηχανικά. Χρειάζονται να πολλαπλασιασθούν οι άνθρωποι που κάνουν Αντίσταση. Που παραμένουν πιστοί στις Ορθόδοξες παραδόσεις μας, στις αξίες μας, στην ιστορία μας και στους αγώνες μας.

Να τα πούμε;;

Γιάννης ὁ Εὐλογημένος!

Φώτης Κόντογλου
O Ἅγιος Βασίλης, σὰν περάσανε τὰ Χριστούγεννα, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ γύρισε σ᾿ ὅλα τὰ χωριά, νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τόνε γιορτάσει μὲ καθαρὴ καρδιά. Πέρασε ἀπὸ λογιῶν-λογιῶν πολιτεῖες κι ἀπὸ κεφαλοχώρια, μὰ σ᾿ ὅποια πόρτα κι ἂν χτύπησε δὲν τ᾿ ἀνοίξανε, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ διακονιάρη. Κ᾿ ἔφευγε πικραμένος, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ἔνοιωθε τὸ πόσο θὰ πονοῦσε ἡ καρδιὰ κανενὸς φτωχοῦ ἀπὸ τὴν ἀπονιὰ ποὺ τοῦ δείξανε κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι.
Μιὰ μέρα ἔφευγε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄσπλαχνο χωριό, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, κ᾿ εἶδε τὰ κιβούρια πὼς ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες,καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα εἴτανε σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια. Σὰν ἅγιος ποὺ εἴτανε ἄκουσε πὼς μιλούσανε οἱ πεθαμένοι καὶ λέγανε: «Τὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε στὸν ἀπάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι ἀφήσαμε πίσω μας παιδιὰ κ᾿ ἐγγόνια νὰ μᾶς ἀνάβουνε κανένα κερί, νὰ μᾶς καίγουνε λίγο λιβάνι μὰ δὲν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπᾶ στὸ κεφάλι μας νὰ μᾶς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρὰ σὰν νὰ μὴν ἀφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ εἶπε: «Τοῦτοι οἱ χωριάτες οὔτε σὲ ζωντανὸ δὲ δίνουνε βοήθεια, οὔτε σὲ πεθαμένον», καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, καὶ περπατοῦσε ὁλομόναχος μέσα στὰ παγωμένα χιόνια.
Παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἔφταξε σὲ κάτι χωριὰ ποὺ εἴτανε τὰ πιὸ φτωχὰ ἀνάμεσα στὰ φτωχοχώρια, στὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Ὁ παγωμένος ἀγέρας βογκοῦσε ἀνάμεσα στὰ χαμόδεντρα καὶ στὰ βράχια, ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εἶδε μπροστά του μιὰ ραχούλα, κι ἀπὸ κάτω της εἴτανε μιὰ στρούγκα τρυπωμένη. Ὁ ἅγιος Βασίλης μπῆκε στὴ στάνη καὶ χτύπησε μὲ τὸ ραβδί του τὴν πόρτα τῆς καλύβας καὶ φώναξε: «Ἐλεῆστε με, τὸν φτωχό, γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν ἀποθαμένων σας κι ὁ Χριστός μας διακόνεψε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!». Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ χυθήκανε ἀπάνω του, μὰ σὰν πήγανε κοντά του καὶ τὸν μυριστήκανε, πιάσανε καὶ κουνούσανε τὶς οὐρές τους καὶ πλαγιάζανε στὰ ποδάρια του καὶ γρούζανε παρακαλεστικὰ καὶ χαρούμενα. Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ βγῆκε ἕνας τσοπάνης, ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν παλληκάρι, μὲ μαῦρα στριφτὰ γένεια, ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἄνθρωπος ἀθῶος κι ἀπελέκητος, προβατάνθρωπος, καὶ πρὶν νὰ καλοϊδεῖ ποιὸς χτύπησε, εἶπε: «Ἔλα, ἔλα μέσα. Καλὴ μέρα, καλὴ χρονιά!».
Μέσα στὸ καλύβι ἔφεγγε ἕνα λυχνάρι, κρεμασμένο ἀπὸ πάνω ἀπὸ μία κούνια, ποὺ εἴτανε δεμένη σὲ δυὸ παλούκια. Δίπλα στὸ τζάκι εἴτανε τὰ στρωσίδια τους καὶ κοιμότανε ἡ γυναίκα τοῦ Γιάννη. αὐτός, σὰν ἐμπῆκε μέσα ὁ ἅγιος Βασίλης, κ᾿ εἶδε πὼς εἴτανε γέρος σεβάσμιος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνεσπάσθηκε κ᾿ εἶπε: «Νά ῾χω τὴν εὐχή σου, γέροντα», καὶ τό ῾λεγε σὰν νὰ τὸν γνώριζε κι ἀπὸ πρωτύτερα, σὰ νά ῾τανε πατέρας του. Καὶ κεῖνος τοῦ εἶπε: «Βλογημένος νά ῾σαι, ἐσὺ κι ὅλο τὸ σπιτικό σου, καὶ τὰ πρόβατά σου ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νά ῾ναι ἀπάνω σας!». Σηκώθηκε κ᾿ ἡ γυναίκα καὶ πῆγε καὶ προσκύνησε καὶ κείνη τὸν γέροντα καὶ φίλησε τὸ χέρι του καὶ τὴ βλόγησε. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἴτανε σὰν καλόγερος ζητιάνος, μὲ μιὰ σκούφια παλιὰ στὸ κεφάλί του, καὶ τὰ ράσα του εἴτανε τριμμένα καὶ μπαλωμένα καὶ τὰ τσαρούχια του τρύπια, κ᾿ εἶχε κ᾿ ἕνα παλιοτάγαρο ἀδειανό. Ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι. Καὶ παρευθύς, φεγγοβόλησε τὸ καλύβι καὶ φάνηκε σὰν παλάτι. Καὶ φανήκανε τὰ δοκάρια, σὰ νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ᾿ οἱ πητιὲς ποὺ εἴτανε κρεμασμένες φανήκανε σὰν καντήλια, κ᾿ οἱ καρδάρες καὶ τὰ τυροβόλια καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, γινήκανε σὰν ἀσημένια, καὶ σὰν πλουμισμένα μὲ διαμαντόπετρες φανήκανε, καὶ τ᾿ ἄλλα, τὰ φτωχὰ τὰ πράγματα πού ῾χε μέσα στὸ καλύβι του ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὸ τζάκι τρίζανε καὶ λαλούσανε σὰν τὰ πουλιὰ ποὺ λαλοῦνε στὸν παράδεισο, καὶ βγάζανε κάποια εὐωδιὰ πάντερπνη. Τὸν ἅγιο Βασίλη τὸν βάλανε κ᾿ ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιὰ κ᾿ ἡ γυναίκα τοῦ ῾θεσε μαξιλάρια νὰ ἀκουμπήσει. Κι ὁ γέροντας ξεπέρασε τὸ ταγάρι του ἀπὸ τὸ λαιμό του καὶ τό ῾βαλε κοντά του, κ᾿ ἔβγαλε καὶ τὸ παλιόρασό του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του.
Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε κι ἄρμεξε τὰ πρόβατα μαζὶ μὲ τὸν παραγυιό του, κ᾿ ἔβαλε μέσα στὴν κοφινέδα τὰ νιογέννητα τ᾿ ἀρνιά, κι ὕστερα χώρισε τὶς ἑτοιμόγεννες προβατίνες καὶ τὶς κράτησε στὸ μαντρί, κι ὁ παραγυιὸς τά ῾βγαλε τ᾿ ἄλλα στὴ βοσκή. Λιγοστὰ εἴτανε τὰ ζωντανά του, φτωχὸς εἴτανε ὁ Γιάννης, μὰ εἴτανε Βλογημένος. Κ᾿ εἶχε μία χαρὰ μεγάλη, σὲ κάθε ὥρα, μέρα καὶ νύχτα, γιατὶ εἴτανε καλὸς ἄνθρωπος κ᾿ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα, κι ὅποιος λάχαινε νὰ περάσει ἀπὸ τὴν καλύβα τους, σὰν νά ῾τανε ἀδελφός τους, τὸν περιποιόντανε. Γιὰ τοῦτο κι ὁ ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ σπίτι τους, καὶ κάθησε μέσα, σὰ νά ῾τανε δικό του σπίτι, καὶ βλογηθήκανε τὰ θεμέλιά του. Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς Οἰκουμένης, οἱ ἀρχόντοι, οἱ δεσποτάδες κ᾿ οἱ ἐπίσημοι ἀνθρῶποι μὰ ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν, παρὰ πῆγε καὶ κόνεψε στὸ καλύβι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
Τὸ λοιπόν, σὰν σκαρίσανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸν ἅγιο: «Γέροντα, ἔχω χαρὰ μεγάλη. Θέλω νὰ μᾶς διαβάσεις τὰ γράμματα τ᾿ Ἅη-Βασίλη. Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἀγράμματος, μὰ ἀγαπῶ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας. Ἔχω καὶ μία φυλλάδα ἀπὸ ἕναν γούμενο ἁγιονορίτη, κι ὅποτε τύχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τὸν βάζω καὶ μοῦ διαβάζει ἀπὸ μέσα τὴν φυλλάδα, γιατὶ δὲν ἔχουμε κοντά μας ἐκκλησία».
Ἔπιασε καὶ θαμπόφεγγε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς. Ὁ ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε καὶ στάθηκε κατὰ τὴν ἀνατολὴ κ᾿ ἔκανε τὸ σταυρό του, ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε μία φυλλάδα ἀπὸ τὸ ταγάρι του, κ᾿ εἶπε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε,νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του, κ᾿ ἡ γυναίκα βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε καὶ κείνη καὶ στάθηκε κοντά του, μὲ σταυρωμένα χέρια. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», δίχως νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τὸ ἀπολυτίκιο ποὺ λέγει «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἡ φωνή του εἴτανε γλυκειὰ καὶ ταπεινή, κι ὁ Γιάννης κ᾿ ἡ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ἂς μὴν καταλαβαίνανε τὰ γράμματα. Κ᾿ εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλης ὅλον τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν Κανόνα τῆς Ἑορτῆς: «Δεῦτε λαοὶ ἄσωμεν ἄσμα Χριστῷ τῷ Θεῷ, χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του τὸν Κανόνα, ποὺ λέγει «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κ᾿ ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κ᾿ ἔκανε ἀπόλυση καὶ τοὺς βλόγησε.
Καὶ σὰν καθήσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε κι ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπητα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπητα, κ᾿ εἶπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κ᾿ ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κ᾿ εἶπε «τοῦ Χριστοῦ» κ᾿ ὕστερα εἶπε «τῆς Παναγίας», κ᾿ ὕστερα εἶπε «τοῦ νοικοκύρη Γιάννη τοῦ Βλογημένου». Τοῦ λέγει ὁ Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τὸν ἅη- Βασίλη!». Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ναί, καλά! κ᾿ ὕστερα λέγει: «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου». Κ᾿ ὕστερα λέγει πάλι: «Τοῦ νοικοκύρη, «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ παιδιοῦ», «τοῦ παραγυιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν». Τότε λέγει στὸν ἅγιο ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιωσύνη σου; Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ἔκοψα, Βλογημένε!» μά, ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ μακάριος. Κ᾿ ὕστερα, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Βασίλειος κ᾿ εἶπε τὴν εὐχή του «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου».
Κ᾿ εἶπε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε σὰν ἀπόψε ὁ ἅγιος Βασίλης; οἱ ἀρχόντοι κ᾿ οἱ βασιληάδες τί ἁμαρτίες νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ εἶπε πάλι τὴν εὐχή, ἀλλοιώτικα: «Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην του εἰσέλθῃς. Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπίοις ἀποκαλύπτεται». Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ μακάριος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος...

ΟΙ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΝΑΥΑΓΟΙ…

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση

ΥΠΑΡΧΟΥΝ μερικοί χριστιανοί, πού ἀρνοῦνται νά συμβιβα-
στοῦν μέ τόν κόσμο καί ἀγωνίζονται γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ στή ζωή τους. Δέν ἀνήκουν στούς κατ᾽ ὄνομα μόνο χριστιανούς. Ἡ εὐαισθησία τους ἀπέναντι στό θεῖο θέλημα εἶναι μεγάλη καί συχνά ἀντιμετωπίζουν ποικίλα προβλήματα, καθώς καί αὐτοί ζοῦν μέσα στή σύγχρονη κοινωνία, πού μόνο χριστιανική δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ. Στίς δύσκολες αὐτές ὧρες ἀναζητοῦν κάποιον κληρικό, γιά νά τόν συμβουλευτοῦν, ἀλλά καί γιά νά τόν ἔχουν οὐσιαστικό βοηθό στίς δύσκολες καταστάσεις, πού ἀντιμετωπίζουν. Δυστυχῶς, τίς περισσότερες φορές δέν τόν βρίσκουν, μέ ἀποτέλεσμα νά μειώνεται ὁ ἱερός τους ζῆλος καί νά μπαίνουν καί αὐτοί στή νοοτροπία τοῦ κόσμου. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν κληρικῶν μένει ἀδιάφορη. Ὄχι μόνο δέν μπορεῖ νά βοηθήσει τούς πιστούς, ἀλλά χρειάζεται ἐκείνη τή βοήθειά τους! Νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο πρόβλημα, πού πρέπει νά ἀντιμετωπίσει ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ὁ κάθε Μητροπολίτης ξεχωριστά. Πρέπει νά φτάσουμε κάποτε στό σημεῖο νά εἶναι οἱ κληρικοί ὄντως
πνευματικοί πατέρες, οἱ ὁποῖοι θά εἶναι κοντά στόν πιστό λαό καί θά μποροῦν νά βοηθοῦν, ὅταν οἱ ἀνάγκες τό ἀπαιτοῦν. Ἐδῶ πρέπει νά σημειώσω ὅτι ἡ πνευματική ἀναβάθμιση τῶν κληρικῶν δέν εἶναι εὔκολο ἔργο. Δέν ἐπιτυγχάνεται μέ μιά ἐγκύκλιο ἤ μέ ἕνα ἱερατικό συνέδριο. Χρειάζεται ἀδιάκοπη προσπάθεια ἐκ μέρους τῶν Μητροπολιτῶν καί τῶν στενῶν τους συνεργατῶν.
Εἶναι δέ βέβαιο ὅτι μερικοί θά παραμείνουν ἴδιοι, ἐνδεχομένως νά γίνουν καί χειρότεροι καί αὐτό ἔχει ἄμεση σχέση μέ τόν ἐπιπόλαιο καί ἀβασάνιστο τρόπο, πού χειροτονήθηκαν. Αὐτοί ἦταν ἀνάξιοι νά χειροτονηθοῦν καί ὅμως βρέθηκαν Μητροπολίτες, πού ἀγνόησαν τά κωλύματα ἱερωσύνης, πού εἶχαν, καί τούς ἀνέδειξαν ἱερεῖς, μέ ἀποτέλεσμα τόν διαρκή σκανδαλισμό τῶν χριστιανῶν, πού ὑποτίθεται ὅτι ποιμαίνουν. Αὐτό πού περιγράφω ἐδῶ δέν ἀποτελεῖ σπάνια περίπτωση. Δυστυχῶς, εἶναι πολλοί οἱ ἀνάξιοι κληρικοί. Τά Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποκαλυπτικά. Σέ μερικές Μητροπόλεις, ὅπου ὑπάρχουν διακόσιες ὀργανικές θέσεις, δέν ὑπάρχουν ἐφημεριακά κενά. Θά ἔλεγα ὅτι ἐκεῖ περισσεύουν οἱ ἱερεῖς. Τί συμβαίνει; Ὑπάρχει ἄραγε τόσος ἱερός ζῆλος γιά τήν ἱερωσύνη;
Ὑπάρχουν τόσοι ὑποψήφιοι, τήν ὥρα πού ἡ κοινωνία μας ἔχει διαβρωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ ἔχουν ἀραιώσει, πού νά μή μπορεῖς νά τούς συναντήσεις; Ὄχι! Ἁπλῶς οἱ Μητροπολίτες αὐτοί χειροτονοῦν ἀνεξέταστα καί δίνουν ψωμί στούς ναυαγούς τοῦ βίου, χωρίς νά σκέφτονται τί θά γίνει μετά. Καί αὐτό εἶναι ἐγκληματικό.

Το πα­πι­κό Πρω­τεί­ο

Το πα­πι­κό Πρω­τεί­ο δεν έ­χει θε­ο­λο­γι­κή βά­ση ού­τε α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή και εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή νο­μι­μο­ποί­η­ση. Στη­ρί­ζε­ται σα­φώς σε κο­σμι­κού χα­ρα­κτή­ρα νο­ο­τρο­πί­α ε­ξου­σί­ας-δι­α­κο­νί­ας. Α­να­τρέ­πει την α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή δο­μή του μυ­στη­ρια­κού σώ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας, σχε­τι­κο­ποι­εί και πρα­κτι­κώς κα­ταρ­γεί τη Συ­νο­δι­κό­τη­τα ως α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α του σώ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας και ει­σά­γει το κο­σμι­κό φρό­νη­μα σ’ αυ­τήν, α­κυ­ρώ­νει την ι­σο­τι­μί­α των ε­πι­σκό­πων και ι­δι­ο­ποι­εί­ται την α­πό­λυ­τη δι­οι­κη­τι­κή ε­ξου­σί­α ε­φ’ ό­λης της Εκ­κλη­σί­ας, πα­ρα­με­ρί­ζον­τας ου­σι­α­στι­κά τον Θε­άν­θρω­πο και το­πο­θε­τών­τας ως ο­ρα­τή κε­φα­λή έ­ναν άν­θρω­πο, και με τον τρό­πο αυ­τό ε­πα­να­λαμ­βά­νει θε­σμι­κά πλέ­ον το προ­πα­το­ρι­κό α­μάρ­τη­μα. Και, ό­πως με το F­i­l­i­o­q­ue κα­τα­λύ­θη­κε στη Δύ­ση θε­σμι­κά η ι­σο­τι­μί­α των προ­σώ­πων της Α­γί­ας Τριά­δος και ει­δι­κό­τε­ρα του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, το ο­ποί­ο κα­τά τον Ά­γιο Γρη­γό­ριο Πα­λα­μά υ­πο­βι­βά­στη­κε στην ον­το­λο­γι­κή κα­τη­γο­ρί­α των κτι­σμά­των, έ­τσι και με το πα­πι­κό Πρω­τεί­ο, θε­σμι­κά, ε­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται η α­που­σί­α της χα­ρι­σμα­τι­κής πα­ρου­σί­ας του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος στο εκ­κλη­σι­α­στι­κό σώ­μα, το ο­ποί­ο ου­σι­α­στι­κά με­ταλ­λάσ­σε­ται α­πό θε­αν­θρω­πο­κεν­τρι­κό σε αν­θρω­πο­κεν­τρι­κό. Τέ­λος, η θε­ρα­πεί­α της πα­ρα­πά­νω εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κής ε­κτρο­πής των Πα­πι­κών μπο­ρεί να α­να­ζη­τη­θεί μό­νον στην εν τα­πει­νώ­σει ε­πι­στρο­φή τους στην πα­ρα­δο­σια­κή Εκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α της Ορ­θό­δο­ξης Α­να­το­λής.

Επέλεξαν την συνοδοιπορία τους με την πατριαρχική οικουμενιστική λογική!

Του έκαναν υποδοχή,-- και οι 19 Ηγούμενοι και συλλειτούργησαν για τα 20 χρόνια,-- του ολετήρα της Ορθοδοξίας!


Το Περιβόλι της Παναγίας
αποσαθρωμένο οπωροφυλάκιο Ορθοδοξίας
Του κυρίου Ιωάννου Κορναράκη, Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής

«Ο Θεός ήλθοσαν έθνη εις την κληρονομίαν σου, εμίαναν τον ναόν τον άγιόν σου, έθεντο Ιερουσαλήμ ως οπωροφυλάκιον» (Ψαλμ. 78, 1)

Η επέλαση της παπικής αιρέσεως, τον Νοέμβριο του 2006, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετέβαλε το Άγιο Όρος ή μάλλον την πνευματική του ηγεσία, τους ηγουμένους των είκοσι Ι. Μονών του, σε εγκαταλελειμμένο και έρημο οπωροφυλάκιο Ορθοδοξίας!
Ο λαός του Θεού, το πλήρωμα της Εκκλησίας, ανέμενε την άμεση, δυναμική παρέμβαση του Αγίου Όρους στα διαδραματισθέντα στο Φανάρι, με την επίσκεψη-συλλειτουργία του Πάπα, ως αυτονόητη παρουσία ορθόδοξης αντιδράσεως και μαρτυρίας, όπως ακριβώς συνέβη στο παρελθόν επί Πατριάρχου Αθηναγόρα, με την άρση των αναθεμάτων, όταν σύσσωμο το Άγιο Όρος, η πνευματική του ηγεσία, διέκοψε τη μνημόνευση του ονόματός του!
Αλλά η πνευματική ηγεσία του Αγίου Όρους των ημερών μας, δεν έπραξε το ίδιο!
Δεν διετράνωσε μαχητικά την ορθόδοξη μαρτυρία με το γνωστό κύρος του αγιορείτικου λόγου, ως διορθωτική παρέμβαση στις αυθαίρετες και κραυγαλέες πατριαρχικές παραβιάσεις των ι. Κανόνων της Εκκλησίας.
Αντίθετα επιβράβευσε τις πατριαρχικές αυτές αντορθόδοξες ενέργειες με τη διακήρυξη της ευλαβείας της στο πρόσωπο του κ. Βαρθολομαίου!
Έτσι οι φύλακες της Ορθόδοξης Παράδοσεως, οι πυλωροί της προστασίας και διασφαλίσεως του κύρους των Ι. Κανόνων της Εκκλησίας, εγκατέλειψαν τη θέση τους!
Αρνήθηκαν τον εαυτό τους.
Άφησαν ξέφραγο και απροστάτευτο τον αμπελώνα του Κυρίου και συσχηματίσθηκαν με τον νυν αιώνα του οικουμενισμού, του κακόδοξου χριστιανικού συγκρητισμού.
Ευθυγραμμίσθηκαν με τους νεοεποχίτικους νόες κληρικών και λαϊκών θεολόγων, αρνητών της αληθείας της Μίας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας των ι. Αποστολικών και Συνοδικών Κανόνων, της Πατερικής Παραδόσεως!
Η στάση αυτή της πνευματικής ηγεσίας του Αγίου Όρους αποστερεί σήμερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία το φρουρό και φύλακα των παραδεδομένων αληθειών της πίστεως και της διδασκαλίας της.
Σήμερα έπαυσε να είναι το Άγιο Όρος εγγύηση και στήριξη Ορθοδοξίας, έπαλξη παρατάξεως μαρτύρων και ομολογητών Ορθοδοξίας.
Σήμερα το Άγιο Όρος, μοιάζει με αποσαθρωμένο από τον οικουμενισμό και την αίρεση οπωροφυλάκιο, μνημείο πλέον αγιορειτικής εγκαταλείψεως του περιβολιού της Παναγίας!
Το θλιβερό αυτό γεγονός συμβαίνει σήμερα, σε ώρα και στιγμή προχωρημένης αποδυναμώσεως της Ορθοδοξίας από ζωτικές και άγρυπνες δυνάμεις μαρτυρίας και ομολογίας, δεδομένου ότι, σήμερα, επίσκοποι και αρχιεπίσκοποι και
Πατριάρχες αλλά και κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι, μεταποιούμενοι αλαζονικώς σε τάξη εκκλησιαστικής οικουμενικής συνόδου, αποφθέγγονται άρρητα ρήματα κακοδοξίας, «επ’ αγαθώ» της Ορθοδοξίας!
Αιρετικές χριστιανικές κοινότητες αναγνωρίζονται σήμερα ως εκκλησίες, συλλειτουργίες με τους πάσης φύσεως αιρετικούς και συμπροσευχές βαπτίζονται ως αγαπητικές σχέσεις και κάθε ορθόδοξη αλήθεια παραπέμπεται στον κάλαθο του οικουμενισμού, για επανερμηνεία με τα νέα δεδομένα της μετανεωτερικότητας, η οποία απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό των πάντων στη θεολογία και γενικώς στη ζωή της Εκκλησίας!
Σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα της οικουμενιστικής λαίλαπας, δεν έστερξαν οι αγιορείτες ηγούμενοι να αναδειχθούν· «θεία παρεμβολή και θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου»!
Παραδόθηκαν στη δειλία και το φόβο της μαρτυρίας, με το…αιρετικό πρόσχημα της ευλαβούς υπακοής στο πρόσωπο του Πατριάρχου!
Έτσι μετέτρεψαν την πνευματική τους ηγεσία σε αποσαθρωμένο οπωροφυλάκιο του περιβολιού της Παναγίας!
Γύρισαν την πλάτη τους στη σκέπη και προστασία της Οικοδέσποινας Γερόντισσας του Αγίου Όρους.
Έκαναν την επιλογή τους!
Επέλεξαν την συνοδοιπορία τους με την πατριαρχική οικουμενιστική λογική!

Oι «Ηρωδιάδες» της Αγιομάννας Ελλάδας

Βρεφομαχεί, νηπιομαχεί, παιδοσφάζει ο Ηρώδης, μεθυσμένος απ’ την μανία του να σκοτώση το «παιδίον νέον», τον Ιησούν!
Ανεξίτηλη η ντροπή του. Άνανδρη η ενέργειά του! Θύμα του το παιδί!
Στα ίχνη του παιδοκτόνου Ηρώδη, οι …. «Ηρωδιάδες» όλων των εποχών. Γυναίκες του Λαού, ή Αρχόντισσες, παντρεμένες ή ανύπαντρες σκοτώνουν με εμβρυοκτόνα βότανα, ή με άλλους τρόπους, το πρωτοσχημάτιστο παιδικό πλάσμα, που «τόλμησε» να παρουσιαστή μέσα τους, σαν φυσική συνέπεια μιας νόμιμης ή λαθραίας σαρκικής ηδονής! Θύμα, κι εδώ, το παιδί! Και ποιος να το φανταζότανε πως οι «Ηρωδιάδες» αυτές θα συγκροτούσανε στην Αγιομάννα Ελλάδα συμμορίες παιδοφθόρες, που, κάτω από έναν απατηλό φεμινισμό, θα κηρύσσανε εξοντωτική σφαγή κατά των αγέννητων νηπίων της Ελλάδος;

Ιανουάριος 1970---Δεκέμβριος 2010
14 860 000, ναι σωστά διαβάσατε, δεκατέσσερα  εκατομμύρια oκτακόσιες εξήντα χιλιάδες ελληνόπουλα κατακρεουργήθηκαν από τις «Ηρωδιάδες» Eλληνίδες δια των αμβλώσεων!!!

"και έκραξαν φωνή μεγάλη:  έως πότε, ο δεσπότης ο άγιος και ο αληθινός, ου κρίνεις και εκδικείς το αίμα ημών εκ των κατοικούντων επί της Ελληνίδος γης;"

Ο «Πύρινος Ποταμός»

18

Αν τώρα κάποιος μπερδεύεται και δεν μπορεί να καταλάβει πώς είναι δυνατό η αγάπη του Θεού να καταστήσει κάποιον αξιοθρήνητα δυστυχισμένο και πονεμένο, ακόμα και καιόμενο, σαν μέσα σε φλόγες, άς αναλογιστεί το μεγαλύτερο αδελφό του ασώτου υιού. Δεν ήταν μέσα στό κτήμα του πατέρα του; Ο ίδιος ο πατέρας του δε βγήκε να τον παρακαλέσει και να τον ικετεύσει να έρθει και να λάβει μέρος στη χαρούμενη γιορτή; Τι τον έκανε δυστυχισμένο και τον έκαιγε με εσωτερική πικρία και μίσος; Ποιος του αρνήθηκε τίποτα; Γιατί δε χάρηκε με την επιστροφή του αδελφού του; Γιατί δεν είχε αγάπη είτε πρός τον πατέρα του είτε πρός τον αδελφό του; Δεν ήταν από την κακή εσωτερική του διάθεση; Δεν παράμεινε στην κόλαση από αυτή την αιτία; Και τι ήταν αυτή η κόλαση; Ήταν κάποιος ξεχωριστός τόπος; Υπήρχαν όργανα βασανισμού; Δε συνέχισε να ζεί στό σπίτι του πατέρα του; Τι τον ξεχώρισε από όλους τους χαρούμενους ανθρώπους του σπιτιού, εκτός απ
ʼ το μίσος του και την πικρία του; Μήπως ο πατέρας του ή ακόμα και ο αδελφός του σταμάτησαν να τον αγαπούν; Δεν ήταν αυτή ακριβώς η αγάπη που σκλήραινε όλο και περισσότερο την καρδιά του; Δεν ήταν η χαρά που τον έκανε λυπημένο; Δεν έκαιγε το μίσος την καρδιά του, μίσος γιά τον πατέρα του και τον αδελφό του, μίσος γιά την αγάπη του πατέρα του πρός τον αδελφό του και γιά την αγάπη του αδελφού του πρός τον πατέρα του;
***
Αυτή είναι κόλαση, η άρνηση της αγάπης. Η ανταπόδοση μίσους στην αγάπη. Πικρία στη θέα μιας αθώας χαράς. Το να περιβάλεσαι από αγάπη και να έχεις στην καρδιά σου μίσος. Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία ζούν αιώνια όλοι οι καταδικασμένοι. Όλοι τους αγαπιούνται τρυφερά. Όλοι τους είναι προσκαλεσμένοι στη χαρούμενη γιορτή. Όλοι τους ζούν στη Βασιλεία του Θεού, στην Καινή Γή και στους Καινούς Ουρανούς. Κανένας δεν τους διώχνει. Ακόμα και αν ήθελαν νʼ απομακρυνθούν δε θά μπορούσαν να δραπετεύσουν από τη Νέα Κτίση του Θεού, ούτε να κρυφτούν από την τρυφερή αγάπη της πανταχού παρουσίας του Θεού. Η μόνη τους εναλλακτική λύση ίσως θά ήταν νʼ απομακρυνθούν από τους αδελφούς τους και νʼ αναζητήσουν μια πικρή μοναξιά, αλλά δε θά μπορούσαν να ξεφύγουν από το Θεό και την αγάπη Του. Κι αυτό που είναι το πιο τρομερό είναι ότι σʼ αυτή την αιώνια ζωή, σʼ αυτή τη Νέα Κτίση, ο Θεός είναι το πάν γιά τα πλάσματά Του. Όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, “σʼ αυτή τη ζωή τα πράγματα με τα οποία έχουμε σχέση είναι πολυάριθμα^ γιά παράδειγμα: χρόνος, αέρας, τόπος, τροφή και νερό, ενδυμασία, ηλιακό φώς, τεχνητό φώς και άλλες ανάγκες της ζωής, κανένα από τα οποία, όσα και νάναι, δεν είναι Θεός. Η ευλογημένη εκείνη κατάσταση στην οποία ελπίζουμε δεν έχει ανάγκη κανένα από αυτά τα πράγματα, αλλά ο Θεός θά είναι όλα και αντί γιά όλα σε μας, μοιράζοντας τον εαυτό Του κατʼ αναλογία σε κάθε ανάγκη αυτής της ύπαρξης. Είναι επίσης σαφές από την Αγία Γραφή ότι ο Θεός, σʼ αυτούς που το αξίζουν, γίνεται τόπος και οικία και ένδυμα και τροφή και πιοτό και φώς και πλούτος και βασιλεία και οτιδήποτε περνάει από τη σκέψη που μπορεί να κάνει τη ζωή μας χαρούμενη”.
Στη νέα αιώνια ζωή ο Θεός θά είναι το πάν γιά τα πλάσματά Του, όχι μόνο στους καλούς αλλά και στους κακούς, όχι μόνο σʼ αυτούς που τον αγαπούν αλλά και σε κείνους που τον μισούν. Πώς όμως, εκείνοι που τον μισούν, θά υποφέρουν να δέχονται τα πάντα από τα χέρια Εκείνου που απεχθάνονται; ʽΩ, τι αιώνιο βάσανο είναι αυτό, τι αιώνια φωτιά, τι τρυγμός των οδόντων!
“Πορεύεσθε απʼ εμού οι κατηραμένοι” στην αιώνια εσωτερική φωτιά του μίσους, είπε ο Κύριος, γιατί διψούσα γιά την αγάπη σας και δε μου τη δώσατε, πεινούσα γιά την ευτυχία σας και δε μου την προσφέρατε, φυλακίστηκα στην ανθρώπινη φύση μου και δε με επισκεφθήκατε στην Εκκλησία μου. Είστε ελεύθεροι να πάτε όπου επιθυμεί η κακή σας προαίρεση, μακριά από μένα, στό βασανιστικό μίσος της καρδιάς σας, που είναι ξένο στη δική μου καρδιά, που αγαπάει και δε γνωρίζει μίσος γιά κανένα. Πορεύεσθε ελεύθερα από την αγάπη, στην αιώνια κόλαση του μίσους, άγνωστη και ξένη σε μένα και σε κείνους που είναι μαζί μου, προετοιμασμένη από την ελευθερία γιά το διάβολο, από την ημέρα που δημιούργησα τα ελεύθερα, λογικά πλάσματά μου. Αλλά οπουδήποτε και αν πάτε, στό σκοτάδι των γεμάτων μίσος καρδιών σας, η αγάπη μου θά σάς ακολουθεί σαν πύρινος ποταμός, γιατί ό,τι και αν έχει εκλέξει η καρδιά σας, είστε και θά συνεχίσετε αιώνια να είστε παιδιά μου.

Αμήν

Τα... "ΛΟΚ της Ορθοδοξίας" και οι λαλίστατοι Μητροπολίτες κοινωνούν και τον μνημονεύουν!....

Θλίβεται κανείς και σπαράσσει μέχρι βαθέων, αναλογιζόμενος και μόνο την πατριαρχική ρήση, που θεωρεί τους Αγίους Πατέρες, οι οποίοι αγωνίσθηκαν εναντίον του Πάπα ως θύματα του Διαβόλου και αξίους της συγχωρήσεως και του ελέους του Θεού .

Αν
όμως, ο Μέγας Φώτιος, ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης και πλείστοι άλλοι πολέμιοι των αιρέσεων του Παπισμού, είναι όργανα και θύματα του Διαβόλου, πρέπει να τους διαγράψουμε από τις δέλτους των Αγίων, να καταργήσουμε τις εορτές και τις ακολουθίες, και αντί να επικαλούμεθα τις πρεσβείες και την βοήθειά τους, να τους κάνουμε μνημόσυνα και τρισάγια, για να τους συγχωρήσει ο Θεός!

Ο «Πύρινος Ποταμός»

17

Νομίζω ότι μέχρι τώρα φτάσαμε στό σημείο να κατανοήσουμε ακριβώς τι είναι αιώνια κόλαση και τι αιώνιος παράδεισος και ποιος είναι πραγματικά υπεύθυνος γι
ʼ αυτή τη διαφορά.


Στην εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας βλέπουμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό καθήμενο επί θρόνου. Στα δεξιά του βλέπουμε τους φίλους του, τους ευλογημένους άνδρες και γυναίκες που έζησαν με την αγάπη Του. Αριστερά Του βλέπουμε τους εχθρούς Του, όλους αυτούς που τον μισούσαν στη ζωή τους, ακόμα και αν εμφανίζονταν ευλαβείς και θεοσεβείς. Κι εκεί, στη μέση αυτών των δύο, βλέπουμε έναν πύρινο ποταμό να πηγάζει από το θρόνο του Χριστού και να έρχεται πρός εμάς. Τι είναι αυτός ο πύρινος ποταμός; Είναι όργανο βασανισμού; Είναι μια ενέργεια εκδίκησης που έρχεται από το Θεό γιά να εξαφανίσει τους εχθρούς του;

Όχι, τίποτα απ
ʼ όλα αυτά. Ο πύρινος αυτός
ποταμός είναι εκείνος ο αρχαίος που “εκπορεύεται εξ Εδέμ ποτίζειν τον παράδεισον” (Γεν. β΄ 10). Είναι ο ποταμός της χάρης του Θεού που πότιζε τους αγίους του Θεού από την αρχή. Με μια λέξη, είναι το ξεχείλισμα της αγάπης του Θεού γιά τα πλάσματά Του. Η αγάπη είναι φωτιά. Όποιος αγαπάει το γνωρίζει αυτό. Ο Θεός είναι Αγάπη. Επομένως, ο Θεός είναι Φωτιά. Και η φωτιά καταναλώνει όλους εκείνους που δεν είναι οι ίδιοι φωτιά και κάνει λαμπερούς και φωτεινούς όλους εκείνους που είναι οι ίδιοι φωτιά (παράβ. Εβρ. ιβ΄ 29).

Πολλές φορές ο Θεός εμφανίστηκε σαν φωτιά: στον Αβραάμ, στό Μωυσή στη φλεγόμενη βάτο, στό λαό του Ισραήλ, δείχνοντάς τους στην έρημο το δρόμο, σαν μια πύρινη στήλη τη νύχτα και σαν φωτεινή νεφέλη την ημέρα, όταν κάλυπτε τη σκηνή του μαρτυρίου με τη δόξα Του (Έξοδος, μ΄ 28,32), και όταν έβρεχε φωτιά στην κορυφή του όρους Σινά. Ο Θεός αποκαλύφθηκε σαν φωτιά στό όρος της Μεταμορφώσεως και είπε ότι ήρθε “βαλείν πύρ επί την γήν” (Λουκ. ιβ΄ 49), δηλαδή αγάπη, γιατί όπως λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος “η αγάπη είναι πηγή πυρός” (ομιλία λ΄ 18).

Ο Έλληνας συγγραφέας Φώτης Κόντογλου έλεγε κάπου ότι “η πίστη είναι φωτιά και δίνει θερμότητα στην καρδιά. Το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε στα κεφάλια των αποστόλων εν είδει πυρίνων γλωσσών. Οι δύο μαθητές, σαν φανερώθηκε σ
ʼ αυτούς ο Κύριος, είπανε: “πώς δεν κάηκε η καρδιά μας τότε που μας μιλούσε στον δρόμο που περπατούσαμε μαζί Του!” Την πίστη την παρομοιάζει ο Χριστός με “λύχνον καιόμενον” Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος έλεγε στό κήρυγμά του πώς ο Χριστός θά βάφτιζε τους ανθρώπους “εν Πνεύματι Αγίω και πυρί”. Κι αληθινά, ο Κύριος έλεγε: “Φωτιά ήρθα να βάλω στη γή, και τι θέλω άλλο αν άναψε;” Λοιπόν το πιο χειροπιαστό γνώρισμα της πίστεως είναι η θέρμη. Γιʼ αυτό λέγεται και “θερμή πίστις”, θερμουργός πίστις. Και όπως το γνώρισμα της
πίστεως είναι η θέρμη, το σίγουρο γνώρισμα της αμαρτίας είναι η ψύχρα.

Θέλεις να καταλάβεις έναν άνθρωπο αν πιστεύει ή αν είναι άπιστος; Αν νοιώσεις θέρμη να βγαίνει απ
ʼ αυτόν, από τα μάτια του, από τα λόγια του, από τα φερσίματά του, να είσαι βέβαιος πώς έχει πίστη στην καρδιά του. Αν νοίωσεις πάλι ψύχρα να βγαίνει απʼ όλο το είναι του θά πεί πώς δεν έχει πίστη, και άς λέει ό,τι θέλει. Μπορεί να κάνει γονυκλισίες, να γέρνει το κεφάλι του ταπεινά, να λέει ηθικολογίες με σιγανή φωνή, όλα αυτά θά βγάζουνε μια παγερή πνοή που έρχεται απάνω σου και σε παγώνει κι εσένα”.
****
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέει ότι “παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού, στην οποία υπάρχει η τρυφή όλων των μακαρισμών” και ότι “το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού”.

“Μη πλανάσθε, λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Θεός είναι φωτιά και όταν ήρθε στον κόσμο και έγινε άνθρωπος, έβαλε φωτιά στη γή, όπως λέει και ο ίδιος. Η φωτιά αυτή περιτριγυρίζει, ζητώντας να βρεί ύλη, δηλαδή γνώμη και προαίρεση αγαθή, γιά να πέσει μέσα σ
ʼ αυτή και νʼ ανάψει^ και σʼ αυτούς που θά ανάψει η φωτιά αυτή υψώνεται σε μεγάλη φλόγα και φθάνει μέχρι τον ουρανό... (η φωτιά αυτή) πρώτα μας καθαρίζει τελείως από το μολυσμό των παθών και μετά γίνεται μέσα μας τροφή και πιοτό και φωτισμός και χαρά και μας κάνει κι εμάς φώς κατά μέθεξη, γιατί μετέχουμε σʼ εκείνο το φώς” (Λόγος οη΄).
Ο Θεός είναι φλόγα αγάπης. Και είναι φλόγα αγάπης γιά όλους, καλούς ή κακούς. Υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά στον τρόπο που δέχονται οι άνθρωποι αυτή τη φλόγα αγάπης του Θεού. Ο άγιος Βασίλειος λέει ότι “το πύρινο ξίφος τοποθετήθηκε στην αυλή του Παραδείσου γιά να προφυλάσσει την προσέγγιση πρός το δέντρο της ζωής. Ήταν φοβερό και πύρινο πρός τους άπιστους αλλά καλό και προσιτό πρός τους πιστούς, φέρνοντάς τους το φώς της ημέρας. η ίδια φλόγα αγάπης φέρνει την ημέρα σε κείνους που ανταποκρίνονται στην αγάπη με αγάπη και καίει εκείνους που ανταποκρίνονται στην αγάπη με μίσος.

Παράδεισος και κόλαση είναι ο ένας και ίδιος ποταμός του Θεού, μια φλόγα αγάπης που αγκαλιάζει και καλύπτει όλους με την ίδια ευεργετική θέληση, χωρίς καμιά διαφορά ή διάκριση. Το ίδιο ζωοποιό νερό είναι αιώνια ζωή γιά τους πιστούς και αιώνιος θάνατος γιά τους απίστους. Γιά τους πρώτους είναι στοιχείο ζωής, γιά τους δεύτερους ε}ναι όργανο αιώνιας ασφυξίας. Παράδεισος γιά τον ένα, κόλαση γιά τον άλλο. Μη το θεωρείτε περίεργο. Ο γιός που αγαπά τον πατέρα του θά αισθάνεται ευτυχισμένος στα χέρια του, αν όμως δεν τον αγαπά, το τρυφερό αγκάλιασμα του πατέρα του θά είναι γι
ʼ αυτόν μαρτύριο. Γιʼ αυτό, επίσης, το να αγαπάμε εκείνον που μας μισεί έχει
παρομοιαστεί με το να ρίχνουμε άνθρακα πυρός και καυτή στάχτη στό κεφάλι του.

“Λέω δε, γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ότι οι κολαζόμενοι στη γέεννα τιμωρούνται με τη μάστιγα της αγάπης του Θεού... Είναι άτοπο να πιστεύει κανείς ότι οι αμαρτωλοί στην κόλαση στερούνται την αγάπη του Θεού. Γιατί η αγάπη του Θεού, που είναι απότοκος της γνώσης γι
ʼ Αυτόν, δίνεται αδιάκριτα σε όλους, αλλά ενεργεί κατά δύο τρόπους: τους μέν αμαρτωλούς κολάζει, τους δε δίκαιους ευφραίνει”.

Ο «Πύρινος Ποταμός»

16

Ο άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός γράφει: “Δε δεχόμαστε τις ευεργεσίες όλοι με τον ίδιο τρόπο. Άλλοι δέχονται το πύρ του Κυρίου, δηλαδή το λόγο Του, και με την εργασία μαλακώνει η καρδιά τους, όπως το κερί, και άλλοι το δεχόμαστε και με την αργία γινόμαστε σκληρότεροι, όπως ο πηλός και η πέτρα. Και δεν αναγκάζει κανένα μας να το δεχθούμε με όμοιο τρόπο. Αλλά όπως ο ήλιος, στέλνει τις ακτίνες του και φωτίζει όλο τον κόσμο και εκείνος μέν που θέλει να τον βλέπει φωτίζεται, εκείνος δε που δε θέλει να τον βλέπει δεν πιέζεται να το κάνει. Κανένας δεν είναι υπεύθυνος γιά τη στέρηση του φωτός παρά μόνο εκείνος που δεν το θέλει. Γιατί ο Θεός έφτιαξε και τον ήλιο και τα μάτια. Ο άνθρωπος όμως έχει την εξουσία να δεχθεί το φώς ή όχι.

Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ. Ο Θεός στέλνει σε όλους μας το φώς της γνώσης σαν ακτίνες, μετά τη γνώση όμως μας έδωσε και την πίστη σαν μάτι. Εκείνος που θέλει να λάβει τη γνώση μέσω της πίστης τη διατηρεί με τα έργα του και ο Θεός του δίνει περισσότερη προθυμία και γνώση και δύναμη”.

ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ ΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.



«Ὅποιος οδεύει στον δρόμον της αρετής», μας λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος (Λόγος ΚΑ/), «πρέπει να ευχαριστή τον Θεόν σε όλες τις θλίψεις, που τον βρίσκουν και να μέμφεται και να κατηγορή τον εαυτόν του και να γνωρίζη ότι για την αμέλειά του, παρεχωρήθησαν οι θλίψεις αυτὲς από τον προνοητήν του Θεόν, για να ξυπνήση τον νουν του ή και διότι υπερηφανεύθη. Και ας μή ταραχθή γι᾽ αυτό, που του συμβαίνει, μήτε να εγκαταλείψη τον δρόμον της αρετής, αλλά ας μέμφεται τον θάνατόν του, για να μη γίνη σ᾽ αυτόν διπλόν το κακόν. Διότι ο Θεός, που είναι πλήρης πάσης δικαιοσύνης, δεν είναι άδικος, μη γένοιτο. Εις Αυτόν πρέπει η δόξα στους αιώνες. Αμήν».

Ο «Πύρινος Ποταμός»

15

Ο άγιος Μακάριος γράφει: “Όπως η βασιλεία του σκότους και η αμαρτία κρύβονται στην ψυχή μέχρι την ημέρα της ανάστασης, όταν ακόμα και το σώμα των αμαρτωλών θά καλυφθεί με το σκοτάδι που έχουν από τώρα στην ψυχή τους, έτσι και η βασιλεία του φωτός και η ουράνια εικόνα, ο Ιησούς Χριστός, φωτίζει τώρα μυστικά και βασιλεύει στις ψυχές των αγίων. Είναι δε κρυμμένος από τα μάτια των ανθρώπων... μέχρι την ημέρα της Ανάστασης, όταν ακόμα και το σώμα θά καλυφθεί και θά δοξασθεί με το φώς του Κυρίου, που από τώρα υπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου, ώστε και το σώμα να συμβασιλεύει με την ψυχή, η οποία δέχεται από τώρα τη βασιλεία του Χριστού, αναπαύεται και φωτίζεται με αιώνιο φώς”.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, λέει ότι αυτό που μετράει στην αιώνια ζωή δεν είναι τι κάνει ο άνθρωπος αλλά τι είναι, αν μοιάζει με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας, ή αν διαφέρει και δεν του μοιάζει. Λέει: “Στη μέλλουσα ζωή ο χριστιανός δεν εξετάζεται αν έχει απαρνηθεί τον κόσμο ολόκληρο γιά την αγάπη του Χριστού ή αν έχει μοιράσει τα πλούτη του στους φτωχούς ή αν έκλαψε και θρήνησε γιά τις αμαρτίες του ή αν έχει κάνει οποιοδήποτε άλλο καλό στη ζωή αυτή, αλλά εξετάζεται προσεκτικά αν έχει ομοιότητα με το Χριστό, όπως έχει ένας γιός με τον πατέρα του”.

Let us glorify God!

The Word became flesh; that is, the Son of God, co-eternal with God the Father and with the Holy Spirit, became human – having become incarnate of the Holy Spirit and the Virgin Mary. O, wondrous, awesome and salvific mystery! The One Who had no beginning took on a beginning according to humanity; the One without flesh assumed flesh. God became man – without ceasing to be God. The Unapproachable One became approachable to all, in the aspect of an humble servant. Why, and for what reason, was there such condescension [shown] on the part of the Creator toward His transgressing creatures – toward humanity which, through an act of its own will had fallen away from God, its Creator?
It was by reason of a supreme, inexpressible mercy toward His creation on the part of the Master, Who could not bear to see the entire race of mankind – which, He, in creating, had endowed with wondrous gifts – enslaved by the devil and thus destined for eternal suffering and torment.
And the Word became flesh!...in order to make us earthly beings into heavenly ones, in order to make sinners into saints; in order to raise us up from corruption into incorruption, from earth to heaven; from enslavement to sin and the devil – into the glorious freedom of children of God; from death – into immortality, in order to make us sons of God and to seat us together with Him upon the Throne as His royal children.O, boundless compassion of God! O, inexpressible wisdom of God! O, great wonder, astounding not only the human mind, but the angelic [mind] as well!
Let us glorify God! With the coming of the Son of God in the flesh upon the earth, with His offering Himself up as a sacrifice for the sinful human race, there is given to those who believe the blessing of the Heavenly Father, replacing that curse which had been uttered by God in the beginning; they are adopted and receive the promise of an eternal inheritance of life. To a humanity orphaned by reason of sin, the Heavenly Father returns anew through the mystery of re-birth, that is, through baptism and repentance. People are freed of the tormenting, death-bearing authority of the devil, of the afflictionsof sin and of various passions.
Human nature is deified for the sake of the boundless compassion of the Son of God; and its sins are purified; the defiled are sanctified. The ailing are healed. Upon those in dishonour are boundless honour and glory bestowed.
Those in darkness are enlightened by the Divine light of grace and reason.

The human mind is given the rational power of God – we have the mind of Christ (Cor.2, 16), says the Holy apostle Paul. To the human heart, the heart of Christ is given. The perishable is made immortal. Those naked and wounded by sin and by passions are adorned in Divine glory. Those who hunger and thirst are sated and assuaged by the nourishing and soul-strengthening Word of God and by the most pure Body and Divine Blood of Christ. The inconsolable are consoled. Those ravaged by the devil have been –and continue to be – delivered.
What, then, O, brethren, is required of us in order that we might avail ourselves of all the grace brought unto us from on high by the coming to earth of the Son of God? What is necessary, first of all, is faith in the Son of God, in the Gospel as the salvation-bestowing heavenly teaching; a true repentance of sins and the correction of life and of heart; communion in prayer and in the mysteries [sacraments]; the knowledge and fulfillment of Christʼs commandments. Also necessary are the virtues: Christian humility,alms-giving, continence, purity and chastity, simplicity and goodness of heart.
Let us, then, O brothers and sisters, bring these virtues as a gift to the One Who was born for the sake of our salvation – let us bring them in place of the gold, frankincense and myrrh which the Magi brought Him, as to One Who is King, God, and Man, come todie for us. This, from us, shall be the most-pleasing form of sacrifice to God and to the Infant Jesus Christ.
Amen.

Mε κούρασαν οι υποκρισίες!

 

Μήνυμα της Α.Θ.Μ. του Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου Γ’ επί τοις Χριστουγέννοις 2011




«Δεύτε ίδωμεν  πιστοί,
πού εγεννήθη ο Χριστός,
ακολουθήσωμεν λοιπόν,
ένθα οδεύει ο αστήρ».
(Κάθ. Όρθρ. Χριστουγέννων).

Η ανά τα πέρατα της  Οικουμένης Μία, Αγία, Καθολική και  Αποστολική Ορθόδοξος του Χριστού Εκκλησία εορτάζει σήμερον γεγονός  υπερφυές και εξαίσιον, θαυμαστόν και σωτήριον. Εορτάζει και πανηγυρίζει το  γεγονός της  άκρας φιλανθρωπίας του Θεού, της  αμετρήτου και ανεικάστου αγάπης Αυτού προς τον άνθρωπον.............
............
Εν τη Αγία Πόλει Βηθλεέμ,  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2011
Διάπυρος προς Κύριον ευχέτης,
ΘΕΟΦΙΛΟΣ  Γ΄
Πατριάρχης Ιεροσολύμων.

Είναι ένοχος ο Πατριάρχης Ειρηναίος; Ας προσκομίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία και ας τον οδηγήσουν στο δικαστήριο. Ας τον δικάσουν και ας τον καταδικάσουν. Τουλάχιστον στη φυλακή θα απολαμβάνει τα στοιχειώδη δικαιώματα των κρατουμένων (σίτιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, επισκεπτήριο και ίσως τη δυνατότητα επιτέλεσης των θρησκευτικών του καθηκόντων και διαιωμάτων).

ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ, ΔΟΞΑΣΑΤΕ!

Εις ποίαν οδυνηράν δοκιμασίαν μας υποβάλλει το μήνυμα! Πως θα αναμετρηθώμεν με την απαίτησιν;  Πως θα κατορθώσωμεν αξίως να δοξάσωμεν τον Γεννώμενον Χριστόν; Διανοούμεθα εν πίστει την Ενσάρκωσιν του Θείου Λόγου και περιπίπτωμεν εις θάμβος. Βυθιζόμεθα εις το μυστήριον, το «ξένον και παράδοξον» και μένομεν άναυδοι. Που θα εύρωμεν αγγελικόν νουν, δια να κατανοήσωμεν την κένωσιν του Υιού και Θεού; Με ποίαν καρδίαν θα αγαπήσωμεν; Ομολογουμένως, η πιστή ψυχή, μελετώσα την άπειρον αγάπην του Θεού προς τους ανθρώπους, περιέρχεται εις αμηχανίαν. Ω, πόσον μικροί είμεθα ημείς και πόσον μέγας ο Θεός! Και ποίον μεγαλείον κρύπτεται εις την εκούσιον ταπείνωσίν Του! Μία μόνον διέξοδος υπάρχει δια την έκθαμβον και ευεργετουμένην ψυχήν: Η ευγνωμοσύνη, ο πνευματικός κλαυθμός, η ευχαριστία προς την αγάπην, τον Θεόν. Και νομίζω ότι το μόνον ανταπόδομα εις τας ανεκφράστους ευεργεσίας του Θεού είναι η θερμή ευχαριστία και ευγνωμοσύνη. Ω, και να εγνωρίζαμεν τι είμεθα, από πού ερχόμεθα, που πηγαίνομεν! Πόσον είμεθα θείοι, πόσον αγγελικοί, πόσον φωτεινοί, θεόπλαστοι, αιώνιοι, θεοί! Ω, κατηραμένη άγνοια, που εμποδίζεις την γνώσιν των μεγαλείων μας! Ω, ζοφερά λήθη, που αποκρύπτεις από τους οφθαλμούς μας το εκθαμβωτικόν φως μας! Ημείς ωραίοι, ημείς άφθαρτοι, ημείς υπέρτεροι των γηίνων, ημείς τέκνα Θεού. Και «τι εσόμεθα ουκ οίδαμεν»! Δεν γνωρίζομεν ποίαν ακόμη επί το θειότερον μετουσίωσιν θα προσλάβωμεν. Πάντως, «όμοιοι αυτώ – τω Θεώ – εσόμεθα»! Είναι να μη διέλθη κανείς τον βίον του κλαίων εξ αγάπης; Πως ημπορεί να ανθέξη η ανθρωπίνη καρδία εις τόσην προσφοράν θεϊκής αγάπης; Ποίον άλλο είναι τόσον μέγα, όσον η σάρκωσις του Θείου Λόγου, χάριν της σωτηρίας μας, χάριν της θεώσεώς μας εν αιωνιότητι;  Ιδού, διατί μένομεν άναυδοι ημείς οι Χριστιανοί. Ιδού, διατί κλαίομεν ευγνωμόνως. Ιδού, διατί περιδινούμεθα ερωτικώς περί τον αγαθόν, τον περί πάντας αγαθόν, Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αυτήν την σεσαρκωμένην Σοφίαν, την ενανθρωπήσασαν Αγαθότητα, την μορφοποιηθείσαν Αγάπην, την ταπεινωθείσαν Δύναμιν, την αποκρυβείσαν Ωραιότητα! Λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αυτοί που μετέσχον εν θείω έρωτι των θείων ιδιοτήτων, ότι οι αγγελικοί νόες, έκθαμβοι και εκστατικοί από τον θείον έρωτα προς τον Θεόν, κινούνται φλεγόμενοι περί τον θρόνον της θείας μεγαλωσύνης. Και καθ’  όσον προσλαμβάνουν φως και γνώσιν, κατά τοσούτον και αγαπούν. Και όσον αγαπούν, τόσον γνωρίζουν. Ως εκ τούτου καθίσταται φανερόν ότι τα αγγελικά πνεύματα δεν διάγουν εν απραγμοσύνη και στατικότητι, αλλά διατελούν εις αδιάλειπτον κίνησιν προσλήψεως γνώσεως και αγάπης. Ούτω και ημείς. Κατά το μέτρον της γνώσεως των θείων πραγμάτων είναι και η αγάπη μας. Και κατά το ποσόν της αγάπης μας είναι και η γνώσις. Καθ’  όσον λοιπόν αντιλαμβανόμεθα την σημασίαν του μεγαλυτέρου γεγονότος, που εγνώρισεν η ανθρωπίνη ιστορία – «Θεός το τεχθέν, η δε Μήτηρ Παρθένος. Τι μείζον άλλο καινόν είδεν η κτίσις;» --, κατά αναλογίαν και χαίρομεν και αγαπώμεν και ευγνωμονούμεν και κλαίομεν και αγαθυνόμεθα την καρδίαν. Ό,τι λοιπόν αποτελεί την οφειλήν μας είναι, όχι να συστέλλωμεν τα θεία πράγματα μέσα εις την πτωχήν διανοητικότητά μας, αλλά, αγωνιζόμενοι, να παρασκευάζωμεν εαυτούς να τα δεχθώμεν με ταπείνωσιν και αγάπην, δια να τα γνωρίσωμεν. Ούτω θα τα αγαπήσωμεν. Εντεύθεν θα τα γνωρίσωμεν περισσότερον και περισσότερον θα τα αγαπήσωμεν. Αυτή η κίνησις του νου και της καρδίας είναι αέναος. Είναι κίνησις Χριστοκεντρική, η οποία εξασφαλίζει την καθαρότητα, την φωτεινότητα, την θείαν αγάπην, την εμπολίτευσιν εις τους ουρανούς. Και προκαλεί το μίσος προς παν αμαρτωλόν, προς παν πτωχόν, προς πάσαν γεώδη σχέσιν. Και μας καθιστά αγίους και ελευθέρους. Αλλά, δυστυχώς! Ταλαίπωροι ημείς, «εμπλεγμένοι ταις του βίου πραγματείαις», με βεβαρημένας καρδίας « εν μερίμναις βιωτικαίς», θυσιάζομεν την θείαν ψυχήν μας εις παροδικά και μάταια. Δεν μελετώμεν την θείαν ευγένειάν μας, την θείαν καταγωγήν μας, τον προς θέωσιν προορισμόν μας. Εντεύθεν λησμονώμεν τον Θεόν μας. Και, φυσικά, δεν μελετώμεν την αβάστακτον από την καρδίαν εν σαρκί παρουσίαν Του, που εξέπληξεν αγγέλους. Που κατεπλάγη η κτίσις. Και ενώ ήλθε δι’  ημάς, δια την άπειρον αγάπην Του προς εμέ και σε, αδελφέ, ημείς και αδιαφορούμεν και πράττομεν τα εναντία εκείνων, που οδηγούν προς την θέωσίν μας. Από εδώ αρχίζει το ανθρώπινον δράμα, ο χωρίς σχεδόν Θεόν χριστιανός. Και το φρικτόν αυτό δράμα, από προσωπικόν, εξαπλούται εις την οικογένειαν, το χωρίον, την πόλιν, εις το Έθνος ολόκληρον. Και ημείς τα τέκνα του Θεού, ουδόλως διαφέρομεν από τους απίστους. Και ουδένα δυνάμεθα να πείσωμεν δια την αλήθειαν του σαρκωθέντος Θεού. Ότι «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί» και ότι «ώφθη επί της γης και τοις ανθρώποις συνανεστράφη». Και παρέχομεν σκάνδαλον εις τον κόσμον και «ο Θεός βλασφημείται δι’ ημάς εν τοις έθνεσι». Διατί; Δια την αμέλειαν ημών και διότι οι ποιμένες της Εκκλησίας περί άλλα τυρβάζουν. Διότι δεν εβίωσαν το μέγα μυστήριον της κενώσεως του Υιού του Θεού. Δεν τον εμελέτησαν, δεν τον ηγάπησαν, δεν εξεμεταλλεύθησαν τα τίμια δώρα, που μας εκόμισε. Δεν μετεμορφώθησαν εις άγια τέκνα Θεού, δια τούτο και δεν δύνανται να ομιλήσουν εις τας ψυχάς. Να τας υψώσουν εκ των γηίνων, να τας μετεωρίσουν εις τους ουρανούς. Να καταστήσουν τους χριστιανούς «συμπολίτας των αγίων και οικείους του Θεού». Δια τούτο και η Πατρίς μας, το Έθνος το άγιον, ο Ορθόδοξος λαός, κατήντησε το σκύβαλον του κόσμου. Και εγένετο «μυκτηρισμός και χλευασμός τοις κύκλω ημών». Χωρίς να γνωρίζωμεν ποία ακόμη τραγωδία μας αναμένει. Το φρικτότερον δε είναι ότι ούτε καν υποπτευόμεθα την συμφοράν μας, την πνευματικήν και την ερχομένην καταιγίδα. Η πολυχρόνιος έξις εις τα έργα της πτώσεώς μας, η αγνοηθείσα πνευματική μας ευγένεια, η διαβολική λήθη του συνταρακτικού γεγονότος της ενανθρωπήσεως του Θεού χάριν ημών, μας έχουν εις τοιούτον βαθμόν ναρκώσει, ώστε να μη θέλωμεν να απαλλαγώμεν από την κόλασιν των παθών, εις την οποίαν τυραννούμεθα. Ω αδελφοί μου, συναμαρτωλοί! Απωλέσαμεν τον θησαυρόν. Ωσάν να μη εγεννήθη δι΄ ημάς ο Σωτήρ. Που είναι οι καρποί της πίστεώς μας; Που είναι τα δώρα που θα προσκομίσωμεν εις τον τεχθέντα Βασιλέα; Με ποίαν ψυχικήν στολήν θα υποδεχθώμεν τον καθαρόν; Τι εκάμαμεν τα θεία χαρίσματά Του, με τα οποία έπρεπε να είχομεν εκλαμθή από τας θείας ακτίνας της χάριτός Του; Πως δεν θα εντραπώμεν από την πτωχείαν των σπαργάνων Του; Πως θα αντικρύσωμεν το Θείον Βρέφος, με ένοχον συνείδησιν, με ηχρειωμένην την θείαν εικόνα, με καρδίαν εσκοτισμένην υπό των παθών; Εν τούτοις θα εορτάσωμεν την Γέννησίν Του! Θα εκκλησιασθώμεν. Θα ανάψωμεν τας λαμπάδας μας. Θα γεμίσωμεν τους ναούς. Θα ακούσωμεν τους αγγελικούς ύμνους των Χριστουγέννων. Και την ημέραν αυτήν, όπως θα είμεθα με εορταστικά ιμάτια, εις εκθαμβωτικά φώτα, με επιμελημένα γεύματα και άλλα σύμβολα χαράς, θα νομίσωμεν, θα πιστεύσωμεν ότι είμεθα λάτρεις του Γεννηθέντος Σωτήρος! Ω πόσον θα έχωμεν πλανηθή! Αδελφοί μου! Με το άρθρον αυτό γίνεται μία καινοτομία. Αντί να γραφή ένα «χαρούμενον» Χριστουγεννιάτικον άρθρον, ένα θεολογικόν, πνευματικόν, που να θεμελιώνη την θεότητα του Θείου Βρέφους, που να αναλύη το περιεχόμενον της συγκλονιστικής ενανθρωπήσεως του Θεού, αντί να δώσωμεν ένα τόνον πνευματικής χαράς εις την «μητρόπολιν αυτήν των εορτών», προετιμήθη ένα άρθρον… μετανοίας. Οι αγαπητοί αναγνώσται, δια να μη χάσουν την ευδαιμονιστικήν διάθεσίν των, ας διαβάσουν άλλα έντυπα, που θα εκδοθούν επί ταις εορταίς των Χριστουγέννων. Ο υποφαινόμενος εφέτος, που είναι μία από πάσης απόψεως δραματική εποχή, θα ήτο ευτυχής, αν κατώρθωνε να κατανύξη μερικάς ψυχάς. Να τας οδηγήση εις μετάνοιαν και κλαυθμόν. Και να τας κάμη όπως, μαζί με τους θείους ύμνους, αναβλύσουν ολίγα δάκρυα. Έχομεν τόσην ανάγκην δακρύων, ως Εκκλησία, ως λαός και ως Έθνος, ώστε θα ήσαν τα τιμιώτερα δώρα προς τον νηπιάσαντα Λόγον υπέρ της ταλαιπώρου Πατρίδος μας. Αδελφοί,  «Χριστός γεννάται, δοξάσατε…».  Αλλά μετά κλαυθμού!...    
θ.μ.δ.
(Το άρθρο αυτό είναι γραμμένο το 1970)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΔΟΞΑΣΑΤΕ- CHRIST IS BORN GLORIFY HIM!